Αρχική » Μουσικός Θησαυρός της Κω

Μουσικός Θησαυρός της Κω
Αρχειακές Ηχογραφήσεις 1964-1968

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Η δημοσιευόμενη εδώ Αρχειακή Συλλογή των 12 ψηφιακών Δίσκων (CD), με τον γενικό τίτλο «Μουσικός Θησαυρός της Κω» (και διάρκειας 11 ωρών, 25΄ και 22΄΄), είναι μια παλαιά τοπική, και απολύτως προσωπική, ηχογράφηση (των ετών 1964-1968). Επί της ουσίας, πρόκειται για επιλογή από ένα πολύ πλουσιότερο ηχογραφημένο Υλικό (συνολικής διάρκειας περίπου 30 ωρών). Η σημασία του συνολικού αυτού Υλικού, παρά τα οποιαδήποτε τυχόν ηχογραφικά μειονεκτήματα (σύμφυτα με μια τόσο παλαιά ερασιτεχνική ηχογράφηση, και εξαιτίας των οποίων δεν έγινε δυνατό να επιλεγεί ένα ακόμη περισσότερο, ικανοποιητικά ακροάσιμο, υλικό) πρέπει να θεωρείται σήμερα πραγματικά ανυπολόγιστη. Η συγκεκριμένη δεκαετία της ηχογράφησης ήταν για την Κω (όπως και για ολόκληρη τη Δωδεκάνησο) μια ιστορικά «παραδοσιακή» ακόμη εποχή. Η έως πρόσφατα τότε μακραίωνη ξενική κατάκτηση (Οθωμανική ως το 1912 και Ιταλική στη συνέχεια ως το 1943), επιπλέον η μεγάλη, και δυσπρόσιτη, απόσταση από το εθνικό κέντρο μετά την Ενσωμάτωση (1948) κράτησε τον τοπικό προφορικό πολιτισμό εξαιρετικά ζωντανό, αυθεντικό, και αναλλοίωτο. Σ’ αυτό βοήθησε αποτελεσματικά και ο κλειστός αγροτοκτηνοτροφικός χαρακτήρας του νησιού, με τον σχετικό παραγωγικό του πλούτο και την ανάλογη βιοτική αυτάρκεια. Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο πρέπει επίσης να αξιολογηθεί ιδιαίτερα για την περίπτωση, είναι η μεγάλη εγγύτητα της Κω με την Μικρασιατική Ακτή (στον μυχό του ομώνυμου Κόλπου, απέναντι ακριβώς από την αρχαία Αλικαρνασσό, σημερινό Πετρούμι για τους ντόπιους, Bodrum για τους Τούρκους) και η σταθερή και αδιάλειπτη επικοινωνία, ως την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, με τον εκεί ανθοφορούντα Ελληνισμό, και ιδιαίτερα με το ονομαστό αστικό του κέντρο τη Σμύρνη. Τα γεωφυσικά και ιστορικά αυτά δεδομένα βοήθησαν να διατηρηθεί στην Κω ένας μεγάλος, διαρκώς εμπλουτιζόμενος, προφορικός πολιτισμός (ιδιαίτερα ο μουσικός) ως τα σύγχρονα χρόνια, με βαθειές παράλληλα ρίζες, και πλούσια κατάλοιπα, που φτάνουν ως το ύστερο Βυζάντιο. Το ουσιαστικό τέλος της συγκεκριμένης αυτής ιστορικής πραγματικότητας θα επισυμβεί ακριβώς την κρίσιμη, από πολλές απόψεις, δεκαετία του 1960-1970. Και πρέπει να θεωρηθεί, γενικότερα, μεγάλο ευτύχημα η συγκυρία της ηχογράφησης (και καταγραφής) του σπουδαίου αυτού μουσικού και προφορικού πολιτισμού την κατάλληλη, και καίρια εκείνη, ιστορική στιγμή.

Πέρα ωστόσο από την ιστορική συγκυρία, στα ιδιαίτερα δεδομένα της ηχογράφησης θα πρέπει να συνυπολογισθούν και ορισμένα άλλα, τα οποία και οριοθετούν εξίσου το ειδικό καίριο στίγμα της. Καταρχάς, η φιλολογική ιδιότητα, η μουσική κατάρτιση, και η εντοπιότητα του ηχογραφέα. Η τριπλή αυτή συνύπαρξη έχει αφήσει ισχυρό το αποτύπωμά της στον τρόπο και στον χαρακτήρα, γενικότερα στο ήθος, της συγκεκριμένης ηχογράφησης. Πολύ περισσότερο που ο ηχογραφημένος αυτός κόσμος (ήχοι και πρόσωπα) αποτελούσε (και εξακολουθεί να αποτελεί) μιαν ανεξίτηλη βιωματική παιδική εμπειρία. Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε με φορητό μαγνητόφωνο ρεύματος και μπαταρίας (Grundig TK 23), μοντέλο μιας ιδιαίτερα εξελιγμένης για την εποχή τεχνολογίας (φορτιζόταν όπως τα σύγχρονα κινητά τηλέφωνα – η Κως δεν είχε ακόμη τότε ηλεκτρικό ρεύμα στα Χωριά της), και το οποίο βρέθηκε τη συγκεκριμένη στιγμή, από αγαθή επίσης συγκυρία, στην κατοχή του ηχογραφέα. Οι τεχνικές αυτές ιδιότητες έδωσαν τη δυνατότητα οι ηχογραφήσεις όλες να πραγματοποιηθούν στους οικείους φυσικούς χώρους (στα σπίτια και στις αυλές) των αφηγητών και αφηγητριών. Αν σ’ αυτό προστεθεί επιπλέον η αναγνωρισιμότητα του οικογενειακού ονόματος και του προσώπου του ηχογραφέα, και η εξαιτίας αυτού οικειότητα και προθυμία, θα γίνει αντιληπτή η τόσο χαρακτηριστική άνεση, η φυσικότητα, και ο πηγαίος αυθορμητισμός που αναδύονται από όλα όσα ιστορούνται και τραγουδιούνται εδώ (τα έλεγαν μπροστά στο μικρόφωνο όπως ακριβώς μόνοι τους, στο δικό τους καθημερινό οικείο περιβάλλον).

Ανεξάρτητα από αυτά πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικός (και ασυνήθιστος για την εποχή) υπήρξε και ο τρόπος ηχογράφησης. Καταρχάς, η ηχογράφηση δεν είχε (και δεν μπορούσε να έχει τότε) την πρόθεση της δισκογραφικής παρουσίασης, και μάλιστα όπως αυτή προβάλλεται σήμερα χάρη, και εξαιτίας, της νέας τεχνολογίας. Ήταν απλώς βοηθητική για την καταγραφή των κειμένων και, κυρίως, για την αποτύπωση (από τους ειδικούς) της μουσικής φόρμας σε βυζαντινή και ευρωπαϊκή σημειογραφία (και για την οποία αρκούσε μόνο η ηχογραφημένη καταγραφή των πρώτων μουσικών φράσεων). Όπως ακριβώς είχε αρχίσει να γίνεται και στη συγκεκριμένη εδώ περίπτωση σε πολλά τραγούδια παράλληλα με την τρέχουσα τότε ηχογράφηση (βλ. σχετικά δείγματα, σ. 338-40). Μια κατ’ οικονομίαν συμβατική εκδοτική μέθοδος, η οποία μπορούσε να καταγράψει έτσι μόνο τους βασικούς μελικούς άξονες, σε καμιά περίπτωση τον ποικιλματικό χαρακτήρα του ηχοχρώματος, πολύ περισσότερο το ειδικό εκάστοτε ήθος της προσωπικής εκφοράς. Και την οποία εξακολουθούν να χρησιμοποιούν ορισμένοι και σήμερα, χωρίς πλέον κανένα επιστημονικό έρεισμα μέσα στα νέα δεδομένα της σύγχρονης τεχνολογίας. Αντίθετα ακριβώς προς τα τότε καθιερωμένα, η παρούσα ηχογράφηση έγινε ενστικτωδώς, όπως μπορεί να κριθεί αναδρομικά σήμερα, σύμφωνα με τα πιο σύγχρονα δεδομένα της εθνομουσικολογικής και φιλολογικής έρευνας. Και πρώτα, η πρωτοβουλία για το τί και πώς θα ειπωθεί αφηνόταν αποκλειστικά στους αφηγητές και στις αφηγήτριες, χωρίς καμιάν απολύτως υπόδειξη ή παρέμβαση. Έτσι, που ο καθένας να λέει αυτά που γνώριζε, όπως τα γνώριζε, κατά τρόπον απολύτως βιωματικό και οικείο (ακόμη και με τις τυχόν παραφθορές, τους συμφυρμούς, και άλλα σχετικά, όπως ακριβώς απαιτεί μια αρχειακή καταγραφή). Ένα δεύτερο ήταν, τα πολύστιχα αφηγήματα, οι λεγόμενες Στιχοπλακιές, να εκφωνούνται με το μέλος μέχρι το τέλος, όχι απλώς ένα αρχικό μικρό δείγμα (οι εξαιρέσεις υπήρξαν ελάχιστες). Έτσι έγινε δυνατό να καταγραφεί το σύνολο ήθος της εκφοράς, με τις ποικίλες επιμέρους ηχοχρωματικές αποχρώσεις και την ανάλογη εκφραστική μέθεξη του αφηγητή. Επιπλέον, το ίδιο πρόσωπο συνήθως, μετά τη μελωδική εκφορά, επαναλάμβανε τη Στιχοπλακιά απαγγελτά («λόγια λόγια» όπως έλεγαν), εφόσον υπήρχαν ζωντανές παράλληλα και οι δύο παραδόσεις (και οι οποίες παραπέμπουν απευθείας στη διπλή επίσης παράδοση εκφοράς, ασματική και απαγγελτική/ραψωδική, των Ομηρικών επών, πρωτίστως της «Οδύσσειας»). Με αποτέλεσμα να έχει διασωθεί στην ηχογράφηση μεγάλη ποικιλία εκδοχών (με το ίδιο ή διαφορετικό μέλος) και σε πολλαπλές, ταυτόχρονα, ιδιόσημες απαγγελτικές εκφορές. Δεδομένα όλα τα οποία σηματοδοτούν και αυτά, από μόνα τους, το ειδικό στίγμα της παρούσας ηχογραφημένης Αρχειακής Συλλογής.

Στην τετραετία (1964-1968) ηχογραφήθηκε συστηματικά ολόκληρη η Κως, χωριό προς χωριό, σπίτι προς σπίτι. Καταρχάς το Πυλί (ο καθαυτό γενέθλιος τόπος), στη συνέχεια η Αντιμάχεια και η Καρδάμενα, δύο χωριά με μεγάλη μουσική (και ψαλτική) παράδοση, τέλος η Κέφαλος, το Ασφενδιού, και η Πόλη της Κω. Καταγράφθηκε έτσι όλη η ζωντανή φωνητική παράδοση σε όλες της τις εκφράσεις, απλοί σκοποί και τραγούδια, του γάμου, κάλαντα και θρήνοι, μοιρολόγια, παιδικά, σατυρικά, αποκριάτικα, ακόμη πολυάριθμες Στιχοπλακιές, άσματα ιστορικά και αφηγηματικά, μουσικές εκδοχές του Ερωτόκριτου, οργανικά, χορευτικά, και άλλα. Και όλα αυτά, είδη, μέλη, ρυθμοί, ζωντανά, στα χείλη όλων, στην εργασία, στο δρόμο, στις «ποσπερίδες» (βραδυνές συγκεντρώσεις στα σπίτια, κυρίως τις μακριές νύχτες του χειμώνα), επίσης στις ειδικές εκδηλώσεις της ζωής, στις παρέες, στους γάμους, στις κηδείες, στους επίσημους εορτολογικούς κύκλους, σε κάθε χαρούμενη στιγμή της ζωής ή στιγμή θλίψης. Ασυνήθιστο, πράγματι, εύρος καταγραφών, το οποίο συμβαίνει να καλύπτει έναν μόνο τόπο σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Στους δύο πρώτους ψηφιακούς δίσκους (CD 1o και 2o), με τον ενδεικτικό τίτλο «Σκοποί και Τραγούδια», περιέχονται περίπου 60 σκοποί και τραγούδια, κυρίως από τα χωριά Πυλί, Αντιμάχεια, Καρδάμενα, και ορισμένα από την Πόλη της Κω. Συλλογή, πράγματι, μοναδικής εμπειρίας και πανδαισίας. Όλα από τα πιο χαρακτηριστικά και τα πιο διαδεδομένα, σε ποικίλους ρυθμούς και πλούσια ηχοχρώματα, με ακραιφνώς τοπικό λαϊκό χαρακτήρα. Ορισμένα επίσης και με αστικό ιδίωμα και προέλευση (αμανέδες, ρεμπέτικα) ενσωματωμένα ωστόσο φυσιολογικά στο κοινό επιχώριο άκουσμα. Ανάμεσα σ’ αυτά το «Μέρα μέρωσε», το «Δυοσμαράκι», η «Περβολαριά», η «Μπεναγιούλα», η «Ροδοσταμένη», η «Κορδελιάστρα», το «Χίλια καλώς ορίσατε», η «Βάρκα», η «Γιόλα», το «Έρημε ψεύτικε ντουνιά», «Τί έχουν τα ματάκια σου», το «Παραπονιάρικο», και άλλα. Ξεχωριστοί και οι ερμηνευτές. Αυθεντικοί, ανεπιτήδευτοι, με ιδιόσημη βιωματική μέθεξη και πλούσια, λιτή εκφραστικότητα. Οι πιο χαρακτηριστικοί, από το Πυλί ο Σταύρος Σακελλάρης, η Στεργούλα Ιπποκράτη Χαζηγιακουμή-Ρόκκου, η Χαριτωμένη Γιαλίζη, η Μαρία Παρζακώνη, η Χαρίκλεια Μαχαιρά, ο Στέλιος Χαζηπέτρος, από την Αντιμάχεια η μοναδική Ευφημία Βαρκά, ο Νικόλας Αυγουλάς, η Αγγελικώ Σακέλλη, και από την Καρδάμενα το εντυπωσιακό τρίδυμο Χρήστος Παναγιώτου, Ζαχαρίας Ψύρης, Μηνάς Χαζηστεφανής, με τον αισθαντικό και δωρικό στο λαούτο Αντώνη Γερασκλή, ακόμη ο Φίλιππος Σακελλαρίδης και ο ανεπανάληπτος 81χρονος Στέργος Χαζηνικολάου. Εξίσου ειδικά, και ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα, και τα ποιητικά κείμενα. Τα περισσότερα σε ομοιοκατάληκτα συνήθως 15σύλλαβα δίστιχα, με τα επίσης ομοιοκατάληκτα 8σύλλαβα τσακίσματα, για τον καημό και την αγάπη, τη ζωή που φεύγει και χάνεται, τον χωρισμό, τη ξενιτειά, την ανεκπλήρωτη επιθυμία, στιχουργήματα όλα υψηλής, αυθόρμητης και πηγαίας, ποιητικής έμπνευσης. Και στα οποία επενδύεται ακριβώς το κατάλληλο μουσικό ηχόχρωμα, ο «σκοπός», που υποβάλλει έξοχα το ήθος και το οικείο μήνυμα του ποιητικού κειμένου. Ό,τι μπορεί να χαρακτηρισθεί πράγματι ως ιδανική συμπλοκή Μέλους και Λόγου (όπως άλλωστε και στο αντίστοιχο εκκλησιαστικό μέλος).

Ο επόμενος ψηφιακός δίσκος (CD 3ο), με τον ενδεικτικό επίσης τίτλο «Του γάμου - Μοιρολόγια», περιλαμβάνει αποκλειστικά τραγούδια του επιχώριου γαμήλιου τελετουργικού, με δύο πρόσθετα στο τέλος μοιρολόγια. Και τα οποία τραγουδιούνται όλα από δύο ερμηνεύτριες, την Ευφημία Βαρκά από την Αντιμάχεια (αρ. 1-5) και τη Χαριτωμένη Γιαλίζη από το Πυλί (αρ. 6-14). Συγκεκριμένα, έχουν ηχογραφηθεί και τραγουδιούνται, κατά τη σειρά του καθιερωμένου τελετουργικού, αυτά που λέγονται όταν στολίζουν τα προικιά, όταν ξυρίζουν και όταν στολίζουν το γαμπρό, όταν στολίζουν τη νύφη, όταν χορεύει η νύφη, όταν μεταφέρουν τα προικιά του γαμπρού στο σπίτι της νύφης, όταν «αποχωρίζουν» (αποχωρούν, αποχωρίζονται) στο τέλος της γαμήλιας ημέρας, γι’ αυτό και τραγούδια του «Αποχωρισμάτου», τέλος αυτά που λέγονται στα «ξημερώματα» της πρώτης νύχτας του γάμου («Παραξυπνήματα») και το πρωί του «αντίγαμου» (δηλαδή την επόμενη μέρα). Ερμηνείες όλες μοναδικές και ανεπανάληπτες. Για την εκφραστικότητα, τη λιτή βιωματική μέθεξη, την τονική ακρίβεια, την όλη φωνητική ιδιαιτερότητα. Και μάλιστα σε κάλυψη όλου του γαμήλιου εθιμικού τελετουργικού. Εδώ έχουν προστεθεί και δύο μοιρολόγια, σε ερμηνεία επίσης της Χαριτωμένης Γιαλίζη. Το ένα (αρ. 13) για γυναίκα που πέθανε νέα, και το άλλο (αρ. 14) για άντρα και πατέρα που επίσης πέθανε νέος. Πρόκειται για μοναδικά ακούσματα του είδους σε ηχόχρωμα και ήθος εκφοράς. Το δεύτερο μάλιστα περισσότερο εντυπωσιακό και ασυνήθιστο, επιπλέον για την αφηγηματική συνοχή και τη μεγάλη διάρκεια (11,5 λεπτά). Πραγματικό μνημείο-άκουσμα στη σύνολη βιβλιογραφία/δισκογραφία του είδους, και το οποίο παραπέμπει απευθείας σε «κομμό» αρχαίας τραγωδίας. Ένα CD, στο σύνολό του, ζωντανή κατάθεση του εθνικού Προφορικού μουσικού πολιτισμού, από δύο μοναδικές σε ήθος και βιωματική εκφορά ηδύφωνες ερμηνεύτριες.

Ο τέταρτος ψηφιακός δίσκος (CD 4ο), με τον γενικό τίτλο «Κάλαντα και Θρήνοι», αποτελεί μια ποικίλη ανθολογημένη συλλογή από Κάλαντα όλου του χρόνου (Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Φώτων, Λαζάρου) και με ορισμένους τοπικούς Θρήνους για το Πάθος της Μ. Παρασκευής, ακόμη με κάποια σχετικά στιχουργήματα για τη Μ. Τεσσαρακοστή και την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου. Από τα Κάλαντα των Χριστουγέννων περιέχονται το παλαιό ομοιοκατάληκτο «Καλήν ημέραν άρχοντες», σε πλήρη ασματική εκδοχή, και δεύτερο με τους αρχικούς μόνο στίχους, επίσης το γνωστό «Χριστούγεννα πρωτούγεννα», και το απολύτως τοπικό βυζαντινότροπο «Αύτη είναι η (η)μέρα» σε ύφος και κείμενο εκκλησιαστικό. Από τα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, το όμοιο με το αμέσως προηγούμενο των Χριστουγέννων «Εις αυτό ντο νέον έτος», το «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά» σε δύο πλήρεις εκδοχές, και το ειδικό για την περίπτωση «Πάλιν ακούσατ’ άρχοντες», στιχούργημα για τον Άγ. Βασίλειο, το οποίο και λεγόταν στη Σμύρνη. Από τα Κάλαντα των Φώτων, τα δύο περισσότερο συνηθισμένα και γνωστά «Σήμερον τα Φώτα και ο φωτισμός» και «Ο μήνας έχει σήμερον», επίσης το αναλογικό προς το όμοιο των Χριστουγέννων «Καλήν ημέραν άρχοντες ... Χριστού την θείαν Βάπτισιν», σε απαγγελτική απλώς εκφορά. Τέλος, από τα Κάλαντα του Λαζάρου, το κλασικό σε διαλογική και αναπαραστατική μορφή «Σήμερον έρχεται ο Χριστός», σε τρεις εκδοχές (η μία «όπως το έλεγαν στη Σμύρνη»). Eδώ προστίθεται το πολύστιχο «Η Αγιά Σαρακοστή», το οποίο λεγόταν επίσης στη Σμύρνη την αντίστοιχη περίοδο (ουσιαστικά θρήνος όμοιος με το επόμενο), ο κλασικός τοπικός θρήνος της Μ. Παρασκευής «Σήμερον μαύρος ουρανός», με τον ενδεικτικό χαρακτηρισμό «Μοιρολόι της Σταύρωσης» και «Μοιρολόι του Χριστού», μια δεύτερη εκδοχή με τους αρχικούς μόνο στίχους και, τέλος, το σχετικό επίσης «Μοιρολόι της Παναγίας» «Καλό ’ναι ντ’ Άγιος ο Θεός», το οποίο λεγόταν κατά τον Δεκαπενταύγουστο «κάθε βράδυ μετά την Παράκληση». Και στην περίπτωση εδώ, ένας πλήρης κύκλος με όλα τα σχετικά λαϊκά αφηγήματα του αντίστοιχου βασικού ενιαύσιου εκκλησιαστικού Εορτολογίου.

Ο πέμπτος ψηφιακός δίσκος (CD 5ο) περιέχει, όπως υποδηλώνεται και με τον τίτλο, «Σατυρικά - Αποκριάτικα - Παιδικά». Καταρχάς παρατίθενται οι λεγόμενοι σκοποί του «Λυγκεριού», επτά συνολικά, και με τις ειδικές σημασίες τους, «Αντιμαχίτικος», Πυλιώτικος», «Νεώτερος», «Καραπιπέρης», «Βαγιαμάς». Πρόκειται για ειδικούς αποκριάτικους σκοπούς, οι οποίοι συνοδεύονται από το «λυγκέρι», γι’ αυτό και σκοποί του «Λυγκεριού» (μεγάλος στρογγυλός μεταλικός δίσκος, ο οποίος στριφογυρίζεται στο έδαφος από τα δάχτυλα του δεξιού χεριού ικανού δεξιοτέχνη παράγοντας έτσι έναν υπόκωφο ρυθμικό ήχο που συνοδεύει τον τραγουδιστή, όπως ακριβώς ακούγεται εδώ στον αρ. 3). Ακολουθούν διάφορα άλλα αποκριάτικα και σατυρικά, ανάμεσα στα οποία το «Μηλίτσα πού ’σαι στο γκρεμνό», που το έλεγαν στη Σμύρνη, η «ομιλία» «Και τί ’σαι σύ και τί ’μαι γώ», υποτυπώδες διαλογικό θεατρικό κείμενο, το σατυρικό «παραξύπνημα» «Ανοίξετε την πόρτα σας», το οποίο λεγόταν τη δεύτερη μέρα του γάμου την αυγή στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης, το «Ήλαχέ μου να περάσω» ή αλλιώς «Οι Καριώτες», με κλιμακωτή αφηγηματική δομή και παραστατικές κινήσεις του χεριού, επίσης το «Ντίλλι μωρέ ντίλλι», το «Πώς το τρίβουν το πιπέρι», και εδώ με παραστατικές περιγραφικές κινήσεις των χεριών, το ιδιαίτερα ενδιαφέρον σατυρικό «Ρέλλου-λλού», που εκτελείται με συνοδεία λαούτου, και το οποίο λεγόταν επίσης στους γάμους στο «παραξύπνημα», όταν «η γυναίκα ήταν άσχημη». Τέλος, προστίθενται το παιδικό «Άντρι, βίτσι βίτσι» και ένα σχετικό Νανούρισμα. Και εδώ ένας ψηφιακός δίσκος πλούσιος θεματολογικά στα συγκεκριμένα είδη και με εξαιρετικά ενδιαφέροντα τα σχετικά ακούσματα.

Οι επόμενοι πέντε ψηφιακοί δίσκοι (CD 6ο-10ο) περιέχουν αποκλειστικά πολύστιχα αφηγήματα, με περιεχόμενο καθαρά αφηγηματικό, συχνά και δραματικό, αυτά που τοπικά αποκαλούνται «Στιχοπλακιές» (οι γνωστές, κατά την καθιερωμένη ορολογία, ως «Παραλογές»). Η εκφωνούμενη παράδοση σ’ αυτές, κατά τον χρόνο της ηχογράφησης, ήταν στην Κω διπλή: ασματική και απαγγελτική («λόγια λόγια», όπως έλεγαν). Άλλοι απλώς τις τραγουδούσαν, άλλοι τις απάγγελλαν, άλλοι και τις τραγουδούσαν και τις απάγγελλαν. Μια παράδοση η οποία παραπέμπει απευθείας στην όμοια ασματική-ραψωδική των Ομηρικών επών (πρωτίστως της αφηγηματικής, και με δραματικό επίσης περιεχόμενο, «Οδύσσειας»). Κατά την ηχογράφηση καταγραφόταν πλήρης και η απαγγελτική και η ασματική/ τραγουδιστική εκδοχή, όχι απλώς ορισμένοι αρχικοί στίχοι της τελευταίας (όπως η κοινή ως τότε πρακτική, εφόσον το μέλος, ο «σκοπός», επαναλαμβανόταν ανά στίχο ή δίστιχο όμοιο ως το τέλος). Έτσι, δεν καταγραφόταν μόνο η βασική μελική φόρμα (μονόστιχη ή δίστιχη), αλλά, το σπουδαιότερο, το σύνολο ήθος και ο ουσιαστικός χαρακτήρας της εκφοράς, με όλες τις επιμέρους εκφραστικές αποχρώσεις, ανάλογα ακριβώς προς τα ιστορούμενα και την ηχοχρωματική μέθεξη του αφηγητή ή της αφηγήτριας.

Στους πέντε αυτούς ψηφιακούς δίσκους περιέχονται σαράντα (40) περίπου Στιχοπλακιές, ένα ευρύ επί της ουσίας αντιπροσωπευτικό δείγμα του σχετικού είδους. Και για περίοδο κατά την οποία οι Στιχοπλακιές ήταν ακόμη παράδοση απολύτως ενεργή και ζωντανή, στα στόματα όλων, όχι απλώς ως επιβίωση σε ειδικά, επιλεγμένα άτομα. Διευρυμένη αρκετά και η θεματολογία στις Στιχοπλακιές που καταγράφονται. Με ορισμένες μάλιστα να αποτελούν κοινό τόπο, οικείες σε ευρύ επίσης φάσμα αφηγητών και αφηγητριών. Καταρχάς, ως Στιχοπλακιές εκφωνούνται εδώ και πολλά αυθεντικά Ακριτικά τραγούδια, αρκετές επίσης και με ανάλογες μνήμες Ακριτικών προσώπων και δράσεων. Έτσι, από τις 40 συγκεκριμένες Στιχοπλακιές ως αμιγώς Ακριτικά είναι οι αναφερόμενες ονομαστικά στον Διγενή, «Ο Διγενής ψυχομαχεί» (CD 6ο, αρ. 12) και με τη σχετική παραφθορά «Ο Λεωνής» (CD 8ο, αρ. 11), ακόμη άλλες σχετικές με μνείες και πρόσωπα ακριτικά, όπως «Ο Μέρμηγκας» (CD 7ο, αρ. 9 και 10, CD 9ο, αρ. 3), «Ο Κάουρας» (CD 9ο, αρ. 17), «Τρεις αντρωμένοι πορπατούν» (CD 9ο, αρ. 14), «Ο Κωσταντίνος ο Μικρός» (CD 10ο, αρ. 11) ή απλώς «Ο Κωσταντής» (CD 10ο, αρ. 16), και κάποιες άλλες. Στις οποίες πρέπει να προστεθούν οι δύο πιο ενδιαφέρουσες, εκείνη με τον (παραποιημένο) τίτλο «Ο Άης Γιάννης» (CD 9ο, αρ. 2) ή «Κάτω στον Άη-Γιάννη» (CD 7ο, αρ. 13, CD 10ο, αρ. 14), με αναφορά προφανώς στον ακριτικό ήρωα Γιάννη/Γιαννάκη, όπως και η άλλη με την αρχική αφήγηση ως τίτλο «Τέσσερα αδέρφια ήτον» (CD 7ο, αρ. 14), όπου ο ένας κατεβαίνει σε πηγάδι και τον κατασπαράσσουν στο βυθό άγρια στοιχειά και θηρία. Στις καθαυτό Στιχοπλακιές περιλαμβάνεται ένας μεγάλος αριθμός (οι περισσότερες), και με μεγάλη ποικιλία θεμάτων (της νεώτερης ιστορικής πραγματικότητας και καθημερινότητας). Ανάμεσα σ’ αυτές, καταρχάς το «Έναν Τουρκίν τουρκόπουλο» (CD 6ο, αρ. 1, CD 7ο, αρ. 1) όπου, στη συγκεκριμένη παραλλαγή, το Τουρκόπουλο, που αγαπά μια Ρωμιοπούλα «κι εκείνη δεν το θέλει», παρουσιάζεται στο τέλος ως βαπτισμένος Χριστιανός με το όνομα Γιάννης. Επίσης, η παράλληλη «Ένας κοντός κοντούτσικος» (CD 7ο, αρ. 17, CD 8ο, αρ. 4), και στην οποία ο κεντρικός ήρωας αναγκάζεται να πουλήσει την «καλίτσα» του, για να ξεπληρώσει τους βαρείς φόρους που του έβαλε ο βασιλιάς, και για να αποδειχθεί στο τέλος ότι το Τουρκί που την αγόρασε ήταν τελικά ο παλαιός αδελφός της. Στο ίδιο κλίμα και η περίφημη Στιχοπλακιά «Η Σούσα» (CD 6ο, αρ. 9, CD 7ο, αρ. 4, CD 9ο, αρ. 5, 11), την οποία μαχαιρώνει ο αδελφός της όταν διαπιστώνει ότι συζεί με τον Σερήφαγα. Δίπλα σ’ αυτήν, και η άλλη περίφημη «Ο Αρρωστάρης» (CD 6ο, αρ. 8, CD 8ο, αρ. 6, CD 9ο, αρ. 1), επίσης και με τον τίτλο «Του σευδά ο πόνος» (CD 7ο, αρ. 15, CD 8ο, αρ. 5). Δύο Στιχοπλακιές νεώτερες, σε μορφή ρίμας (σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα), με πιθανή Κρητική προέλευση, από τις πιο γνωστές και τις πιο διαδεδομένες σε όλο το νησί (κατά μίαν μαρτυρία «Ο Αρρωστάρης» λεγόταν και «στους δρόμους»). Πολύ διαδεδομένες επίσης η γνωστή Στιχοπλακιά του «Άη Γιώργη» (CD 6ο, αρ. 2, CD 7ο, αρ. 2, CD 8ο, αρ. 10, CD 9ο, αρ. 10), το «Κάστρο της Ωριάς» (CD 6ο, αρ. 3, 4, 5, CD 7ο, αρ. 3, CD 8ο, αρ. 9, CD 9ο, αρ. 8), αυτή με τους τίτλους «Η Μαρουδιά», «Η Καμάρα», «Κάτω στα Ιεροσόλυμα» (το γνωστό «Γεφύρι της Άρτας», CD 8ο, αρ. 1, CD 9ο, αρ. 9, CD 10ο, αρ. 7), και τα «Εκατό Λόγια» ή απλά «Εκατόλογα» (CD 7ο, αρ. 7, CD 10ο, αρ. 1), τα γνωστά με την υστεροβυζαντινή τους προέλευση «Εκατόλογα της Αγάπης». Πολύ ενδιαφέρουσες θεματολογικά και πολλές άλλες, η τιτλοφορούμενη «Απάνω στα τριτέσσερα» (CD 10ο, αρ. 17), με τα ακατόρθωτα σχεδόν στοιχήματα που βάζει η Κόρη για να δεχθεί την προξενειά, «Ο Μαυρουδής» (CD 10ο, αρ. 1, 2), με την ευφάνταστη δολοπλοκία της αδελφής του Μαυρουδή, «Ο Πραματευτής» (CD 9ο, αρ. 6), με κεντρικό θέμα την εν αγνοία αδελφοκτονία και τον αυτοχειριασμό στο τέλος του αδελφοκτόνου μόλις ανακαλύπτει την αλήθεια, «Η Ευδοκίτσα» (CD 7ο, αρ. 12), με το χαρακτηριστικό παραμυθιακό περιεχόμενο, και οι νεώτερες, επίσης σε μορφή ρίμας, «Μια φορά κι έναν καιρό» (CD 10ο, αρ. 18), για τον βασιλιά που αναζητούσε με στοίχημα άξιο διάδοχο, καθώς και «Η Ορφανή» (CD 10ο, αρ. 19), όπου μεταπλάθεται σε Στιχοπλακιά το γνωστό παραμυθιακό θέμα της «Σταχτοπούτας». Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και οι υπόλοιπες, με θέμα κυρίως τη σχέση μιας Λυερής με έναν Άγουρο/Νέο, και τιτλοφορούμενες σχετικά, «Η Λυερή» (CD 6ο, αρ. 10), «Άγουρος θρόνον κάθεται» (CD 7ο, αρ. 16), «Από το Μάρτη και να πα» (CD 6ο, αρ. 7, 11), «Μια λυερή καλάμιζε» / «Μια λυερή διχέριζε» (CD 6ο, αρ. 14, CD 7ο, αρ. 5, CD 9ο, αρ. 7, 16), «Η Απαρνημένη» (CD 7ο, αρ. 6), που παραπέμπει στο όμοιο θέμα της αρχαίας Ελληνιστικής Γραμματείας, η πολύ γνωστή «Έφυγεν ο καλός μου» (CD 6ο, αρ. 15, CD 7ο, αρ. 18, CD 8ο, αρ. 2, 3), και με τον ειδικό τίτλο «Η Αρμενοπούλα» (CD 10ο, αρ. 3), όπως και οι άλλες, «Δέκα φρεγάδες ήτανε» (CD 9ο, αρ. 4), «Η κυρα-Ρήνη του Κριτού» (CD 10ο, αρ. 4, 20), «Η μικρο-Κουμπάρα» (CD 9ο, αρ. 12), «Η Δάφνη» (CD 8ο, αρ. 7, CD 9ο, αρ. 13), και η ιδιόθεμη «Διώχτεις με μάνα διώχτεις με» (CD 9ο, αρ. 15). Τέλος, οι σχετικές με τον αφανισμό στη θάλασσα και με τους ειδικούς τίτλους «Το Ναυτόπουλο» (CD 10ο, αρ. 9), «Τρεις καλογέροι Κρητικοί» (CD 6ο, αρ. 6, 13), «Ο κυρ Βοριάς» (CD 10ο, αρ. 12). Με τον ίδιο τίτλο «Ο κυρ Βοριάς» (CD 8ο, αρ. 8) και η πεισματική άρνηση της Κόρης να απαρνηθεί το ναύτη-αγαπητικό.

Πέρα από τα Κείμενα, και με τη σχετικά μεγάλη θεματική τους ποικιλία, εκείνο που προέχει στην παρούσα Αρχειακή Συλλογή, ιδιαίτερα για τις Στιχοπλακιές, είναι το μέλος. Πολυάριθμα για την περίπτωση μέλη, διαφορετικά συχνά και για την ίδια Στιχοπλακιά, τα οποία έχουν καταγραφεί στη χρονική ακριβώς απόληξη μιας μεγάλης ζωντανής και πολύ διαδεδομένης επιχώριας παράδοσης. Μέλη όλα ομόλογα παντού προς το εκάστοτε αφηγηματικό περιεχόμενο, άλλα σε αργόρρυθμο, και με δραματικό ηχόχρωμα, και άλλα, αντίθετα, σε γοργόρρυθμο βηματισμό και ομοιότροπο συλλαβικό μελικό σχήμα (κυρίως οι νεώτερες Στιχοπλακιές σε φόρμα ρίμας). Πάνω απ’ όλα ωστόσο η καταγραφή της εκφοράς εδώ. Ανεπιτήδευτη, βιωματική, σε ύφος και ήθος λιτό, ήπιο, αυθεντικό. Με εντυπωσιακή απόδοση του εκάστοτε οικείου ηχοχρώματος και με όλα τα σχετικά εκφραστικά ποικίλματα (όμοια ακριβώς με εκείνα της παραδοσιακής ιστορικής εκφοράς του εκκλησιαστικού μέλους). Μέλη και ερμηνείες σε μια πραγματικά μνημειακή ιστορική κατάθεση (μάλιστα για είδος για το οποίο το ενδιαφέρον των καταγραφέων, παλαιών και νεώτερων, περιοριζόταν, και περιορίζεται, απλώς στα Κείμενα). Από το σύνολο αυτών που δημοσιεύονται εδώ υπάρχουν ορισμένες, οι οποίες μπορούν (και πρέπει) να χαρακτηρισθούν, ως μέλη και ως ερμηνείες, πραγματικά αριστουργήματα του είδους. Καταρχάς, οι τρεις πρώτες στο σύνολο Σώμα, κυρίως το «Έναν Τουρκίν τουρκόπουλο» και η Στιχοπλακιά του ΆηΓιώργη «Άη μου Γιώργη αφέντη μου» (CD 6ο, αρ. 1 και 2, Στεργούλα Χαζηγιακουμή-Ρόκκου, Πυλί, Χριστ. 1966) σε στιβαρή και λιτή απόδοση, με εντυπωσιακή τονική ακρίβεια και ουσιαστικό, ανεπιτήδευτο ήθος εκφοράς. Η λαμπρή σε ηχόχρωμα και ερμηνεία «Τρεις καλογέροι Κρητικοί» (CD 6ο, αρ. 13, Μαρία Παρζακώνη, Πυλί, Οκτ. 1967), στο ίδιο ανεπιτήδευτο ήθος εκφοράς, με τονική και εδώ ακρίβεια και ιδιαίτερη ηχητική διαύγεια. Η πολύ γνωστή και διαδεδομένη «Ένας κοντός κοντούτσικος» (CD 7ο, αρ. 17, Ζαφείρα Ζάρακα, Πυλί, Μάιος 1967), σε γοργόρρυθμη για την περίπτωση εκφορά και λιτό, ήπιο εκφραστικό ύφος. «Η Μαρουδιά» (το γνωστό «Γεφύρι της Άρτας», CD 8ο, αρ. 1, Σταύρος Σακελλάρης, Πυλί, Χριστ. 1966), στη συγκεκριμένη εκτέλεση (ανάμεσα σε άλλες καταγεγραμμένες εκδοχές με ποικίλους τίτλους και ονόματα). Και πάλι η Στιχοπλακιά του «Άη-Γιώργη» (CD 8ο, αρ. 10, Στέργος Χαζηνικολάου, Καρδάμενα, Σεπτ. 1968), για το αρχαιότροπο μελικό σχήμα (του ενός στίχου) με τη χαρακτηριστική υψηλή τονικά κατάληξη και την ιδιαίτερη εκφραστική αποτύπωση από τον συγκεκριμένο (81χρονο) αφηγητή. Η πολύ διαδεδομένη επίσης, και σε πολλαπλές καταγραφές εδώ, πασίγνωση «Σούσα», σε λαμπρή ασματική εκδοχή (CD 9ο, αρ. 5, Άννα Πλαγγέτη, Καρδάμενα, Χριστ. 1968), με τονική και ηχητική διαύγεια και βιωμένη αποφασιστικότητα από τη συγκεκριμένη ηδύφωνη (40χρονη) αφηγήτρια. «Ο Πραματευτής» (CD 9ο, αρ. 6, Άννα Πλαγγέτη, Καρδάμενα, Χριστ. 1968), σε μονόστιχο μελικό σχήμα και με σταθερό το σχετλιαστικό επιφώνημα «αχ» στην αρχή όλων σχεδόν των στίχων, ένα θρηνητικό αρχαιοπρεπές μέλος σε μια λαμπρή επίσης εκτέλεση από την ίδια (40χρονη) αφηγήτρια. Τέλος, «Η Καμάρα» (CD 9ο, αρ. 9, Αγγελικώ Σακέλλη, Αντιμάχεια, Οκτ. 1967), μελικό σχήμα διστίχου σε ιδιαίτερα και εδώ θρηνητικό και παλαιότροπο ηχόχρωμα, και σε ειδική υψίτονη και έντονα φορτισμένη βιωματική εκφορά.

Ειδικής σημασίας, ίσως και μεγαλύτερης ακόμη για την περίπτωση, πρέπει να θεωρηθούν όσες Στιχοπλακιές (και είναι πολλές) εκφωνούνται αποκλειστικά σε απαγγελτική/ραψωδική εκφορά. Μια παράδοση, παράλληλη της καθαυτό ασματικής/τραγουδιστικής, ιδιαίτερα ζωντανή και διαδεδομένη κατά τον χρόνο της ηχογράφησης. Το σπουδαιότερο στην περίπτωση είναι παντού ο τρόπος της εκφοράς. Με πολλά στοιχεία παραστατικής, σχεδόν θεατρικής, απόδοσης (όχι απλώς απομνημόνευσης του Κειμένου), και ταυτόχρονα με ζωηρή, ανεπιτήδευτη φυσικότητα. Είναι ακριβώς τα στοιχεία που μνημειώνουν την ηχογραφική καταγραφή, προσδίδοντας σ’ αυτήν τον χαρακτήρα ενός μοναδικού ιστορικού τεκμηρίου. Από τις πιο χαρακτηριστικές αυτές Στιχοπλακιές είναι καταρχάς μια μεγάλη ομάδα (9 τον αριθμό), πολύ γνωστές και διαδεδομένες, εκφωνούμενες όλες από την ίδια αφηγήτρια, συγκεκριμένα το «Ένα Τουρκίν τουρκόπουλο», η Στιχοπλακιά του «Άη-Γιώργη», «Της Ωριάς το Κάστρο», «Η Σούσα», «Κάτω στην κάτω γειτονιά», «Η Απαρνημένη», «Τα Εκατό Λόγια», «Μια λυερή καλάμιζε», και «Ο Μέρμηγκας» (CD 7ο, αρ. 1-9, Κοκκώνα Χαζηχαραλάμπους, Πυλί, Ιαν. 1965). Εκφορά παντού χειμαρρώδης, με ρυθμό και με μέτρο, παραστατικότητα, έντονη αφηγηματική χροιά, και με εντυπωσιακή ενεργή μνήμη, από τη συγκεκριμένη (72χρονη) αφηγήτρια (η οποία, κατά τη διαβεβαίωσή της, γνώριζε «60 Στιχοπλακιές»). Μνημειακή πράγματι και ιστορική καταγραφή του ραψωδικού τρόπου εκφοράς των ειδικών αυτών πολύστιχων, και εν πολλοίς δραματικών, αφηγημάτων. Στο ίδιο κλίμα, και το ίδιο ενδιαφέρουσες, και οι επόμενες, «Κάτω στον Άη-Γιάννη», «Τέσσερα αδέρφια ήτον» (CD 7ο, αρ. 13, 14, 80χρονη Κατέ Δρόσου, Πυλί, Μάιος 1967), «Ο Αρρωστάρης» (CD 8ο, αρ. 6, Παναγιώτα Καρούτσου, Πυλί, Χριστ. 1968), «Ο Άης-Γιάννης», η προηγούμενη και γνωστή «Κάτω στον Άη-Γιάννη», (CD 9ο, αρ. 8, 82χρονη Μαριγώ Ρούσου, Καρδάμενα, Χριστ. 1968) και η ειδική επίσης Στιχοπλακιά του «Άη-Γιώργη» (CD 9ο, αρ. 10, ιερομόναχος Λεόντιος από την Αντιμάχεια, καταγραφή Πόλη της Κω, Απρ. 1965), σε δυναμική, απαγγελτική εκφορά, με εκκλησιαστική επισημότητα και άκρα νοηματική και παραστατική εκφραστικότητα από τον (66χρονο) ιερομόναχο αφηγητή (με κτύπημα του καλογερικού μπαστουνιού στο έδαφος στο σημείο «μια κονταριάν τού έδωσε»). Παράλληλη ακόμη μια ομάδα με περισσότερο αστικό χαρακτήρα εδώ στην εκφορά (έχουν ηχογραφηθεί στην Πόλη της Κω), με την ίδια όμως παραστατικότητα και αφηγηματικότητα. Πρόκειται για μια σειρά Στιχοπλακιές (8 τον αριθμό) από μια και πάλι αφηγήτρια, ορισμένες σε μοναδική κατάθεση, «Ο Μαυρουδής» (Ι και ΙΙ), «Η κυρα-Ρήνη του Κριτού», «Η Κούρβα», «Λέει μου η καλοπεθερά», «Κάτω στα Ιεροσόλυμα» (το γνωστό «Γεφύρι της Άρτας»), «Όμορφος πού ’σαι αφέντη μου», «Ηπήα γω στης αγαπός» (CD 10ο, αρ. 1-2, 4-8, 10, Διονυσία Σαμαρά, Πόλη της Κω, Απρ. 1965), σε χειμαρρώδη, απρόσκοπτη απαγγελτική εκφορά και εδώ από την (75χρονη) ασυνήθιστη αφηγήτρια. Στην ίδια κατηγορία ξεχωρίζουν ακόμη δύο άλλες περισσότερο νεωτερικές, με παραμυθιακή υπόθεση και σε μορφή ρίμας, «Μια φορά κι έναν καιρό», «Η Ορφανή» (μετάπλαση σε Στιχοπλακιά της γνωστής Σταχτοπούτας, CD 10ο, αρ. 18, 19, Στεργούλα Διακογιάννη, Πόλη της Κω, Ιαν. 1965), με ύφος αποφασιστικό και διδακτικό, ομόλογο προς το περιεχόμενο και των δύο. Ως τελευταίες του σχετικού είδους πρέπει να αναφερθούν τρεις Στιχοπλακιές, «Η Σούσα», «Η μικρο-Κουμπάρα», «Η Δάφνη» (CD 9ο, αρ. 1113, Φιλίνα Κασιώτη, Κέφαλος, Αύγ. 1965), πραγματικό υπόδειγμα αρχαιότροπης απαγγελτικής εκφοράς από την μοναδική (90χρονη) αφηγήτρια, με την ιδιάζουσα ρυθμοτονική μουσικότητα του τοπικού ιδιώματος και την τόσο έντονη, οιονεί θεατρική, παραστατικότητα. Το ίδιο ενδιαφέρουσες και οι όμοιες «Τρεις αντρωμένοι πορπατούν», «Διώχτεις με μάνα διώχτεις με», «Πέρα στην πέρα γειτονιά», «Ο Κάουρας» (CD 9ο, αρ. 1417, Στεργούλα Παπασεβαστού, Κέφαλος, Αύγ. 1965), με τα ίδια κατά βάση στοιχεία (παρά την ελαφρά ασθματική εκφορά) από την (90χρονη επίσης) αφηγήτρια. Σ’ ένα χωριό απομονωμένο και περίκλειστο (κατά τα χρόνια της ηχογράφησης), στη δυτική εσχατιά της Κω, φαίνεται να σώζεται περισσότερο αυθεντική η παλαιά ραψωδική εκτελεστική παράδοση. Απαγγελτική εκφορά η οποία παραπέμπει, όπως και σε όλες σχετικά τις προηγούμενες, απευθείας στην αρχαία Ομηρική ραψωδική εκτέλεση (όπως έχει ήδη τονισθεί και ειπωθεί).

Οι Στιχοπλακιές, με τον ευρύτερα γνωστό όρο ως Παραλογές, είναι από τα πιο σημαντικά, και τα πιο ενδιαφέροντα, είδη του λαϊκού προφορικού λόγου. Ειδικότερα για την επιχώρια παράδοση της Κω ασφαλώς το σημαντικότερο. Δημιούργημα σύνθετο, με βαθειές ιστορικές ρίζες, αλλά και πολλές νεωτερικές αποτυπώσεις στην ανελικτική του πορεία, ποιητικό και αφηγηματικό, με ευρύ διδακτικό και κοινωνικό περιεχόμενο, εξαιρετικά οικείο και δημοφιλές και ως εμμελής/ασματική και ως απαγγελτική/ραψωδική εκφορά. Η αντοχή και η επιβίωσή του στο χρόνο, η διαρκής ανανέωση και ο εμπλουτισμός του, όπως και η μεγάλη θεματική του ποικιλία, καταδεικνύουν ακριβώς τον ιδιαίτερο κοινωνικό και ψυχαγωγικό του χαρακτήρα, καθώς μάλιστα ανταποκρίνεται στις ανάγκες, και στις απαιτήσεις, ενός μικρού, κλειστού ακροατηρίου (οικογενειακές και άλλες περιορισμένες, οικείες ανθρωποσυνάξεις). Από την άποψη αυτή, η ηχογραφική καταγραφή εδώ ενός τόσο πλούσιου και στην αυθεντική του διατύπωση υλικού (η καρδιά και οι πνεύμονες της παρούσας Αρχειακής Συλλογής) αποτελεί, πρέπει να τονισθεί εκνέου, ένα μοναδικό διαχρονικό ιστορικό τεκμήριο, εξαιρετικά πολύτιμο, όχι μόνο για τον επιχώριο αφηγηματικό και μουσικό πολιτισμό ενός μικρού τόπου, αλλά και για τον σύνολο εθνικό, ακόμη και υπερεθνικό, οικείο χώρο της λεγόμενης σήμερα εθνομουσικολογίας. Και ως τέτοιο πρέπει να ενταχθεί στην αντίστοιχη εθνική πολιτισμική παρακαταθήκη.

Ο ενδέκατος ψηφιακός δίσκος (CD 11o), με τον ειδικό και εδώ τίτλο «Άσματα αφηγηματικά - Ερωτόκριτος», περιλαμβάνει αποκλειστικά αφηγηματικά στιχουργήματα που τραγουδιούνται, δεν εκφωνούνται, με ένα βασικό θέμα ανάπτυξης, και ακόμη πρόσθετες εμμελείς εκδοχές του «Ερωτόκριτου». Θεματολογικά ένας δίσκος παραπλήσιος και ως συνέχεια, στην ουσία, των αμέσως προηγούμενων με τις Στιχοπλακιές. Τα τρία πρώτα από αυτά (αρ. 1-3) έχουν περίπου κοινό θεματικό πυρήνα, «Ο Μάρκος» ιστορικό αφήγημα με ήρωα τον Μάρκο στην προσπάθειά του να σκοτώσει τον Τούρκο Πασά, με αντίστροφο τελικά αποτέλεσμα, τον φόνο του ίδιου, το επόμενο «Κάτω στη Ρόδο στη Ροδοπούλα», στο οποίο μια Ρωμιοπούλα αρνείται να παντρευτεί πλούσιο Τούρκον άντρα, ενώ η μάνα της τον προξενεύει, και το τρίτο «Δάφνη και μηλιά μαλώνει», στο οποίο και πάλι Κόρη αποκρούει Τούρκο που θέλει να την πάρει γυναίκα του, ένα ασμάτιο ιδιαίτερης έντεχνης πλοκής και σε λαμπρή εκτέλεση (από την Γιασεμή Οικονόμου, από την οποία επίσης και το προηγούμενο, Πυλί, Χριστ. 1966). Ακολουθούν «Η Πέρδικα» και «Ο Καπετάνος» (αρ. 4-5), δύο εξαιρετικού ενδιαφέροντος σκοποί, σε ιδιαίτερη και εδώ εκφραστική, λιτή εκτέλεση (από τον 81χρονο Στέργο Χαζηνικολάου, Καρδάμενα, Σεπτ. 1968). Το ίδιο, το «Μια κόρη φαρμακώνεται» (αρ. 6) και, κυρίως, «Ο Βοσκός» (αρ. 7, Μαριγώ Χαζηαμάλλου, Καρδάμενα, Χριστ. 1967), σε δύο σύστοιχα μελωδικά σχήματα (που εκφωνούνται κατ’ αντιπαράσταση) και ρυθμό χορευτικό, καθώς και τα επόμενα, με κοινό θέμα και διαφορετικό τίτλο, «Η Φροσύνη» (αρ. 8) και «Η Ανδρονίκη» (αρ. 11), το φόνο από τον αδελφό της επαναστάτριας γυναίκας, η οποία κάθεται στον «καφενέ με τον αρμαστό», παραγγέλλοντας «καφέ και αργιλέ». Τη σχετική κατηγορία των τραγουδιών αυτών συμπληρώνουν «Η Αναστασιά» (αρ. 9), «Η Διονίτσα» (αρ. 10), και «Η Εβριοπούλα» (αρ. 12), και τα τρία σε ωραίες εκτελέσεις από ηδύφωνες αφηγήτριες (Ειρήνη Κολιανού, Κατίνα Κώστογλου, Πόλη της Κω, Ιαν. 1965). Τα αφηγηματικά αυτά άσματα συμπληρώνονται εδώ από έξι (6) εμμελείς εκδοχές του «Ερωτόκριτου» (αρ. 13-18), με τρεις από τη Σκηνή του Αποχωρισμού, και με κοινό τον σχετικό τίτλο «Τ’ άκουσες Αρετούσα μου», ενώ η πιο ενδιαφέρουσα, και ιδιαζόντως εκτενής (100 περίπου στίχοι), είναι μια άλλη, στην οποία συμφύρονται τα πιο δραματικά Επεισόδια του Έργου, η σύγκρουση με τους στρατιώτες του βασιλιά Ηράκλη, η πάλη με τον Άριστο, η συνάντηση και στιχομυθία με τον πατέρα της Αρετούσας, το αίτημα για την αποφυλάκισή της και, πρωθύστερα, η συζήτηση του Ερωτόκριτου με τον πατέρα του Πεζόστρατο να γίνει εκείνος προξενητής στον βασιλιά, και όλα αυτά σε μια δυναμική, ιδιαίτερα άνετη και ρέουσα εκτέλεση, στον γνωστό, οικείο σκοπό του «Ερωτόκριτου» (από τον 73χρονο Δαμιανό Κατσαρό, Καρδάμενα, Σεπτ. 1968). Χαρακτηριστικά δείγματα οπωσδήποτε όλα της μεγάλης αποδοχής και λαϊκότητας του Έργου και έξω ακόμη από τον φυσικό του χώρο την Κρήτη. Και εδώ ένας δίσκος μεστός, στο σύνολό του, από πρωτότυπες, ασυνήθιστες μελωδίες, σε πρωτότυπες επίσης και ασυνήθιστες αυθεντικές (ιστορικές) ηχογραφήσεις.

Ο δωδέκατος, και τελευταίος, ψηφιακός δίσκος (CD 12ο) περιλαμβάνει οργανικά-χορευτικά μέλη, τα οποία συνοδεύονται σχεδόν όλα από οικεία, στον ρυθμό και στο μέλος, αντίστοιχα τραγούδια (όργανα βιολί και λαούτο, βιολί Αντώνης Κουλιάς - λαούτο Μιχάλης Τσαμπουνιάρης - τραγούδι Μιχάλης Τσαμπουνιάρης, Χαριτωμένη Γιαλίζη, Πυλί, Μάιος 1967, ενιαία ηχογράφηση). Ένας δίσκος στον οποίο περιέχονται μερικοί από τους πιο γνωστούς χορευτικούς σκοπούς της τοπικής παράδοσης. Καταρχάς, τα «Βραδυάζει και παρακαλώ», «Γλυκοχαράζει η αυγή», και το ιδιαίτερα αγαπητό «Βγάρ’ τα τα μαύρα βγάρ’ τα» (αρ. 1-3, τραγούδι Μιχάλης Τσαμπουνιάρης, Χαριτωμένη Γιαλίζη). Ακολουθούν ο «Μπάρμπα-Θοδωρής» (αρ. 4, τίτλος από την επωδό-τσάκισμα «Μπάρμπα- Θοδωρή - γιατί μας κάνεις το βαρύ»), το χορευτικό του γάμου «Χορεύει η νύφη κι ο γαμπρός» (αρ. 5, από τη Χαριτωμένη Γιαλίζη, με ανάλογα γαμήλια δίστιχα), ενώ προστίθεται ένα σόλο-οργανικό (αρ. 6, Κρητική σούστα). Στη συνέχεια, ο μπάλλος «Έρημε ψεύτικε ντουνιά» (αρ. 7, τραγούδι Χαριτωμένη Γιαλίζη), το πασίγνωστο και δημοφιλές «Δυοσμαράκι» (αρ. 8, και εδώ ο τίτλος από τη σχετική επωδό-τσάκισμα), τέλος, ένα ακόμη σόλο-οργανικό (αρ. 9, Κρητική σούστα) και το ιδιαίτερα τοπικό και χορευτικό «Μελαχροινό» (αρ. 10, γαμήλια «Κώτικη» σούστα, τραγούδι Χαριτωμένη Γιαλίζη). Εντυπωσιακή, σε όλο το δίσκο, η εκτέλεση, η ζωντάνια, ο αυθορμητισμός, το κέφι. Ρυθμοί και χοροί κλασικοί στην επιχώρια παράδοση (Δωδεκανησιακή/Κώτικη σούστα, ακόμη, Κρητική σούστα, Μπάλλος, και άλλα). Ορισμένοι από τους πιο γνωστούς ρυθμούς και σκοπούς της Κω, ο «Μπάρμπα-Θοδωρής», το «Δυοσμαράκι», το «Μελαχροινό». Μοναδική ιστορική, στο σύνολό της, ηχογράφηση από αυθεντικούς, γνήσιους εκτελεστές στο βιολί και στο λαούτο (οι μόνοι της εποχής στο γενέθλιο Πυλί). Και επιπλέον, ένα ακόμη δείγμα ότι η ενόργανη όρχηση συνοδευόταν σταθερά από τραγούδι. Ήταν ακριβώς η συμμετοχή και ο συντονισμός που έδιναν τον τόνο στο γλέντι, στη χαρά, στη γιορτινή διάθεση. Από την άποψη αυτή, η συγκεκριμένη ηχογράφηση παραμένει επί της ουσίας και εδώ ένα ειδικό ιστορικό τεκμήριο.

Η καταγραφή των Κειμένων, στο σύνολο και των δώδεκα ψηφιακών δίσκων (CD 1ο-12ο), έγινε, στην προκειμένη περίπτωση, με ειδικό εκδοτικό σκεπτικό. Καταρχάς, δεν εφαρμόστηκε πουθενά η φωνητική γραφή με τα γνωστά ειδικά σύμβολα (πρακτική των παλαιοτέρων και πολλών νεωτέρων συλλογέων-καταγραφέων). Θεωρήθηκε περιττή και άσκοπη, εφόσον ο ηχογραφημένος εδώ ήχος αποδίδει στο ακέραιο την αυθεντική φυσική εκφορά. Η οποία μάλιστα, προκειμένου για την Κω, διαφοροποιείται έντονα από χωριό σε χωριό, με πιο χαρακτηριστικό το φωνητικό ιδίωμα της Κεφάλου (για το οποίο βλ. CD 9ο). Η φωνητική καταγραφή στην έκδοση εδώ χρησιμοποιείται μόνο (και αυτή με κανονικά τυπογραφικά στοιχεία) για την αποτύπωση κάποιων ειδικών λέξεων ή φωνημάτων, με βασικό στόχο την απόδοση του σχετικού ιδιωματικού ηχοχρώματος (κυρίως στην απαγγελτική εκφορά των Στιχοπλακιών). Η φωνητική καταγραφή με ειδικά σύμβολα υπήρξε γενικότερα μια κατ’ οικονομίαν παλαιότερη λύση, αναποτελεσματική ωστόσο, και για σήμερα, με τη δυνατότητα του ήχου, εντελώς παροχημένη. Η συνολική καταγραφή των Κειμένων ακολούθησε, και στην περίπτωση εδώ, μιαν ειδική μέθοδο. Σε μια πρώτη καταγραφή αποτυπώνονται τα κείμενα όπως αυτά αναδομούνται και αναλύονται κατά τη μελική τους πλοκή και διατύπωση, με όλα δηλαδή τα αρχικά επιφωνήματα (συνήθως σχετλιαστικά), τις επαναλήψεις, τις εσωτερικές αναδιπλώσεις, τα ένθετα τσακίσματα, τις επωδούς, με τρόπο που η όλη καταγραφή να εμφανίζει ταυτόχρονα την οικεία μουσική φόρμα. Επί της ουσίας, πρόκειται για το αντίστοιχο είδος μιας πανομοιότυπης έκδοσης (χειρογράφων ή άλλων διπλωματικών εγγράφων). Μετά από κάθε παρόμοια καταγραφή ακολουθεί σε κάθε περίπτωση, αποκαταστημένο στη φυσική του εκφορά, και το κανονικό ποιητικό Κείμενο (δίστιχα συνήθως ή τα οποιαδήποτε άλλα σχετικά κείμενα). Για να υπάρχει και η πρωτότυπη φυσική διατύπωση. Στα πολύστιχα αφηγήματα (όπως οι Στιχοπλακιές), στα οποία η μουσική φόρμα επαναλαμβάνεται αυτούσια ανά στίχο ή δίστιχο, καταγράφεται μόνο ένα αρχικό σχετικό δείγμα (κάποιων στίχων) και ακολουθεί στη συνέχεια πλήρης η πεζή καταγραφή. Το όλο εγχείρημα παραπέμπει, πρέπει να ειπωθεί, στον τρόπο έκδοσης των Αρχαίων Επιγραφών, όπου καταγράφεται αρχικά το κείμενο αυτούσιο στη γραφική του παράσταση και αμέσως έπειτα στη σύγχρονή του διατύπωση. Μια ανάλογη μέθοδος στη συγκεκριμένη έκδοση εδώ, η οποία συνδυάζει ταυτόχρονα την ακουστική ακρόαση/ανάγνωση με την αυτόνομη κανονική διατύπωση των Κειμένων (και η οποία προσιδιάζει περισσότερο σε μιαν Αρχειακή Συλλογή). Τα Κείμενα άλλωστε αυτά είναι η βάση για τη μουσική, κάθε φορά, επένδυση. Λόγος και Μέλος στην οικεία συμπλοκή και μόνο Λόγος για την πρωτότυπη οικεία πρόσληψη. Ο συνδυασμός αυτός είναι ακριβώς ό,τι χαρακτηρίζει εδώ τη συγκεκριμένη εκδοτική πρόταση.

Η αυθεντική δημοτική μουσική, η μουσική της Υπαίθρου, σε άμεση διάκριση από την Αστική, είναι κυρίως φωνητική, και μάλιστα μονωδιακή ως επί το πλείστον και σολιστική (παράλληλη ακριβώς προς την εκκλησιαστική). Η οργανική μουσική, εκτελούμενη στο νησιωτικό χώρο συνήθως από δύο όργανα (βιολί και λαούτο), ήταν προορισμένη για την επίσημη ομαδική διασκέδαση (γάμο, πανηγύρι, άλλη έκτακτη περίσταση), και αυτό επειδή ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για τον αναγκαίο χορό. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η κυρίαρχη εκφορά ήταν της ανθρώπινης φωνής. Όλοι τραγουδούσαν παντού, μόνοι ή και με άλλους. Στις εργασίες τους, στις διαδρομές τους (πεζοί ή στα υποζύγιά τους), στα καφενεία, στις βραδυνές τους συγκεντρώσεις (κυρίως του χειμώνα), σε κάθε άλλη στιγμή της ζωής τους. Η μονωδιακή αυτή σολιστική εκφορά είναι, επί της ουσίας, η ακραιφνής δημοτική παράδοση. Οι μεγάλες λαϊκές ορχήστρες, οι μεικτές πολυπρόσωπες χορωδίες, όπως προβάλλονται σήμερα ως οικεία αυθεντικά ακούσματα, είναι έξω από τη γνήσια δημοτική παράδοση. Είναι μιμήσεις και εκφράσεις μιας αστικής, και μάλιστα όχι καθαρά ελληνικής, παράδοσης. Περισσότερο παράδοση των αστικών περιοχών της Μικρασιατικής Ακτής (ειδικότερα της νεώτερης Τουρκικής Κεμαλικής, ούτε καν της παλαιότερης Οθωμανικής). Η αστική αυτή αντίληψη έχει επηρεάσει και τις επίσημες εθνικές ηχογραφήσεις (της Ακαδημίας Αθηνών, του Σίμωνα Καρά, και άλλων), οι οποίες είναι στοχευμένες, αποκλειστικά σχεδόν, στην καταγραφή της (επαγγελματικής) οργανικής μουσικής. Με αποτέλεσμα να έχει αποθησαυρισθεί περισσότερο η εξειδικευμένη οργανική (και ως ευκολότερη επιπλέον καταγραφή για έναν επισκέπτη-καταγραφέα), σε βάρος της ιστορικότερης και συλλογικότερης φωνητικής. Με τα δεδομένα αυτά, θα πρέπει να θεωρηθεί ιδιαίτερα σημαντικό το ότι στην παρούσα Αρχειακή Συλλογή δεν καταγράφεται μόνο ένα αυθεντικό ηχογραφημένο μουσικό Υλικό. Το σπουδαιότερο, αποθησαυρίζεται μια αυτούσια φωνητική μουσική παράδοση (CD 1ο-11ο), με μόνο ένα συμπληρωματικό οργανικό δείγμα (CD 12ο), όπου και σ’ αυτό παραμένει ισχυρό το συνοδευτικό τραγούδι. Και στην οποία συμπυκνώνονται διακόσοι (200) περίπου διαφορετικοί «σκοποί», όλοι σε φωνητική εκφορά, μια μοναδική περίπτωση στην καθόλου εθνική Βιβλιογραφία του είδους. Και από τους οποίους πλέον ελάχιστοι επιβιώνουν σήμερα στην τοπική παράδοση. Σκοποί οι οποίοι καταγράφουν τον βαθύτερο, καθόλου νεωτερικό και μεταλλαγμένο, χαρακτήρα της διαχρονικής αυθεντικής δημοτικής μουσικής παράδοσης. Μια ιστορική κατάθεση εδώ, ένα πραγματικό επί της ουσίας εθνικό Μνημείο και εθνικό Κειμήλιο.