Αρχική » Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής » Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα

Σώμα Πρώτο - Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα
(16ος – 20ός αι.) - A΄ και Β΄ μέρος

Είδος

Στην ιστορία της Εκκλησιαστικής μουσικής Oκτάηχα λέγονται τα μέλη εκείνα που είναι συνθεμένα και στους οκτώ ήχους (κατά τη φυσική, συνήθως, διαδοχή). Στην ουσία πρόκειται για συνθετικά σύνολα που αναπτύσσονται πλατύτερα σε σχετικά νεώτερα χρόνια (16ος αι. κ.εξ.). Τα Oκτάηχα είναι από τα ωραιότερα και σπουδαιότερα εκκλησιαστικά μέλη, ορισμένα από τα οποία μάλιστα πρέπει να θεωρούνται αριστουργήματα όχι μόνο της Εκκλησιαστικής, αλλά και της παγκόσμιας μουσικής φιλολογίας. Oι βασικότερες μορφές των οκτάηχων είναι τέσσερεις.

  1. Kατά την πρώτη, την περισσότερο συνηθισμένη, ένα παλαιότερο, προϋπάρχον μέλος σε κάποιον ήχο μελοποιείται κατά έναν νέο, οκτάηχο τρόπο. Δηλαδή μελοποιείται τμηματικά κατά τη φυσική διαδοχή και των οκτώ ήχων, συνήθως κάθε στίχος σε έναν ήχο, στο τέλος του οποίου προστίθεται παντού και ένα Κράτημα (κλασικό δείγμα το Θεοτόκε Παρθένε του Πέτρου Mπερεκέτη, το Pόδον το αμάραντον του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος, κ.ά.).
  2. Στη δεύτερη μορφή, η οκτάηχη μελοποίηση γίνεται κατά ζεύγη κυρίων και πλαγίων ήχων (πρώτος - πλάγιος του πρώτου, δεύτερος - πλάγιος του δευτέρου, κλπ.) και μάλιστα χωρίς την προσθήκη Κρατημάτων (κλασικό δείγμα εδώ το λαμπρό Δοξαστικό στην Kοίμηση της Θεοτόκου Θεαρχίω νεύματι).
  3. Mιά τρίτη μορφή, λιγότερο συνηθισμένη, είναι η περίπτωση δέσμης διαδοχικών στίχων (Πολυέλεοι, Aνοιξαντάρια), οι οποίοι, τονισμένοι σ’ έναν συγκεκριμένο ήχο, μελοποιούνται κάποια στιγμή καινότροπα, στη διαδρομή τους, και κατά τους οκτώ ήχους (ο παλαιός πολυέλεος Eξομολογείσθε τω Kυρίω ο λεγόμενος του «Kουκουμά» και ο νεώτερος του Πέτρου Eφεσίου).
  4. Tέλος, πρέπει να προστεθούν εδώ και τα χαρακτηριζόμενα ως οκτάηχα συστήματα. Πρόκειται στην ουσία για ένα και μόνο κείμενο, το οποίο επαναλαμβάνεται μελοποιημένο διαδοχικά και στους οκτώ ήχους, κατά τρόπο που αποτελεί πάντοτε ένα σταθερό Σύστημα με την κωδική ένδειξη «κατ’ ήχον» (Kεκραγάρια κατ’ ήχον, Πασαπνοάρια κατ’ ήχον, Xερουβικά κατ’ ήχον, Kοινωνικά κατ’ ήχον, κλπ.). H τελευταία αυτή περίπτωση είναι ουσιαστικά ανεξάντλητη στην καθόλου εκκλησιαστική μελοποιία. Όχι μόνο γιατί η οκταηχία αποτελεί παντού τη βάση της μουσικής αυτής, αλλά και γιατί όλοι σχεδόν οι κατά καιρούς εκκλησιαστικοί συνθέτες έχουν μελοποιήσει κατά ίδιον τρόπο πάμπολλα από τα συστήματα αυτά.

Περιεχόμενα Α' Μέρους

Τα «Oκτάηχα Μέλη και Συστήματα», ως Σώμα Πρώτο της μεγάλης εκδοτικής Σειράς «Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής», περιλαμβάνουν στην εκδεδομένη τους μορφή 22 ψηφιακούς Δίσκους (CD), οι οποίοι χωρίζονται, για πρακτικούς λόγους, σε δύο μέρη: Μέρος Α΄ CD 1o-11o (αυτόνομα, τόμ. Ι-VI, και ενιαίο Σώμα) και Μέρος Β΄ CD 12o-22o (επίσης αυτόνομα, τόμ. VII-XII, και ως ενιαίο Σώμα).

Το Α΄ Μέρος (και ολόκληρη η Σειρά), εγκαινιάζονται με δύο ανεξάρτητα οκτάηχα μέλη, την άγνωστη (και ανέκδοτη) Τιμιωτέρα του Κωνσταντίνου του εξ Αγχιάλου (CD 1o, διάρκεια 46΄.34΄΄, ηχογράφηση Μάιος 1993) και την επίσης άγνωστη (στη μεταγραφή του Πέτρου Εφεσίου) Τιμιωτέρα του Δαμιανού του Βατοπεδινού (CD 2o, διάρκεια 48΄.42΄΄, ηχογράφηση Απρίλιος 1993). Και τα δύο αυτά μέλη (τέλος του 16ου αι. το πρώτο, με σωζόμενο μάλιστα το Αυτόγραφο, τέλος του 17ου το δεύτερο) έχουν ιδιάζουσα και ξεχωριστή θέση μέσα στην ιστορία της καθόλου εκκλησιαστικής σύνθεσης. Καταρχήν, πρόκειται για ιστορικά μέλη με άμεση μεταξύ τους γενεσιουργή σχέση, έντεχνα κυρίως και πρωτότυπα, και στα οποία η μεγάλη αυτή μουσική τέχνη, χωρίς να αποκόπτεται από τις βαθύτερες συλλογικές της ρίζες, αναδεικνύεται εδώ σε απόλυτα υψηλή και προσωπική καλλιτεχνική δημιουργία. Παράλληλα, και τα δύο εκφράζουν δυναμικά νέες προσεγγίσεις της παράδοσης, με περισσότερο κλασικά εκφραστικά στοιχεία στο πρώτο και νεωτερικά στο δεύτερο. Ιδιαίτερα πρέπει να τονισθεί εδώ και η συγκυρία της ερμηνείας. Και τις δύο Τιμιωτέρες εκτελεί ομάδα Αγιορειτών ψαλτών, Αντίπας, Αμφιλόχιος, Φιλόθεος, Ιωσήφ (από τους πιο σημαντικούς της νεώτερης γενιάς), οι οποίοι όχι μόνο τηρούν όλα τα δεδομένα της ιστορικής ερμηνείας, αλλά επενδύουν στα μέλη και λαμπρά στοιχεία του Αθωνικού χώρου: το ήθος, το ύφος, την πίστη και το χαρμόσυνο βάθος της αυθεντικής εκκλησιαστικής ψαλμωδίας, σε συνάρτηση με την στιβαρότητα και την ταπεινοφροσύνη της ταυτόφωνης συλλογικής έκφρασης. Έτσι, με τις δύο αυτές Τιμιωτέρες δεν δημοσιοποιούνται εδώ απλώς δύο άγνωστα και ξεχασμένα ιστορικά εκκλησιαστικά μέλη, αλλά, το σπουδαιότερο, γίνονται γνωστά με τον τρόπο της μεγάλης ερμηνευτικής Αγιορειτικής παράδοσης, όπως επιβιώνει σήμερα, ακόμη και εκεί, σε μικρές μόνο μεμονωμένες εστίες.

Tο επόμενο τρίτο δημοσιευόμενο οκτάηχο μέλος (CD 3o και 4ο) είναι το γνωστό Θεοτόκε Παρθένε του Πέτρου Mπερεκέτη (ακμή περ. 1680-1710/ 1715). Πρόκειται για ένα από τα σπουδαιότερα μέλη στην ιστορία της Eκκλησιαστικής μουσικής, όχι μόνο γιατί αποτελεί σύνθεση υψηλής έμπνευσης, αλλά και γιατί είναι μέλος με αδιάκοπη, ως τις ημέρες μας, ζωντανή λειτουργική χρήση (και με καθολική ψαλτική αποδοχή). Kαι επιπλέον, γιατί εξακολουθεί να παραμένει, μέσα σε μια τόσο μακραίωνη προφορική ερμηνευτική παράδοση, αυθεντικό και αναλλοίωτο. Στην παρούσα έκδοση, σε μια σπανιότατη και ανεπανάληπτη συγκυρία, το μέλος ψάλλουν ο Άρχων πρωτοψάλτης του Oικουμενικού Πατριαρχείου Θρασύβουλος Στανίτσας (1910-1987), κατά τη δημοσίευση του Γεωργίου Πρωγάκη (CD 3o, διάρκεια 40΄.00΄΄, ηχογράφηση 1980) και ο πρωτοψάλτης του Πρωτάτου Aγ. Όρους πατήρ Διονύσιος Φιρφιρής (1912-1990), κατά τη δημοσίευση του Aγιορείτη μοναχού Nεκταρίου (CD 4ο, διάρκεια 44΄.04΄΄, ηχογράφηση 1989). Aπό τις εκτελέσεις αυτές, η μεν πρώτη καταγράφει τη μεγάλη έντεχνη Kωνσταντινουπολίτικη παράδοση του μέλους και η δεύτερη την περισσότερο «λαϊκή», αλλά και περισσότερο λειτουργική του Aγ. Όρους. Mε τις ερμηνείες αυτές του Θρασύβουλου Στανίτσα και του πατρός Διονυσίου Φιρφιρή κλείνει σήμερα οριστικά ο μεγάλος ιστορικός ερμηνευτικός κύκλος του Θεοτόκε Παρθένε. Εδώ πρέπει να τονισθούν και τα σχετικά φιλολογικά σχόλια που αναφέρονται στο μέλος: τα ιστορικά τεκμήρια, η ανάλυση της σύνθεσης (δομή, πλοκή, ρυθμός, ύφος), η πλούσια χειρόγραφη, μεταγραφική και έντυπη παράδοση, οι τυχόν συντμήσεις και απομιμήσεις του, η σύγχρονη ηχογραφική παραγωγή, και, τέλος, η αποτίμηση τόσο της ερμηνείας του Στανίτσα, κατ’ επέκταση της μεγάλης έντεχνης Kωνσταντινουπολίτικης παράδοσης, όσο και του πατρός Διονυσίου, δηλαδή της περισσότερο λειτουργικής και αρκετά διαφορετικής Aγιορείτικης.

Tο τέταρτο δημοσιευόμενο οκτάηχο είναι το εντελώς άγνωστο (και ανέκδοτο επίσης) Ψάλλοντές σου τον τόκον (ΚΓ΄ Oίκος του Ακαθίστου Ύμνου), από τα πιο σπουδαία έργα και αυτό του Πέτρου Μπερεκέτη και όλης, γενικά, της εκκλησιαστικής μουσικής δημιουργίας και σύνθεσης (CD 5o, διάρκεια 65΄.04΄΄, και CD 6ο, διάρκεια 72΄.41΄΄, ηχογράφηση Φεβρουάριος 1997). Στην ουσία, πρόκειται για μιά μεγάλη φωνητική συμφωνία, μοναδική στον χώρο της παγκόσμιας μουσικής φιλολογίας. Έργο πρωτότυπο και ριζοσπαστικό σε όλα τα επίπεδα, αποτελεί ταυτόχρονα μείζον και κορυφαίο επίτευγμα της αυτόχθονης νεοελληνικής νεωτερικότητας. Διακρίνεται για την πρωτοτυπία στη φόρμα (δύο ισόχρονα περίπου μέρη, Μέρος Α΄ = ηχ α΄ - ηχ δ΄ με κράτημα και Μέρος Β΄ = ηχ πλ α΄ - ηχ πλ δ΄ επίσης με κράτημα), για την ασυνήθιστη διάρκεια (2 ώρες και 18 λεπτά) και για τη μεγάλη φωνητική του έκταση (κινείται στο σύστημα του δις διαπασών, το οποίο και υπερβαίνει). Κυρίως όμως πρόκειται για έργο με λαμπρή αριστοτεχνική σύνθεση, μοναδική πλοκή και κίνηση, πλούσιες και ηδύτατες μελωδικές φράσεις (οι «ευφραδέστερες εκ των απάντων αυτού πονημάτων» [του Μπερεκέτη]), και με ύφος παντού υμνητικό, δοξαστικό και χαρμόσυνο (όπως ακριβώς απαιτεί η έννοια του εξαιρετικού αυτού ποιητικού κειμένου). Από την άποψη αυτή, δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο οκτάηχος αυτός Oίκος του Μπερεκέτη χαρακτηρίζεται συχνά στα χειρόγραφα ως «έντεχνος και ηδύτατος». Το έργο ερμηνεύουν εδώ οι Αγιορείτες μοναχοί Αντίπας και Αμφιλόχιος. Η εκτέλεση του οκτάηχου αυτού μαθήματος παραμένει, στην πράξη, ένας ερμηνευτικός άθλος. Όχι μόνο γιατί γίνεται θετική υπέρβαση όλων των τεχνικών δυσκολιών (διάρκεια, πολυτροπία, μεγάλη φωνητική έκταση), αλλά και γιατί, επί της ουσίας, επιχειρείται μια ερμηνευτική κατάθεση εξαιρετικά σημαντική. O τονισμός, η εκφορά, ο ηχηρός έγχρονος ρυθμός, η δημιουργική ενσωμάτωση (κατά την εκτέλεση και την ανάλυση των γραμμών) πολλών στοιχείων από την προφορική παράδοση του Όρους, ακόμη το λιτό και στιβαρό ύφος, το ήθος και η βιωμένη πνευματικότητα, όπως επίσης η συνακόλουθη υψιπετής και δοξαστική έξαρση, όλα δίνουν στην πρώτη αυτή ερμηνεία μοναδική ουσιαστική υπόσταση και διάρκεια.

Το πέμπτο οκτάηχο μέλος της Σειράς (CD 7ο διάρκεια 60΄.04΄΄ και CD 8ο διάρκεια 70΄.24΄΄, ηχογράφηση 2001/2002) είναι το επίσης άγνωστο (και ανέκδοτο) Χερουβικό Oι τα Χερουβείμ το «ψαλλόμενον και εις τους οκτώ ήχους» του Πέτρου Μπερεκέτη, ένα από τα πιο ιδιότυπα μέλη στην ιστορία της Εκκλησιαστικής μουσικής. Πρόκειται για σύνθεση, η οποία εκτελείται και στους οκτώ ήχους με τους ίδιους μουσικούς χαρακτήρες (στην ουσία στους έξι, εφόσον οι ήχοι α΄ και πλ α΄, β΄ και πλ β΄ συμπίπτουν κατά τη μεταγραφή). Μια τέτοια σύνθεση, μοναδική ασφαλώς και στη γενικότερη ιστορία της μουσικής, δεν δείχνει μόνο τη δεινότητα (και ευρηματικότητα) ενός ριζοσπαστικού εκκλησιαστικού συνθέτη, όπως ο Μπερεκέτης, αλλά, παράλληλα, και τις πολυμερείς δυνατότητες της μεγάλης αυτής μελοποιητικής τέχνης. Ένα άλλο σπουδαίο στοιχείο, περισσότερο φιλολογικό αυτό, που αναφέρεται στο Χερουβικό, είναι ότι σώζεται, παράλληλα με τη μεταγραφή, και το παλαιό πρωτότυπο μέλος από το οποίο έγινε (και το οποίο καταγράφεται από τον ίδιο τον Χουρμούζιο). Πρόκειται για το μοναδικό, μέχρι στιγμής, παρόμοιο τεκμήριο σ’ ολόκληρη την ιστορία των μεταγραφών και των εξηγήσεων, και, από την άποψη αυτή, η συμβολή του στη διερεύνηση της μεταγραφικής κλείδας των εκκλησιαστικών μελών πρέπει να θεωρηθεί θεμελιώδης. Επί της ουσίας, το μέλος, παρά τη δέσμευση της ταυτόχρονης εκφοράς και στους οκτώ ήχους, παρουσιάζεται πλούσιο, με ήπια και κλασική μελωδική καμπύλη, επίσης με εξαιρετικά δεξιοτεχνική πλοκή και σύνθεση. Μέσα στα πλαίσια αυτά κινείται και η ερμηνεία από τον πρωτοψάλτη Δημήτριο Νεραντζή: μεστή, έντεχνη και λιτή· και προκειμένου για ένα άγνωστο, και «νεκρό» μέλος, με τα αναγκαία δεδομένα, όσο γίνεται, της αυθεντικής ιστορικής ερμηνείας.

Tο δημοσιευμένο έκτο μέλος (CD 9o, διάρκεια 29΄.00΄΄ + 14΄.50΄΄, ηχογράφηση 1985/1988) είναι το οκτάηχο Δοξαστικό στην Κοίμηση της Θεοτόκου Θεαρχίω νεύματι του Ιακώβου πρωτοψάλτου (ακμή περ. 1760- 1800). Πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα μέλη στην ιστορία της Oρθόδοξης εκκλησιαστικής ψαλμωδίας, και μάλιστα, στην ειδική αυτή οκτάηχη μορφή (κατά το ζεύγμα των κυρίων και πλαγίων ήχων), το αρχαιότερο. Αργό, αριστουργηματικό στιχηραρικό μέλος, το οποίο, με τον «καλλωπισμό» και την συντετμημένη επεξεργασία του Ιακώβου έχει προεκτείνει τη ζωντανή ψαλτική του παρουσία ως τις ημέρες μας. Το οκτάηχο αυτό μέλος του Ιακώβου αποτελεί επίσης, με τη σειρά του, ένα αριστούργημα μέσα στο σύνολο εκκλησιαστικό ρεπερτόριο. Δομή, ρυθμός, ύφος, ακόμη εικονοποιία, μουσικός τονισμός, πλοκή των ήχων, μετατροπίες, γενικότερα ο σύνολος χαρακτήρας και η συνθετική υφή, όλα διαφοροποιούν το Δοξαστικό αυτό οκτάηχο μάθημα μέσα στην καθόλου ιστορία της εκκλησιαστικής σύνθεσης και ψαλμωδίας. Ωστόσο, ό,τι προέχει και εδώ, περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση, είναι κυρίως η λαμπρή και ανεπανάληπτη ερμηνεία του πατρός Διονυσίου Φιρφιρή (1912 -1990). Με τη μακρά ψαλτική του διακονία στο Άγιον Όρος (όπου το έψαλλε επί 60 ολόκληρα χρόνια, όπως ο ίδιος έλεγε) αποτυπώνει (και διασώζει) στην παρούσα ιστορική ηχογράφηση την πεμπτουσία της προφορικής ερμηνευτικής παράδοσης, και μάλιστα με όλα εκείνα τα στοιχεία που προσιδιάζουν στο ειδικό περιβάλλον του Αθωνικού χώρου. Ταυτόχρονα, συνυπάρχουν σ’ αυτήν και όλα τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του προσωπικού ερμηνευτικού ιδιώματος του πατρός Διονυσίου: η βιωμένη βαθειά πνευματικότητα, η απαράμιλλη εκφραστική δύναμη, η ιδιαίτερη ψυχική έξαρση και ανάταση. Με τον πατέρα Διονύσιο και την παρούσα, σε μια σπάνια συγκυρία, ηχογράφηση κλείνει οριστικά ο ιστορικός κύκλος, στην συγκεκριμένη αυτή ερμηνευτική εκδοχή, του Θεαρχίω νεύματι. Το ηχογράφημα συνοδεύουν στην έκδοση και όλα τα αναγκαία φιλολογικά δεδομένα: τα ιστορικά τεκμήρια, η παρουσίαση του ποιητικού κειμένου, η ανάλυση του μέλους, τέλος η αποτίμηση και η σημασία της αριστουργηματικής αυτής ερμηνείας, η οποία, πρέπει να σημειωθεί, παραπέμπει (εκτός των άλλων) και σε παλαιά, εξαιρετικά ενδιαφέροντα πρότυπα.

Τα τελευταία περιεχόμενα μέλη στο Α΄ Μέρος των «Oκτάηχων Μελών και Συστημάτων» είναι τα Κεκραγάρια του Ιακώβου πρωτοψάλτου (CD 10o, διάρκεια 54΄.17΄΄, ηχογράφηση Μάιος 2002) και τα Πασαπνοάρια των Αίνων του ίδιου (CD 11o, διάρκεια 39΄.53΄΄, ηχογράφηση Ιούλιος 1992), και τα δύο πολύ γνωστά στην ιστορία της νεώτερης εκκλησιαστικής μουσικής, με μεγάλη έντυπη και ψαλτική παράδοση και ευρύτατη επιβολή στη λειτουργική πράξη. Στην ουσία, πρόκειται για Συστήματα μελών (με όμοιο κείμενο και στους οκτώ ήχους), ορισμένα από τα οποία εξακολουθούν να ψάλλονται όχι μόνο στο Oικουμενικό Πατριαρχείο και στο Άγιον Όρος, σε χώρους δηλαδή με σταθερή προσήλωση στο ιστορικό υλικό, αλλά και από πολλούς σύγχρονους επιχώριους ψάλτες. Η επιβολή αυτή δικαιώνεται από το αργοσύντομο και πεποικιλμένο μέλος τους και, κυρίως, από το αρχαιοπρεπές και ιδιάζον εκκλησιαστικό τους ύφος. Στην ουσία, πρόκειται για Συστήματα «συντετμημένα εκ των παλαιών μετά καλλωπισμού» (όπως σημειώνεται στα χειρόγραφα και στις πρώτες έντυπες δημοσιεύσεις). Συγκεκριμένα, όπως έχει αποδείξει η έρευνα και η σχετική σύγκριση, τα μεν Κεκραγάρια είναι τα παλαιά, και «μέγιστα», τα αποδιδόμενα στον Ιωάννη τον Δαμασκηνό (8ος αι.), ενώ τα Πασαπνοάρια τα νεώτερα και συντομότερα του Χρυσάφη του νέου (ακμή 1650-1685). Με τον «καλλωπισμό» και τη συντόμευση του Ιακώβου τα μέλη αυτά μπόρεσαν έτσι να επιβιώσουν, στην λειτουργική πράξη ως τις ημέρες μας. Ωστόσο, ό,τι προέχει και εδώ, είναι η ερμηνεία από τον Άρχοντα λαμπαδάριο του Oικουμενικού Πατριαρχείου Βασίλειο Εμμανουηλίδη, και στην οποία συμπυκνώνεται η μεγάλη Πατριαρχική παράδοση κορυφαίων ψαλτών και δασκάλων, επίσης η μακρόχρονη από τον ίδιο ζώσα ψαλτική εμπειρία στον Πατριαρχικό ναό (1979-1996), ενώ αναδύεται σ’ αυτήν, ταυτόχρονα, κυρίαρχη η έντεχνη και ενδοστρεφής κατάνυξη ενός σύγχρονου Ρωμιού ψάλτη της Πόλης.

Περιεχόμενα Β' Μέρους

Τα πρώτα μέλη του Β΄ Μέρους των Οκτάηχων Μελών και Συστημάτων (CD 12o-22o) είναι το γνωστό Ρόδον το Αμάραντον του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος και το όμοιο του Νικολάου πρωτοψάλτου Σμύρνης (CD 12o, διάρκεια 36΄.04΄ + 30΄.32΄΄, ηχογράφηση Ιούνιος/Νοέμβριος 1993) και τα κατ’ ήχον Αντίφωνα του Μανουήλ πρωτοψάλτου στην άγνωστη μεταγραφή του Πέτρου Εφεσίου (CD 13o, διάρκεια 65΄.10΄΄, ηχογράφηση Μάιος 1993). Το Ρόδον το Αμάραντον του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος (περ. 1770-1840) είναι, ως προς τη φόρμα, ένα οκτάηχο μέλος που στοιχείται πρακτικά στον ανάλογο οκτάηχο τύπο του Θεοτόκε Παρθένε του Πέτρου Μπερεκέτη. Ωστόσο, επί της ουσίας είναι ένα πρωτότυπο και νεότροπο μέλος, με νεωτερικές θέσεις και νεωτερικό ύφος, το οποίο αποκλίνει περισσότερο προς ένα είδος αστικότροπης μουσικής, όπως άλλωστε και πολλά άλλα μέλη της ίδιας εποχής (αρχές 19ου αι.). Το όμοιο Ρόδον το Αμάραντον του Νικολάου πρωτοψάλτου Σμύρνης (περ. 1790-1887) είναι, στην πράξη, επανάληψη σχεδόν και μίμηση του οκτάηχου μαθήματος του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος, με πυκνότερη ωστόσο μελωδική γραφή και με απόκλιση προς ένα επιχωριάζον ηδυπαθές ύφος. Και τα δύο αυτά εξω-λειτουργικά μέλη είναι χαρακτηριστικά των νέων αντιλήψεων και τάσεων που άρχισαν ήδη να παρουσιάζονται κατά τη δεύτερη μεγάλη περίοδο ακμής (1770-1820) στην ιστορία της νεώτερης Εκκλησιαστικής μουσικής και που εμπεδώθηκαν οριστικά στον 19ο αιώνα. Αντίθετα, τα Αντίφωνα του Μανουήλ πρωτοψάλτου (ακμή περ. 1780-1819) είναι μέλη ακραιφνώς εκκλησιαστικά, αρχαιότροπα, με κλασικό και επίσημο (πατριαρχικό) ύφος, ενώ εντάσσονται, παράλληλα, σε άλλον μορφολογικό τύπο (στα Oκτάηχα Συστήματα). Το οκτάηχο αυτό Σύστημα των Αντιφώνων του Μανουήλ (άγνωστο σχεδόν και σπάνιο στην ιστορία της Εκκλησιαστικής μουσικής) συγκροτείται από πολλά επιμέρους σύντομα, συλλαβικά μέλη, εξαιρετικά εύρυθμα και ηδύφωνα. Στην παρούσα μάλιστα έκδοση η εκτέλεση των Αντιφώνων πραγματοποιείται από την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αναλυτική και πεποικιλμένη μεταγραφή του Πέτρου Εφεσίου (από την έντυπη, και επίσης άγνωστη, «Ανθολογία» του ίδιου, Βουκουρέστι 1830). Τα μέλη όλα ψάλλει εδώ ο πρωτοψάλτης Καβάλας Ματθαίος Τσαμκιράνης (2006). Η ερμηνεία του ηχεί παντού μεστή, μελισματική, πλουσιότροπη και, ταυτόχρονα, λιτή, στιβαρή και απέριττη. Ειδικά στα Ρόδον αποδίδεται λαμπρά ο εξω-λειτουργικός χαρακτήρας και το ιδιάζον, αστικότροπο ύφος των μελών, ενώ στα Αντίφωνα κυριαρχεί, αντίθετα, έγχρονος και αρχαιοπρεπής ο αυθεντικός εκκλησιαστικός ήχος και ρυθμός. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις πρόκειται για μέλη άγνωστα σχεδόν, εξαιρετικά ενδιαφέροντα από συνθετική άποψη, και με ιδιάζουσα σημασία στην όλη ιστορία της νεώτερης Εκκλησιαστικής μουσικής.

Το επόμενο (CD 14ο, διάρκεια 44΄.24΄΄, ηχογράφηση Μάιος 1993) είναι ένα σπανιότατο και πρωτότυπο μέλος: ο οκτάηχος Πολυέλεος Εξομολογείσθε τω Κυρίω του, άγνωστου ως συνθέτη, Πέτρου Εφεσίου (ακμή περ. 1810-1840). Πρόκειται για μέλος το οποίο έχει ως μακρυνό πρότυπο τον μοναδικό όμοιο και ομώνυμο Πολυέλεο της καθαυτό Βυζαντινής περιόδου τον λεγόμενο του «Κουκουμά». Πέρα από την πρωτότυπη οκτάηχη φόρμα, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, στον Πολυέλεο του Πέτρου Εφεσίου, ο ιδιαίτερα νεωτερικός και αστικότροπος χαρακτήρας του, ο οποίος απηχεί, αντίστοιχα, μιαν εξω-πατριαρχική παράδοση της ευρύτερης οθωμανικής και αστικότροπης Κωνσταντινούπολης των αρχών του 19ου αι. Ωστόσο, ό,τι προέχει και στην παρούσα ηχογράφηση είναι η εκτέλεση του Ματθαίου Τσαμκιράνη. Δεν είναι μόνο, σ’ αυτήν, η σθεναρή και στιβαρή ηδυφωνία, αλλά, κυρίως, η διεισδυτική και φυσική απόδοση του ύφους και του χαρακτήρα του Πολυελέου, πάνω απ’ όλα ο σύνολος ερμηνευτικός οίστρος και η μέθεξη. Η ερμηνεία αυτή του Ματθαίου Τσαμκιράνη είναι από τις ωραιότερες, και εκφραστικότερες, στη σύνολη φιλολογική Σειρά των «Μνημείων», αλλά και, γενικότερα, στην όλη σύγχρονη εκκλησιαστική μουσική δισκογραφία και ερμηνευτική πρακτική. Με τον οκτάηχο Πολυέλεο του Πέτρου Εφεσίου εμπλουτίζεται αποφασιστικά η γνώση μας για την υψηλή ποιότητα, την καλλιτεχνική υπόσταση και την ευρύτερη ιστορική και κοινωνική αντήχηση του νεώτερου εκκλησιαστικού και θρησκευτικού μέλους.

Τα επόμενα (CD 15o και 16ο, διάρκεια 75΄.32΄΄ και 76΄.14΄΄, ηχογράφηση Οκτώβριος/Δεκέμβριος 2006) είναι, αντίθετα, τα γνωστά Χερουβικά των Κυριακών του πρωτοψάλτου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Κωνσταντίνου (1777-1862). Πρόκειται για μέλη αργά, έντεχνα, αρχαιότροπα στο ύφος και στην έκφραση, έχουν συντεθεί κατά τα πρώτα χρόνια της πρωτοψαλτείας του Κωνσταντίνου (1821 κ.εξ.) και εξακολουθούν να ψάλλονται έκτοτε ευρύτερα και κυρίως, κατά παράδοση, στον Πατριαρχικό ναό. Παραμένουν από τα πιο αντιπροσωπευτικά ενεργά μέλη του είδους (του α΄ και δ΄ ήχου με γενικότερη αποδοχή). Ωστόσο, ό,τι προέχει στην παρούσα ηχογράφηση είναι η εκτέλεσή τους από τον Άρχοντα πρωτοψάλτη της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως και Επταλόφου Θεσσαλονίκης Γιώργο Κυρμελή. Στην εκτέλεση αυτή αποτυπώνεται εξαίρετα η έντεχνη προσωπική κατάθεση μιας ερμηνείας με πλούσια ιδιόσημα εκφραστικά και άλλα πρόσφορα στοιχεία (εκφορά χρόνου και ρυθμού, διαστηματική ακρίβεια, τονική σταθερότητα). Πάνω απ’ όλα, εξαίρεται, πέρα από την ιδιόσημη επίσης ηδυφωνία, η ακραιφνής καλλιτεχνική αντίληψη, η υψηλή ποιότητα και ο διάφανος πνευματικός στοχασμός στην σύνολη ερμηνεία των τόσο σπουδαίων αυτών αργών εκκλησιαστικών μελών.

Τα επόμενα (CD 17ο, διάρκεια 74΄.50΄΄, ηχογράφηση 2002/2004) είναι τα κατ’ ήχον Κοινωνικά των Κυριακών του επίσης πρωτοψάλτου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Ιωάννου (περ. 1800-1866). Πρόκειται για μέλη σύντομα στο είδος τους, νεωτερικά στην ουσία και εξαιρετικά έντεχνα, και τα οποία ψάλλονται επίσης, σταθερά από τα μέσα του 19ου αι. ως τις ημέρες μας, στον Πατριαρχικό ναό. Η αδιάλειπτη αυτή ψαλτική εκτέλεση από όλους του μεγάλους λαμπαδαρίους του Πατριαρχικού ναού έχει καταστήσει τα Κοινωνικά αυτά από τα πιο ενδιαφέροντα της σύγχρονης, και ζωντανής, ασματικής Πατριαρχικής παράδοσης. Από την άποψη αυτή, πρέπει να θεωρηθεί και εδώ εξαιρετικά σημαντικό ότι τα Κοινωνικά εκτελεί ο Άρχων λαμπαδάριος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Βασίλειος Εμμανουηλίδης, ο οποίος όχι μόνο τα έψαλλε επί δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια (1979-1996) στον Πατριαρχικό ναό, αλλά και τα διδάχθηκε προηγουμένως από τον μεγάλο επίσης Άρχοντα λαμπαδάριο και πρωτοψάλτη Θρασύβουλο Στανίτσα. Έτσι, η παρούσα εκτέλεση δεν καταγράφει μόνο την τόσο εκφραστική και ήπια ερμηνευτική ηδύτητα του Άρχοντα Εμμανουηλίδη, αλλά και τον επιβλητικό απόηχο της λαμπρής Πατριαρχικής ψαλμωδίας και κατάνυξης (μάλιστα σε μιά τόσο ειδική, και καίρια, λειτουργική στιγμή). Χρήσιμο και αυτό δίδαγμα για τον καθ’ ημάς Ελλαδικό χώρο, στον οποίο η εκτέλεση, γενικότερα, των Κοινωνικών έχει σχεδόν ακυρωθεί (για χάρη του εμβόλιμου, και άκαιρου, κηρυγματικού λόγου). Στην ηχογράφηση αυτή γίνεται φανερό, άλλη μια φορά, πόσο σημαντικό και αναντικατάστατο συστατικό παραμένει, στην καθόλου ερμηνεία των εκκλησιαστικών μελών, η ζωντανή προφορική παράδοση.

Τα επόμενα (CD 18ο και 19ο, διάρκεια 40΄.17΄΄και 38΄.42΄΄, ηχογράφηση Ιούνιος 2001) είναι τα γνωστά σύντομα Χερουβικά του Θεοδώρου Φωκαέως (1790-1851). Τα Χερουβικά αυτά, τα οποία γράφτηκαν ως «σύντομα της Εβδομάδος και των ελαχίστων εορτών» (κατά την ένδειξη της α΄ δημοσίευσης από τον ίδιο τον συνθέτη), έχουν μεγάλη έντυπη παράδοση και εξακολουθούν να ψάλλονται σταθερά ως τις ημέρες μας. Πρόκειται για μέλη με ιδιαίτερα ευσύνοπτο και μελισματικό χαρακτήρα, «εξωτερικά» στοιχεία στον πυρήνα τους (γι’ αυτό και αποκλείσθηκαν ενωρίς από τον ψαλτικό «Κανόνα» της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας) και, επιπλέον, με νεωτερικά και απλουστευμένα ρυθμικά και μελωδικά σχήματα. Σήμερα είναι από τα πιο διαδεδομένα και δημοφιλή στο είδος τους (ψάλλονται συχνά στον κυρίως Ελλαδικό χώρο, στο Άγιον Όρος, ακόμη, τώρα πια, και στον Πατριαρχικό ναό). Στην παρούσα ηχογραφημένη έκδοση τα Χερουβικά αυτά του Φωκαέα ψάλλει (όπως και τα επόμενα Κοινωνικά των Κυριακών του ίδιου) ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Oικουμενικού Πατριαρχείου πατήρ Γεώργιος Τσέτσης. Πρόκειται για ερμηνείες που στηρίζονται στην ανεπανάληπτη εμπειρία του Πατριαρχικού μουσικού βιώματος, στη βιωματική επίσης αίσθηση της ευρύτερης Κωνσταντινούπολης και, κυρίως, στην ισχυρή και έλλογη προσωπική αντίληψη και ιδιοσημία. Ιδίως εξαίρεται η εξατομικευμένη ερμηνευτική άποψη, χωρίς επιτηδεύσεις και διασταλτικούς, περιττούς υποκειμενισμούς. Και εδώ ένα κλασικό δείγμα (και υπόδειγμα) ερμηνείας των αργοσύντομων αυτών, και χρηστικών, παπαδικών μελών.

Τα επόμενα (CD 20ό και 21ο, διάρκεια 40΄.29΄΄και 43΄.55΄΄, ηχογράφηση Οκτώβριος 2002) είναι τα γνωστά επίσης Κοινωνικά των Κυριακών και πάλι του Θεοδώρου Φωκαέως (1790-1851). Στην πράξη, είναι συνέχεια των Χερουβικών του ίδιου. Τα Κοινωνικά των Κυριακών του Φωκαέα, όπως και τα Χερουβικά του, είναι μέλη αργοσύντομα, έντεχνα, μελισματικά, μέσα στο εκσυγχρονιστικό και νεωτερικό πνεύμα του α΄ μισού του 19ου αι. Τα μέλη αυτά θεωρούνται σήμερα κλασικά στο είδος τους, γι’ αυτό και ψάλλονται συχνά από πολλούς σύγχρονους ψάλτες. Από την άποψη αυτή, η συγκεκριμένη ηχογράφηση δεν προβάλλει μόνο παλαιά ιστορικά μέλη, αλλά ανταποκρίνεται ταυτόχρονα και στις φιλόμουσες προτιμήσεις ενός ευρύτερου ψαλτικού (και εκκλησιαστικού) σύγχρονου κοινού. Ωστόσο, το σπουδαιότερο είναι ότι τα Κοινωνικά (όπως και τα Χερουβικά) εκτελεί και εδώ ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Oικουμενικού Πατριαρχείου πατήρ Γεώργιος Τσέτσης, ο ηδύφωνος αυτός πατριαρχικός ιερωμένος (και ψάλτης). Oι εκτελέσεις αυτές αποτελούν και εδώ λαμπρά δείγματα έντεχνου, εξατομικευμένου τρόπου ερμηνείας, χωρίς επιτηδεύσεις και περιττούς υποκειμενισμούς, χωρίς δηλαδή αλλοίωση του βαθύτερου χαρακτήρα των εκκλησιαστικών αυτών μελών. Στοιχεία τα οποία κυριαρχούν σήμερα στον ιδιαίτερα εκκοσμικευμένο επιχώριο τρόπο ερμηνείας των αργών παπαδικών μελών (Κοινωνικών, Χερουβικών, και άλλων). Με τις λαμπρές αυτές ερμηνείες, από τις ωραιότερες της σύνολης Σειράς των «Μνημείων», όχι μόνο ενισχύεται ακόμη περισσότερο η ειδική γνώση του σπουδαίου αυτού μουσικού πολιτισμού, αλλά και προβάλλει, άλλη μια φορά, κυρίαρχη η μεγάλη συμβολή της Πατριαρχικής παράδοσης στην ερμηνεία των σύγχρονων εκκλησιαστικών μελών.

Τα τελευταία μέλη (CD 22ο, διάρκεια 75΄.26΄΄, ηχογράφηση Μάρτιος 1997) είναι αποκλειστικά σύγχρονες, και οκτάηχες, εκκλησιαστικές συνθέσεις του μητροπολίτη Νικοδήμου Βαλληνδρά (2008): τα Ανοιξαντάρια, το Μακάριος ανήρ και το Θεοτόκε Παρθένε της Αρτοκλασίας. Τα πρώτα είναι συνθεμένα κατά τη φυσική οκτάηχη σειρά, το δεύτερο κατά το αρχαιότροπο ζεύγμα κυρίων και πλαγίων ήχων, ενώ το τρίτο είναι ένα πλήρες κατ’ ήχον Σύστημα, κατά το οποίο το γνωστό θεοτοκίο - τροπάριο μελοποιείται και στους οκτώ ήχους. Πρόκειται για συνθέσεις πρωτότυπες μέσα στην καθόλου ιστορία της Εκκλησιαστικής μουσικής, αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες επί της ουσίας. Ευρηματικές και ευφάνταστες, εδράζονται όλες σε παραδοσιακό, αλλά και νεότροπο μουσικό υλικό, με ύφος πανηγυρικό και χαρμόσυνο, ρυθμόν επίσης στιβαρό και ρωμαλέο. Παρά την ισχυρή, νεωτερική σφραγίδα του δημιουργού τους, δατηρούν στο ακέραιο τον ιστορικό παραδοσιακό τους χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, είναι από τις ωραιότερες και τις πιο αντιπροσωπευτικές σύγχρονες εκκλησιαστικές συνθέσεις. Ωστόσο, το σημαντικότερο στην παρούσα ηχογράφηση είναι ότι τις συνθέσεις αυτές εκτελεί ο ίδιος ο μητροπολίτης Νικόδημος Βαλληνδράς (μάλιστα στην ηλικία των 82 χρόνων). Όχι μόνο γιατί πρόκειται για έναν από τους μεγάλους ψάλτες της παλαιότερης γενιάς, αλλά και γιατί, επιπλέον, καταγράφει την ερμηνευτική άποψη του ίδιου ως συνθέτη. Oι ερμηνείες όλες διακρίνονται για το υψιπετές και χαρίεν, τον στιβαρό ρυθμικό βηματισμό, επίσης για την ευστροφία, τον πλούτο των αποχρώσεων, την ασυνήθιστη επάρκεια και σιγουριά. Η συγκυρία αυτή συνθέτη και ερμηνευτή καθιστά τη συγκεκριμένη ηχογράφηση ένα σπάνιο ιστορικό και μουσικό τεκμήριο.

Η Ερμηνεία

Επί της ουσίας όλες οι προηγούμενες δημοσιευόμενες συνθέσεις είναι, στο σύνολό τους, εξαιρετικά έντεχνες, νεωτερικές, με πολλά συγκλίνοντα στοιχεία του οικείου ιστορικού και κοινωνικού χώρου (όπως σε κάθε ζωντανό και άξιο καλλιτέχνημα), και με τις οποίες η Oρθόδοξη εκκλησιαστική μουσική υπερβαίνει τον συγκεκριμένο λειτουργικό της στόχο και αναδεικνύεται σε μεγάλη και σπουδαία οικουμενική τέχνη. Έτσι, το παρόν Σώμα Πρώτο αξιολογείται καταρχήν, από άποψη περιεχομένου, για την σε βάθος ιστορική του δομή, τον μορφολογικό πλούτο, τις έντεχνες πολυώνυμες συνθέσεις, το νεωτερικό χαρακτήρα του υλικού του και το υπερ-εκκλησιαστικό, στην ουσία, καλλιτεχνικό του στίγμα. Με δυό λόγια, περιλαμβάνει κλασικά και μεγάλα αριστουργήματα όχι μόνο της Εκκλησιαστικής ψαλμωδίας και σύνθεσης, αλλά και της ευρύτερης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ωστόσο ό,τι προέχει είναι ο τρόπος ερμηνείας των Oκτάηχων αυτών μελών. Η επιλογή των συγκεκριμένων ψαλτών για κάθε μέλος που εκτελείται δεν υπήρξε, σε καμιά περίπτωση, συγκυριακή και τυχαία. Από την πρώτη στιγμή κρίθηκε αυτονόητο τα μέλη αυτά (κυρίως αυτά) να εκτελέσουν ακραιφνείς παραδοσιακοί ψάλτες, οι οποίοι είχαν και εδώ, από παράδοση, γνώση του αναγκαίου τρόπου και του αναγκαίου ύφους που ήταν άκρως απαραίτητα για να αποδοθεί η ουσία και ο χαρακτήρας των μελών αυτών. Μάλιστα για όσα διατηρούνται ακόμη στη λειτουργική πράξη η αναγκαιότητα αυτή ήταν πολύ μεγαλύτερη. Έτσι, στο Σώμα αυτό των Oκτάηχων Μελών και Συστημάτων συγκεντρώνεται πλειάδα ολόκληρη σπουδαίων σύγχρονων ψαλτών, οι τελευταίοι μιας μεγάλης, και μακραίωνης, ερμηνευτικής παράδοσης (πολλοί από τους οποίους δεν υπάρχουν πια, Θρασύβουλος Στανίτσας, πατήρ Διονύσιος Φιρφιρής, Ματθαίος Τσαμκιράνης, μητροπολίτης Νικόδημος Βαλληνδράς). Oι ερμηνείες όλες των συγκεκριμένων ερμηνευτών, έτσι όπως συγκεντρώνονται στο ειδικό αυτό Σώμα, αποτελούν πράγματι ένα μοναδικό, και ασυνήθιστο, ερμηνευτικό «Μνημείο», με ιδιάζουσα σημειολογία για τη μεγάλη αυτή, και αγνοημένη, μουσική τέχνη. Ειδικότερα, από το σύνολο των ερμηνειών πολλές, και για πολλούς λόγους, πρέπει να θεωρηθούν, ήδη από τώρα, μοναδικές και αναντικατάστατες, στην πραγματικότητα ιστορικές: το Θεοτόκε Παρθένε του Μπερεκέτη από τον Στανίτσα (CD 3o)· το ίδιο επίσης (CD 4o) και, κυρίως, το Θεαρχίω νεύματι του Ιακώβου (CD 9o) από τον πατέρα Διονύσιο· το έξοχο Ψάλλοντες και πάλι του Μπερεκέτη από τους μοναχούς Αντίπα και Αμφιλόχιο (CD 5o και 6o)· τα Πασαπνοάρια των Αίνων του Ιακώβου από τον Εμμανουηλίδη (CD 11o)· ο αριστουργηματικός Πολυέλεος του Εφεσίου από τον Τσαμκιράνη (CD 14o)· τα Χερουβικά και τα Κοινωνικά του Φωκαέα από τον πατέρα Γεώργιο Τσέτση (CD 18o-21o). Όλες αυτές οι ερμηνείες αποτελούν, για την περίσταση, επιστημονικό και πνευματικό γεγονός μέγιστο, και ασφαλώς θα αποτελέσουν στο μέλλον αντικείμενο ειδικής σπουδής και μελέτης. Πολύ περισσότερο που τα μέλη όλα αντιμετωπίζονται (για πρώτη φορά) ως ενιαία και αδιάσπαστα συνθετικά σύνολα και, ως εκ τούτου, οι ερμηνείες τους είναι επίσης αδιάσπαστες, ενιαίες και πλήρεις. Έτσι, από τις σύνολες αυτές ερμηνείες, όπως παρουσιάζονται εδώ συγκεντρωμένες και πολυώνυμες, αντλούνται σπουδαία τεκμήρια για τα συστατικά της αυθεντικής ιστορικής ερμηνείας. Το πρώτο και κύριο, αναδεικνύεται έξοχα, παντού, ο ουσιαστικός και βαθύτερος χαρακτήρας των μελών. Στο θέμα αυτό, η εμπειρία (και η συμβολή) της προφορικής ερμηνευτικής παράδοσης αποδεικνύεται κεφαλαιώδης. Μόνο έτσι τα μέλη εδώ αποκαλύπτουν όλες τους τις αρετές και επιβάλλονται. Το δεύτερο εξίσου σπουδαίο, αντλούνται (γενικότερα) σπουδαιότατα διδάγματα για τον τρόπο ερμηνείας των εκκλησιαστικών μελών. Τόσο για την τεχνική, όσο, κυρίως, για τις αρχές και τους κανόνες της προφορικής ερμηνευτικής παράδοσης. Αντιδιαστέλλεται έτσι η πραγματική ιστορική ερμηνεία προς την αντίστοιχη (και κυριαρχική σήμερα) νεο-παραδοσιακή εκδοχή της. Η εκδοχή αυτή αποτελεί, στην ουσία, ένα πεποιημένο λογικό (και ιδεολογικό) σχήμα, το οποίο, στο όνομα ενός παλαιού, θεωρητικού παρελθόντος και παραβλέποντας, στην πράξη, την ιστορική διαχρονία, εφαρμόζει μια συγκεκριμένη ερμηνευτική πρακτική. Δίνει δηλαδή μεγαλύτερη έμφαση στα τεχνικά στοιχεία, και αυτά όχι πάντοτε μέσα στα διακριβωμένα γενικότερα ιστορικά δεδομένα, ενώ δεν φαίνεται να ελέγχει τα βαθύτερα και ουσιώδη, το ύφος, το ρυθμό, την εκφορά, την έκφραση, πολύ περισσότερο (αναπόφευκτα) τη συμμετοχή και τη βίωση. Από την τελευταία αυτή άποψη, οι παρούσες ερμηνείες αποτελούν, αντίθετα, μέγα ιστορικό και «παραδοσιακό» δίδαγμα.

Δεδομένα Ιστορικής Ερμηνείας

Έτσι, ως ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής ερμηνείας, όπως εξάγονται, γενικότερα, από τις ηχογραφημένες ερμηνείες των παραδοσιακών αυτών ψαλτών, πρέπει να θεωρηθούν σήμερα τα ακόλουθα.

  1. O ρυθμός. Στην Εκκλησιαστική μουσική υπάρχουν ιστορικά είδη, στα οποία μέλος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αντίληψη του ρυθμού. Πρόκειται για εσωτερικό, ακατάγραφο στοιχείο, πέρα από την τυπική χρονική αγωγή (κατά το σχήμα θέση-άρση), απόλυτα συνδεδεμένο με την ουσία και τον χαρακτήρα της σύνθεσης. O ρυθμός είναι, στην πράξη, ένα από τα κυριότερα, και σημαντικότερα, συστατικά της αυθεντικής ιστορικής ερμηνείας.
  2. O τονισμός. Πρόκειται κυρίως για τον ισχυρό τονισμό της θέσης με ανάλωση χρόνου περισσότερη απ’ ότι για την άρση (στοιχείο που επισημαίνεται προπάντων στις ερμηνείες του πατρός Διονυσίου Φιρφιρή, του μητροπολίτη Νικοδήμου Βαλληνδρά, και ορισμένων Αγιορειτών μοναχών). O ειδικός αυτός τονισμός δίνει, κάθε φορά, ιδιαίτερη έμφαση στο μέλος και καθιστά το ύφος στιβαρό, αρχαιοπρεπές, επίσημο.
  3. Oι μουσικές φράσεις. Η εκτέλεση δηλαδή, όπως πρέπει να διατυπωθεί, κατά τις μουσικές φράσεις, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις κατά τις σύνολες θεματικές ενότητες. Η εκτέλεση αυτή είναι, στην πραγματικότητα, σύμφυτη με την κατά τις μουσικές φράσεις («θέσεις») σύνθεση των μελών. Με τον τρόπο αυτόν η ερμηνεία αποκτά την αναγκαία ενότητα στην εκφορά.
  4. Αναλύσεις και ποικίλματα. Τα «κινήματα της ψυχής» (όπως θα έλεγε και ο Σολωμός), τα οποία εγγράφουν στην ψαλμωδία λεπτές πνευματικές και υφολογικές αποχρώσεις. Πρόκειται για την ειδική απόδοση των ποιοτικών χαρακτήρων και τον εμπλουτισμό του μέλους με πολλά άλλα ποικίλματα κατά την προφορική ερμηνευτική παράδοση. Και όλα αυτά υποταγμένα αρμονικά μέσα στη φυσιολογική ροή του όλου ερμηνευτικού σχήματος, χωρίς έμφαση ή επιτήδευση (όπως, αντίθετα, συμβαίνει συχνά, σε πολλές περιπτώσεις, στην σύγχρονη νεο-παραδοσιακή ψαλμωδία). Με τον τρόπο αυτόν το μέλος γίνεται περισσότερο ηδύ και πεποικιλμένο, καθώς αποφεύγει έτσι την μονοτονική «ξηροφωνία».
  5. Η ισοσθενής εκφορά. Πρόκειται και εδώ για ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της ιστορικής ερμηνείας, το οποίο μάλιστα περνά απαρατήρητο. Από μιαν άποψη, ενισχύει στην ψαλμωδία την κλασική, δωρική της διατύπωση, ενώ αυξάνει παράλληλα την αρχοντιά και τη μεγαλοπρέπειά της. Το πράγμα γίνεται περισσότερο φανερό, αν η ισοσθενής εκφορά των φθόγγων αντιπαρατεθεί προς την σύγχρονη αυξομειωτική και διασταλτική, δυτικότροπη εκφώνηση.
  6. Η διάκριση των ειδών και το ήθος των ήχων. Πρόκειται για πρακτική απόλυτα γνώριμη και συνειδητή στους παλαιούς ψάλτες, οι οποίοι ερμηνεύουν εντελώς διακριτά τα διάφορα μουσικά είδη, και μάλιστα πάντοτε κατά την ουσία και τον χαρακτήρα τους. Αλλά και στα επιμέρους μέλη των ειδών υπάρχει η αναγκαία ερμηνευτική διάκριση. Αντίθετα και εδώ από την σύγχρονη ψαλτική, η οποία συχνά, συχνότατα τυποποιεί καί ισοπεδώνει όχι μόνο όμοια, αλλά και εντελώς ανόμοια μουσικά είδη. Σύμφυτο με τη διάκριση των ειδών είναι και το ήθος των ήχων. Πρόκειται για ένα από τα πιο σπουδαία στοιχεία της ιστορικής ερμηνείας, όπως το προσδιορίζουν τα ακριβή διαστήματα και το ηχοχρωματικό ύφος κάθε ήχου. Η απόδοση του ήθους αποτελεί, στην ουσία, το επιστέγασμα της ερμηνευτικής προσέγγισης οποιουδήποτε μέλους. Όλα όσα απαριθμούνται εδώ συγκροτούν σήμερα τα κυριότερα δεδομένα της ιστορικής ερμηνείας και αναδεικνύουν, μέσα σε συνθήκες ιστορικής φθοράς και μετάλλαξης, τη μεγάλη σημασία των συγκεκριμένων αυτών ηχογραφήσεων, οι οποίες διατηρούν όλες, ολοζώντανο και δραστικό, το αρχαίο ερμηνευτικό δίδαγμα.

Απηχήματα – Ισοκρατήματα

Πέρα από τις προηγούμενες γενικές αρχές και διαπιστώσεις, πρέπει να σχολιασθούν ακόμη εδώ δύο ειδικότερα θέματα, τα απηχήματα και το ισοκράτημα. Και πρώτον, τα απηχήματα, τα οποία, όπως εκφωνούνται παντού από όλους τους μεγάλους αυτούς παραδοσιακούς ψάλτες (και στις προκείμενες και σε όλες τις υπόλοιπες ηχογραφήσεις και εκδόσεις της πλούσιας και πολυώνυμης Σειράς των «Μνημείων»), παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και αποτελούν, ταυτόχρονα, πραγματική εμπειρία (και δίδαγμα). Όπως διαπιστώνεται εύκολα, πουθενά δεν εκφωνούνται απηχήματα Αuαuες, uεαuες, κλπ., τα γνωστά δηλαδή (πολυσύλλαβα) απηχήματα της Παλαιάς μεθόδου (και τα οποία σήμερα χρησιμοποιεί ευρύτατα η νεο-παραδοσιακή ερμηνεία). Απεναντίας, σε όλες τις περιπτώσεις εκφωνούνται τα απλά (και μονοσύλλαβα) της Νέας μεθόδου, όπως ακριβώς επιβάλλει η ζώσα και οριστικά διαμορφωμένη (από τις αρχές του 19ου αι.) νέα ψαλτική παράδοση. Και πρέπει να υπογραμμισθεί ιδιαίτερα η φυσική αυτή συνέπεια και αυθεντικότητα των παραδοσιακών ψαλτών. Oι ίδιοι εκφωνούν απηχήματα Αuαuες, uεαuες, κλπ., μόνο σε ορισμένα αρχαία μέλη που εξακολουθούν να διατηρούνται ακόμη ενεργά (ως κατάλοιπα) στην σύγχρονη λειτουργική πράξη (στο Γεύσασθε του Κλαδά, στο παλαιό Νυν αι δυνάμεις των Προηγιασμένων, και σε ελάχιστα άλλα, όλα μάλιστα μέλη Παπαδικά). Έτσι, στο συγκεκριμένο αυτό θέμα δεν γίνεται ποτέ υπέρβαση της ζωντανής ιστορικής πραγματικότητας για χάρη μιας παλαιότερης πρακτικής που εγκαταλείφθηκε οριστικά εδώ και δύο αιώνες. Άλλωστε, η εκτέλεση όλων των παλαιών εκκλησιαστικών μελών πραγματοποιείται σήμερα μόνο από τις γνωστές μεταγραφές της Νέας μεθόδου (κυρίως του Χουρμουζίου και του Γρηγορίου πρωτοψάλτου) και στις οποίες υπονοούνται, ασφαλώς, τα νέα, μονοσύλλαβα απηχήματα. Το δεύτερο ειδικότερο θέμα, άξιο σχολιασμού, είναι η εκφώνηση του ισοκρατήματος. Καταρχήν, το ισοκράτημα αποτελεί, σημειολογικά, ένα σπουδαίο «ησυχαστικό» στοιχείο της ψαλμωδίας. Πέρα δηλαδή από τον καθαρά μουσικό λειτουργικό του ρόλο (την υποστήριξη του ψάλτη και της μελωδίας), συμβάλλει ταυτόχρονα, και μάλιστα αποτελεσματικά, στο να τονισθεί ο πνευματικός και υπερβατικός χαρακτήρας της μουσικής αυτής, και, από την άποψη αυτή, πρέπει να θεωρείται σημαντικός ο τρόπος εκφοράς του. Έτσι, στις προκείμενες ηχογραφήσεις η εκφώνησή του κινείται σταθερά μέσα στο πνεύμα αυτό που είναι άλλωστε, γενικότερα, και το πνεύμα των συγκεκριμένων ερμηνειών. Εκφωνείται δηλαδή παντού ήπια, ταυτοφωνικά, στοιχούμενο στις φυσικές τονικές των γραμμών και των φράσεων, και με όσο γίνεται ουρανόφωνη διατύπωση. Αντίθετα και εδώ από την κυριαρχική (και δυτικότροπη) σήμερα, συχνά αντιφωνική και λαρυγγόφωνη, εκφώνηση (ακόμη και σε ορισμένες Αγιορειτικές μοναστηριακές ηχογραφήσεις), η οποία αντιβαίνει στο γενικότερο ήθος της τέχνης αυτής και στην ειδικότερη «ησυχαστική» στόχευση του ισοκρατήματος. Με τον συγκεκριμένο εκφωνητικό τρόπο στις παρούσες εκτελέσεις, το ισοκράτημα, μαζί με τις ερμηνείες, συμβάλλει αποφασιστικά στην επιβολή και στην ανάδειξη όλων των ηχογραφημένων εκκλησιαστικών μελών, σε πλήρη εναρμόνιση με τον χαρακτήρα και το ύφος της μεγάλης αυτής μουσικής τέχνης.

Χαρακτήρας της Έκδοσης

Ως τελευταίο πρέπει να αναφερθεί ο φιλολογικός χαρακτήρας της έκδοσης των Οκτάηχων Μελών και Συστημάτων και γενικότερα της σύνολης Σειράς των “Μνημείων”. Καταρχήν, στη συγκεκριμένη περίπτωση χρειάζεται να ληφθούν υπόψη όχι μόνο η ουσιαστική υπόσταση της Σειράς (χρηστική) και ο διπλός, παρόλ’ αυτά, διευρυμένος στόχος της (ειδικό και ευρύ κοινό), αλλά, επίσης, η φύση και ο ιδιόμορφος τρόπος παράδοσης (και επιβίωσης) της τέχνης αυτής. Πρόκειται δηλαδή για μουσική απόλυτα έντεχνη και προσωπική, ταυτόχρονα όμως συλλογική και λαϊκή, επίσης μουσική κυρίως γραπτή, αλλά και προφορική, με ειδική, οργανωμένη σημειογραφία (μάλιστα σε παλαιά και νέα μορφή), και που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα σε μεγάλο πλήθος μουσικών χειρογράφων (περίπου 7.000 σ’ όλο τον κόσμο, ώς το 1820) και σε εξίσου μεγάλο πλήθος μουσικών εντύπων (1820 κ.εξ.). Πέρα από αυτά, συνδέεται άμεσα, κατά την εξελικτική της πορεία, με τη γενικότερη ιστορική ροή στον Ανατολικό χώρο, τους άλλους, παράλληλους τομείς πολιτιστικής δράσης του καθόλου Ελληνισμού, αλλά και με τις ενδιάμεσες κοινωνικές, ακόμη και τις οικονομικές και τεχνικές, συνθήκες. Από την άλλη, σήμερα, ως επιστημονικό πεδίο, συνδέεται εξίσου άμεσα με την ιστορική έρευνα, τη φιλολογία, την παλαιογραφία, την κωδικολογία και τη βιβλιολογία, ακόμη με την σύγχρονη εκδοτική και την όλη τεχνική του ήχου (όταν πρόκειται για τις εκδόσεις). Με τέτοια δεδομένα η παρουσίαση, ηχητικά και εκδοτικά, του μουσικού υλικού (κυρίως της λεγόμενης Τουρκοκρατίας, μιας εποχής «σκοτεινής» ακόμη και μόλις διερευνώμενης) χρειάζεται ειδική αντιμετώπιση, και επιπλέον ανοικτή θεώρηση, γνώση και έμπνευση. Από την άποψη αυτή, η σύνολη εκδοτική Σειρά των Μνημείων (με τη θυγατρική των Ανθολογιών) έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ακριβώς ανάλογα του υλικού και των στόχων. Έτσι, η μορφή της έκδοσης παρουσιάζεται διμερής. Στο Πρώτο μέρος καταχωρούνται, για κάθε μέλος (και σε σταθερή περίπου διάταξη), όλα τα φιλολογικά δεδομένα, αναφορά στα είδη και στα κείμενα, ιστορικά τεκμήρια, ανάλυση των μελών (δομή, ρυθμός, ύφος, έκφραση), αποτίμηση της ερμηνείας, με όλα τα επιμέρους στοιχεία, γίνονται ακόμη συχνές παρεκβάσεις σε γενικότερα ή ειδικότερα σχετικά θέματα, ενώ προστίθενται στο τέλος, συνοπτικά, τα βιογραφήματα των συνθετών και των ερμηνευτών. Το πρώτο αυτό μέρος συμπληρώνεται, στα οικεία σημεία, με τις προσωπογραφίες των ψαλτών (σύγχρονες των ηχογραφήσεων) και, όπου έχει κριθεί αναγκαίο, με μερικά δείγματα χειρογράφων (αυτόγραφα Κωνσταντίνου του εξ Αγχιάλου, Μπερεκέτη, μεταγραφές Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος, Γρηγορίου πρωτοψάλτου). Στο Δεύτερο μέρος καταχωρούνται όλα τα πρωτότυπα, χειρόγραφα και παλαιότυπα, μουσικά κείμενα, από τα οποία ψάλλονται τα Oκτάηχα μέλη. Πρέπει να τονισθεί ότι ορισμένα από αυτά είναι άγνωστα και ανέκδοτα, και επομένως πρωτοδημοσιευόμενα (η Τιμιωτέρα του Κωνσταντίνου, το Ψάλλοντες του Μπερεκέτη, το Χερουβικό του ίδιου), με ειδικό μάλιστα ηλεκτρονικό Πρόγραμμα. Η παράθεση των μουσικών κειμένων στο δεύτερο αυτό μέρος, πέρα από τη χρησιμότητα (και αναγκαιότητα) της παρακολούθησης των ηχογραφημένων μελών (από τους γνώστες της σχετικής σημειογραφίας), προσφέρει, ταυτόχρονα, και τη δυνατότητα μιας μικρής περιήγησης στην έντυπη μουσική τυπογραφία (του Βουκουρεστίου, της Κωνσταντινούπολης, του Αγίου Όρους, και στην σύγχρονη Ηλεκτρονική). Η τριμερής, και τρισυπόστατη, φιλολογική αυτή δομή της Έκδοσης (Σχολιασμοί - Μουσικά Κείμενα - Εκτέλεση), σταθερή σε όλα τα Σώματα της φιλολογικής Σειράς των «Μνημείων» (αλλά και της άλλης, της πιο χρηστικής, των «Συμμείκτων»), δίνει τη δυνατότητα για μια πιο αντικειμενική, αλλά και περισσότερο αξιολογική, προσέγγιση των εκκλησιαστικών αυτών μελών, πολλά από τα οποία παραμένουν αριστουργήματα όχι μόνο της Εκκλησιαστικής, αλλά και της γενικότερης μουσικής φιλολογίας και σύνθεσης.