Αρχική » Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής » Πολυέλεοι

Σώμα Έκτο - Πολυέλεοι
(17ος – 19ος αι.)

Το Σώμα Έκτο της ιστορικής και φιλολογικής Σειράς «Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής» είναι αφιερωμένο ολόκληρο στους Πολυελέους, και μάλιστα στους νεώτερους (17ος-19ος αι.). Οι Πολυέλεοι είναι μέλη με ιστορικό βάθος και μακραίωνη εξελικτική διαμόρφωση. Στην ολοκληρωμένη τους μορφή (Στίχοι-Τριαδικά και Θεοτοκία-Κρατήματα), όπως αυτή δημιουργήθηκε στη νεώτερη μεγάλη περίοδο ακμής τους (β´ μισό 18ου - α´ μισό 19ου αι.), είναι από τα πιο σημαντικά μουσικά δημιουργήματα της εκκλησιαστικής ψαλμωδίας. Πρόκειται για συνθέσεις ριζοσπαστικές και πρωτότυπες, με μια εκκλησιαστική μουσική εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, η οποία εξακολουθεί να ηχεί και σήμερα ως αναγεννησιακή και πρωτότυπη. Στο Α´ Μέρος δημοσιεύονται πέντε (5) αντιπροσωπευτικοί Πολυέλεοι, ερμηνευμένοι όλοι από δύο λαμπρούς παραδοσιακούς ψάλτες που δεν υπάρχουν πια. Ο πρώτος είναι ο ιστορικός για την περίπτωσή Λόγον αγαθόν ηχ δ´ Άγια του Πέτρου Μπερεκέτη (ακμή περ. 1680-1710/1715), ο οποίος ψάλλεται ολόκληρος από τον μητροπολίτη Νικόδημο Βαλληνδρά (2008) (CD 1ο, ηχογράφηση 1992). Οι επόμενοι είναι οι νεώτεροι Δούλοι Κύριον ηχ πλ α´ του Πέτρου Πελοποννησίου (1777), οι δύο Λόγον αγαθόν ήχος λέγετος και Επί των ποταμών Βαβυλώνος ηχ γ´ του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος (1840), τέλος ο πολυέλεος Εξομολογείσθε τω Κυρίω ήχος λέγετος του Θεοδώρου Φωκαέως (1851), οι οποίοι ψάλλονται όλοι από τον Λεωνίδα Σφήκα (2000) (CD 2ο-5ο, ηχογραφήσεις 1988). Ερμηνείες λαμπρές, με παλαιότροπο και αυθεντικό χαρακτήρα, κυρίως αυτές του Λεωνίδα Σφήκα, καθώς αναφέρονται σε ζωντανούς ακόμη στη λειτουργική πράξη Πολυελέους και καθώς αποτυπώνουν εξαίρετα το μεγάλο δίδαγμα του σπουδαίου Κωνσταντινουπολίτη μουσικού και δασκάλου του Γεωργίου Βινάκη. Από την άποψη αυτή, η ερμηνεία και η παρεπόμενη έκδοση δεν καθιστούν (και εδώ) απλώς γνωστά παλαιά, και άγνωστα για τους πολλούς, περίτεχνα εκκλησιαστικά μέλη, αλλά, το σπουδαιότερο, διατηρούν, μέσα σε συνθήκες ιστορικής φθοράς και μετάλλαξης, ολοζώντανο το αρχαίο ερμηνευτικό άκουσμα.


ΙΣΤΟΡΙΑ - ΜΟΡΦΗ - ΣΗΜΑΣΙΑ

Oι Πολυέλεοι είναι σύστημα μέλους πολλών στίχων, το οποίο ανήκει στο Παπαδικό είδος. Συγκεκριμένα, πρόκειται για στίχους Ψαλμών, οι οποίοι ψάλλονται στους Όρθρους (μετά τα Καθίσματα) ή, κατά τη μοναστηριακή τάξη, και στις Μεγάλες Αγρυπνίες. Από άποψη κειμένου οι Πολυέλεοι είναι τέσσερεις: 1) O πρώτος, και περισσότερο κλασικός, είναι ο γνωστός Δούλοι Κύριον (Ψαλμός ρλδ´, 134), ο οποίος ψάλλεται στις Δεσποτικές εορτές, συχνά επίσης και σε μνήμες Αγίων. Ως προοίμιο ψάλλεται ο πρώτος στίχος υπό την μορφή Δούλοι Κύριον, αλληλούια. Αινείτε το όνομα Κυρίου, αινείτε, δούλοι, Κύριον. Αλληλούια, στη συνέχεια οι υπόλοιποι στίχοι κατά σειράν με την προσθήκη πάντοτε του «Αλληλούια» στο τέλος κάθε στίχου, και ολοκληρώνεται, στην κλασική τυπική του μορφή, με την καταληκτική δοξολογία Δόξα και Νυν. Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια. Δόξα σοι ο Θεός, η ελπίς ημών, Κύριε, δόξα σοι. 2) O δεύτερος είναι ο φερόμενος ως πραγματικός πολυέλεος Εξομολογείσθε τω Κυρίω (Ψαλμός ρλε´, 135), ο οποίος ψάλλεται επίσης στις Δεσποτικές εορτές ή σε μνήμες Αγίων ως β´ Στάση του προηγουμένου. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Ψαλμικού αυτού κειμένου είναι το πανομοιότυπο ημιστίχιο ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού, το οποίο με την προσθήκη του «Αλληλούια» επαναλαμβάνεται συνεχώς σε όλους τους στίχους (26 συνολικά). Κατά μίαν εκδοχή μάλιστα, η ονομασία «πολυέλεος» οφείλεται στην κυριαρχική επανάληψη εδώ της λέξης «έλεος». 3) O τρίτος είναι ο εγκωμιαστικός στην Παναγία Λόγον αγαθόν (Ψαλμός μδ´, 44), ο οποίος ψάλλεται αποκλειστικά στις Θεομητορικές εορτές. Στον πολυέλεο αυτόν κάθε Ψαλμικός στίχος συμπληρώνεται με ειδικούς εγκωμιαστικούς Χαιρετισμούς προς την Παναγία. Έτσι, ο πρώτος Ψαλμικός στίχος Εξηρεύξατο η καρδία μου λόγον αγαθόν (σύμφωνα και με το προοίμιο του «Δούλοι Κύριον») έχει ως εξής: Λόγον αγαθόν, αλληλούια. Εξηρεύξατο η καρδία μου λόγον αγαθόν. Χαίρε, παντάνασσα πανύμνητε, μήτηρ Χριστού του θεού. Αλληλούια. O δεύτερος: Λέγω εγώ τα έργα μου τω βασιλεί. Χαίρε, βασίλισσα των αγγέλων, δέσποινα του κόσμου. Αλληλούια, συνεχίζοντας με τον ίδιο τρόπο (και στους 18 στίχους). Η σύζευξη αυτή Βιβλικού κειμένου και νεώτερων ποιητικών προσφωνήσεων προς την Παναγία καθιστά τον Πολυέλεο αυτόν πρωτότυπο και πολύ ενδιαφέροντα. 4) O τέταρτος, και τελευταίος τύπος Πολυελέου, είναι ο εξαίσιος Επί των ποταμών Βαβυλώνος (Ψαλμός ρλστ´, 136), ο οποίος ψάλλεται μόνο την Κυριακή των Απόκρεω και την Κυριακή της Τυροφάγου. Στην περίπτωση αυτή έχουν μελοποιηθεί αυτούσιοι οι Ψαλμικοί στίχοι (12 συνολικά) με απλή μόνο προσθήκη, στο τέλος και εδώ κάθε στίχου, του υμνητικού «Αλληλούια». Σημειώνεται ότι ως Πολυέλεοι μπορούν να ψάλλονται γενικά, μόνο σε μνήμες Αγίων, και ορισμένες Εκλογές, αρμόδιες κατά περίπτωση, ψαλμών επίσης ή και άλλων κειμένων (από το λεγόμενο «Εκλογάριον»). Η λειτουργική αυτή πρακτική είναι συνήθως μοναστηριακή (και ιδαίτερα Αγιορείτικη). Η δημιουργία των Πολυελέων, ως μουσικών συνθέσεων, ανάγεται στην καθαυτό Βυζαντινή περίοδο, συγκεκριμένα στη μεγάλη περίοδο ακμής της Βυζαντινής μουσικής (13ος-15ος αι.). Ως αρχικός πυρήνας πρέπει να θεωρηθούν ορισμένοι Ψαλμικοί στίχοι μελοποιημένοι από διάφορους συνθέτες (κάποιοι μάλιστα με τη χειρόγραφη ένδειξη «καλοφωνικός»). Η πολυώνυμη αυτή αρχική σύνθεση πήρε προοδευτικά, στα χειρόγραφα, συγκεντρωτική μορφή, η οποία και κατέληξε (γύρω στα χρόνια της ´Άλωσης ή και νωρίτερα) σε μιαν ενιαία επώνυμη σύνθεση. Πολλοί τέτοιοι στίχοι βρίσκονται σήμερα σε παλαιό χρονολογημένο χειρόγραφο (του έτους 1336, Εθν. Βιβλ. της Ελλάδος, αρ. 2458), ορισμένοι από τους οποίους φέρονται στο όνομα του μεγάλου μουσικού Ιωάννη Κουκουζέλη (γύρω στο 1300), του γνωστού Oικουμενικού πατριάρχη (1316-1320) Ιωάννη του Γλυκύ και του επίσης σπουδαίου συνθέτη της εποχής Ξένου του Κορώνη (ακμή περ. 1320-1350). Στους ίδιους, και σε πολλούς άλλους, αναφέρονται στίχοι και στα μεταγενέστερα χειρόγραφα. Ειδικότερα μάλιστα στο όνομα του Κουκουζέλη επισημαίνονται πολλοί στίχοι (εκ του Λατρινού πολυελέου) αυτοσχέδιοι (συχνά 15σύλλαβοι), καθώς και τα καταληκτικά «Δόξα και Νυν. Αλληλούια», τα οποία πρέπει ίσως να θεωρηθούν δική του επινόηση. Δύο είναι οι σπουδαιότεροι, και περισσότερο γνωστοί, Πολυέλεοι της εποχής: ο λεγόμενος «Λατρινός» και ο λεγόμενος «Κουκουμάς». O Λατρινός (Δούλοι Κύριον ηχ α´ με τη β´ Στάση του Εξομολογείσθε τω Κυρίω) είναι σύνθεση πολυώνυμη, με πολλούς αρχαίους στίχους, ορισμένοι από τους οποίους έχουν απλώς την ένδειξη «Λατρινόν». Η επωνυμία παραπέμπει ασφαλώς στην ακμαία μοναστική περιοχή του Λάτρου της Μ. Ασίας (ώς το τέλος του 13ου αι.), όπου και πρέπει μάλλον να τοποθετηθεί η απαρχή του είδους των Πολυελέων. Απεναντίας, ο δεύτερος (επίσης Δούλοι Κύριον ηχ α´), «ος κέκληται Κουκουμάς προς του εαυτού ποιητού μεταθείς την κλήσιν» (κατά μία χειρόγραφη ένδειξη), είναι ενιαία σύνθεση του «μαΐστορα» Νικολάου Κουκουμά (παραμένει άγνωστος ο ακριβής χρόνος που έζησε) με μεγάλη επιβολή και διάδοση στα χειρόγραφα (παλαιά και νεώτερα). Ενδιαφέρον στην περίπτωση αυτή παρουσιάζει η β´ Στάση του Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ο οποίος φέρεται ως οκτάηχος. Πρόκειται για τον μοναδικό οκτάηχο Πολυέλεο στην ιστορία της μουσικής (και από τα πρώτα οκτάηχα συνθετικά σύνολα) και ο οποίος αποτελεί ασφαλώς το μακρυνό πρότυπο του όμοιου οκτάηχου Πολυελέου του Πέτρου Εφεσίου (α´ μισό του 19ου αι., βλ. Οκτάηχα CD 14ο). Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι πολλοί στίχοι και του πολυελέου του Κουκουμά φέρονται στα χειρόγραφα στο όνομα άλλων (κυρίως του Ιωάννη Κουκουζέλη), οι οποίοι δεν αποκλείεται να είναι ιδιώνυμοι καλλωπισμοί. Πέρα ωστόσο από τους δύο αυτούς πολύ γνωστούς και διαδεδομένους Πολυελέους (Λατρινό και Κουκουμά), στα χειρόγραφα της εποχής επισημαίνονται επίσης και οι άλλοι δύο: ο Θεομητορικός Λόγον αγαθόν ηχ α´ με τη συνήθη ένδειξη «Εις τας εορτάς της Θεοτόκου» και πολλούς στίχους στο όνομα του Ξένου του Κορώνη και ο έτερος Επί των ποταμών Βαβυλώνος ηχ γ´ με στίχους του Ιωάννη του Γλυκύ, κυρίως του Ξένου του Κορώνη (και άλλων) και τη χειρόγραφη ένδειξη «Αντίφωνα εις οσίους και λιτανείας». Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι ο πολυέλεος Δούλοι Κύριον βρίσκεται ήδη, γύρω στα χρόνια της Άλωσης, ως ενιαία σύνθεση (επίσης σε α´ ήχο) στο όνομα του μεγάλου μουσικού της εποχής Μανουήλ Δούκα του Χρυσάφη (ακμή περ. 1440-1465). Στην περίοδο λοιπόν της μεγάλης ακμής της Βυζαντινής μουσικής το είδος των Πολυελέων όχι μόνο μορφοποιείται, αλλά πήρε και το ίδιο μεγάλη ανάπτυξη. Η χειρόγραφη παράδοση όλων αυτών των Πολυελέων είναι πλουσιότατη και στα μετά την Άλωση χρόνια, σε όλες τις χειρόγραφες Ανθολογίες της Παλαιάς Παπαδικής. Στην ουσία πρόκειται για το κυρίως ζωτικό και πρωτότυπο υλικό, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για την εξέλιξη και ανάπτυξη του μουσικού αυτού είδους στα μετέπειτα (κι ως τα νεώτερα) χρόνια.

Η νέα μεγάλη ακμή των Πολυελέων επισημαίνεται στο β´ μισό του 17ου αι. και συμπίπτει με την πρώτη μεγάλη επίσης ακμή (1650-1720) της Εκκλησιαστικής μουσικής στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Μετά την πτώση του Βυζαντίου, και για εκατόν πενήντα περίπου χρόνια, ακολουθεί, όπως είναι γνωστό, καλλιτεχνική στασιμότητα και σιωπή. Ειδικότερα, η εκκλησιαστική μουσική δράση περιορίζεται απλώς στην αντιγραφή των παλαιών χειρογράφων, ενώ η καθαυτό σύνθεση είναι περίπου ανύπαρκτη. Μάλιστα, στο συγκεκριμένο είδος των Πολυελέων, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένους Κρητικούς μουσικούς, τον Βενέδικτο Επισκοπόπουλο και τον Ιγνάτιο Φριέλο (και οι δύο τέλος 16ου-αρχές 17ου αι.) και, κυρίως, τον Δημήτριο Νταμία (ακμή περ. 1620-1660), στο όνομα των οποίων επισημαίνονται αρκετοί στίχοι Πολυελέων, δεν παρουσιάζεται καμιά απολύτως νέα κινητικότητα. Απεναντίας, στα χρόνια της πρώτης μεγάλης ακμής (1650-1720) το μουσικό αυτό είδος παρουσιάζει ιδιαίτερη άνθιση. Είναι ακριβώς η εποχή, κατά την οποία οι Πολυέλεοι παίρνουν τη γνωστή περίπου και σήμερα μορφή τους με ορισμένες καίριες και χαρακτηριστικές καινοτομίες. 1) Καταρχήν, για πρώτη φορά μελοποιείται τώρα πλήρης η σειρά των Ψαλμικών στίχων (σε αντίθεση με την παλαιότερη κατ’ εκλογήν μελοποίηση) και μάλιστα αποκλειστικά και μόνο από έναν εκκλησιαστικό συνθέτη (σε αντίθεση και πάλι προς την πολυώνυμη συνήθως εκδοχή της Βυζαντινής περιόδου). Έτσι δημιουργούνται στο είδος αυτό πραγματικά επώνυμα αριστουργήματα με χαρακτήρα καινότροπο και ενιαίο. 2) Στους Στίχους εγκαταλείπεται οριστικά το αργό καλοφωνικό είδος με σταθερή προτίμηση προς το αργοσύντομο μέλος, ενώ προστίθενται στο τέλος, για πρώτη φορά, το Τριαδικό και το Θεοτοκίο, με τη γνωστή μορφή των αργών, κλασικών μαθημάτων. Η τελευταία αυτή καινοτομία αποτελεί ασφαλώς αναφορά (και έμμεσο κατάλοιπο) του παλαιού καλοφωνικού τύπου των Πολυελέων. 3) Παράλληλα, δημιουργείται και η πρώτη μορφή του γνωστού σύντομου Πολυελέου (με τη χαρακτηριστική ένδειξη «συνοπτικός»), και ο οποίος θα επιβληθεί οριστικά στην επόμενη μεγάλη περίοδο ακμής (β´ μισό του 18ου - αρχές 19ου αι.). Έτσι, το είδος των Πολυελέων αποκτά στην πράξη καινότροπη φόρμα και νέο ουσιαστικά περιεχόμενο. Μέσα στο πλαίσιο αυτό κινούνται οι μεγάλοι συνθέτες της εποχής, Χρυσάφης ο νέος, Μπαλάσιος ιερεύς και Πέτρος Μπερεκέτης, οι οποίοι έχουν συνθέσει και οι τρεις λαμπρούς Πολυελέους. Και πρώτος ο Χρυσάφης ο νέος (ακμή περ. 1650-1685), στον οποίο ανήκει ο πολυέλεος Δούλοι Κύριον ηχ α´ με την ένδειξη σε ορισμένα χειρόγραφα «συνοπτικός και ηδύτατος» και σε άλλα «συνοπτικός, εκ του Λατρινού» (και ο οποίος έχει μεταγραφεί στη Νέα μέθοδο από τον Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα, Εθν. Βιβλ. της Ελλάδος, ΜΠΤ αρ. χφ 704, φ. 103r-11r). O δεύτερος, ο Μπαλάσιος ιερεύς (ακμή περ. 1660-1700), έχει συνθέσει τρεις Πολυελέους: έναν Δούλοι Κύριον ηχ α´ με Τριαδικό και (15σύλλαβο) Θεοτοκίο στο τέλος, ο γνωστός στα χειρόγραφα ως «παλατιανός» (μεταγραμμένος επίσης από τον Χουρμούζιο, Εθν. Βιβλ. της Ελλάδος, ΜΠΤ αρ. χφ 704, φ. 111r-22r) και δύο Λόγον αγαθόν σε ήχο α´ και σε ήχο δ´. O τρίτος, και σπουδαιότερος, ο Πέτρος Μπερεκέτης (ακμή περ. 1680-1715), έχει συνθέσει πολλούς και εξαιρετικά έντεχνους Πολυελέους: Δούλοι Κύριον ηχ α´ με Τριαδικό και (15σύλλαβο) Θεοτοκίο και τις ενδείξεις στα χειρόγραφα «συνοπτικός και ηδύτατος», «σύντομος και τερπνός» (η τυπική μορφή Πολυελέου που θα επικρατήσει οριστικά στην επόμενη μεγάλη περίοδο ακμής)• Δούλοι Κύριον ηχ πλ δ´, εκτενέστατος αυτός, με κρατήματα στους στίχους, Τριαδικό και (15σύλλαβο) Θεοτοκίο και τις ενδείξεις στα χειρόγραφα «ηδύς», «έντεχνος και ηδύτατος», «ωραίος τε και πανευφρόσυνος», από τα πιο ενδιαφέροντα μέλη του Πέτρου Μπερεκέτη• Εξομολογείσθε τω Κυρίω ηχ πλ β´ νενανώ (β´ Στάση), χωρίς Τριαδικό και Θεοτοκίο και με την ένδειξη σε ορισμένα χειρόγραφα ότι «εκαλλωπίσθη παρά Πέτρου Μπερεκέτη»• Λόγον αγαθόν ηχ δ´ Άγια με τη γνωστή έκτοτε μορφή, τους στίχους δηλαδή του (44ου) Ψαλμού ενωμένους με εγκωμιαστικούς Χαιρετισμούς προς την Παναγία, επίσης με Τριαδικό και Θεοτοκίο στο τέλος, μέλος πολύ ενδιαφέρον από κάθε άποψη. Σε όλες αυτές τις συνθέσεις ο Πέτρος Μπερεκέτης παρουσιάζεται (και εδώ) ριζοσπαστικός και πρωτότυπος. Στην ουσία εδημιούργησε νέα ασματική παράδοση, την οποία ακολούθησαν όλοι οι επόμενοι τον 18ο και τον 19ο αι. Γενικότερα, στο είδος των Πολυελέων οι συνθέτες της περιόδου ανανέωσαν ριζοσπαστικά τη φόρμα και, σε μεγάλο βαθμό, το περιεχόμενο, παραμένοντας ωστόσο δημιουργικά πιστοί στην ιστορική μουσική ύλη.

Στην επόμενη μεγάλη περίοδο ακμής (1770-1820) της Εκκλησιαστικής μουσικής οι Πολυέλεοι πήραν ξεχωριστή ανάπτυξη. Στην ουσία, αποτελούν ένα από τα πιο αγαπητά, και τα πιο νεωτερικά, μουσικά είδη της εποχής. Καταρχήν, από άποψη τύπου είναι όλοι ανεξαιρέτως σύντομοι στους Στίχους με αργά καλοφωνικά Τριαδικά και Θεοτοκία στο τέλος, στα οποία τώρα προστίθενται πάντοτε και εκτενή Κρατήματα που κοσμούν και πλατύνουν το μέλος. O τύπος αυτός (σύντομοι Στίχοι - αργά Τριαδικά και Θεοτοκία - Κρατήματα) καθιερώνεται γρήγορα ως κλασικός και αυτόν υιοθέτησαν σταθερά όλοι οι συνθέτες. Νέες «θέσεις», πνεύμα δυναμικό και ευφρόσυνο, με περίτεχνα και επιτηδευμένα τα αργά «μαθήματα», αλλά και ανοίγματα σε «εξωτερικές» επιδράσεις, όλα αυτά συμβάλλουν στο να γραφτεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καινούρια στην ουσία, εκκλησιασική μουσική, η οποία εξακολουθεί να ηχεί και σήμερα ως αναγεννησιακή και πρωτότυπη. Oι Πολυέλεοι της περιόδου αυτής, ως εκτενή συνθετικά σύνολα, πρέπει να θεωρηθούν από τις πιο σημαντικές κατακτήσεις της Εκκλησιαστικής μουσικής στα νεώτερα χρόνια. Το είδος καλλιεργείται αποκλειστικά σχεδόν στον χώρο του Oικουμενικού Πατριαρχείου, και της Κωνσταντινούπολης γενικότερα, γι’ αυτό είναι έκδηλος και εδώ ο έντεχνος και αστικότροπος χαρακτήρας. Η ανανέωση αρχίζει ουσιαστικά από τον πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Ιωάννη Τραπεζούντιο (1770) και οριστικοποιείται με τον Δανιήλ πρωτοψάλτη (1789) και τον λαμπαδάριο και μεγάλο μουσικό Πέτρο Πελοποννήσιο (1777). O Ιωάννης Τραπεζούντιος έχει συνθέσει δύο Πολυελέους, το Δούλοι Κύριον σε ηχ α´ με Τριαδικό στο τέλος και εκτενέστατο Κράτημα, και τον ίδιο σε ηχ δ´ Άγια με Τριαδικό, Θεοτοκίο, Κρατήματα και στα δύο, και με την ένδειξη συχνά στα χειρόγραφα «σύντομός τε και πάντερπνος» (ο τελευταίος σε λαμπρή εκτέλεση, στο μεγαλύτερο μέρος των Στίχων και σε ηχογράφηση του 1980, από τον Θρασύβουλο Στανίτσα, βλ. Σύμμεικτα, CD 5ο). O ίδιος πολυέλεος Δούλοι Κύριον έχει συντεθεί επίσης από τον Δανιήλ πρωτοψάλτη σε ήχο και πάλι δ´ Άγια με Τριαδικό και Θεοτοκίο (και εκτενή Κρατήματα και στα δύο) και με την ένδειξη στα χειρόγραφα «συνοπτικός» και «πάνυ χαρμόσυνος», κυρίως όμως από τον Πέτρο τον Πελοποννήσιο σε ήχο πλ α´ και σε ήχο βαρύ Ζω (και οι δύο με Τριαδικό, 15σύλλαβο Θεοτοκίο και Κρατήματα). O πολυέλεος Δούλοι Κύριον ηχ πλ α´ του Πέτρου Πελοποννησίου είναι ένα από τα αριστουργήματα του είδους. Τους τρεις αυτούς συνθέτες, Ιωάννη Τραπεζούντιο, Δανιήλ πρωτοψάλτη, Πέτρο Πελοποννήσιο, ακολουθεί πλειάδα ολόκληρη με ιδιαίτερη επίδοση στους Πολυελέους: ο Μελέτιος Σιναΐτης ο Κρης (τέλος του 18ου αι.) με το Δούλοι Κύριον ηχ πλ δ´, ο Ιάκωβος πρωτοψάλτης (1800) με το Δούλοι Κύριον ηχ δ´ (σύντομος, Εκλογή στίχων - Τριαδικό με Κράτημα), ο Γεώργιος Κρης (1815) με τον λαμπρό Θεομητορικό Λόγον αγαθόν ηχ βαρύς Ζω (Στίχοι - Τριαδικό με Κράτημα - Θεοτοκίο με Κράτημα), ο Γρηγόριος πρωτοψάλτης (1821) με το Δούλοι Κύριον ηχ γ´ (Στίχοι - Τριαδικό με Κράτημα - Θεοτοκίο με Κράτημα) και Επί των ποταμών Βαβυλώνος ηχ γ´ (Στίχοι και απλά καταληκτικά «Δόξα και Νυν. Αλληλούια») και οι δύο σπουδαίοι επίγονοι Χουρμούζιος Χαρτοφύλαξ (1840) και Θεόδωρος Φωκαεύς (1851). O Χουρμούζιος έχει συνθέσει τους πολυελέους Δούλοι Κύριον ηχ πλ δ´ (Στίχοι - Τριαδικό με Κράτημα -Θεοτοκίο 15σύλλαβο με Κράτημα), Λόγον αγαθόν ηχ λέγετος (Στίχοι - Τριαδικό με Κράτημα - Θεοτοκίο με Κράτημα) και Επί των ποταμών Βαβυλώνος ηχ γ´ (Στίχοι - Τριαδικό με Κράτημα - Θεοτοκίο με Κράτημα) και ο Φωκαεύς τους πολυελέους Εξομολογείσθε τω Κυρίω ηχ λέγετος (Στίχοι - Τριαδικό Δόξα και Νυν με Κράτημα), Λόγον αγαθόν ηχ πλ δ´ (Στίχοι - Θεοτοκίο Δόξα και Νυν με Κράτημα) και Λόγον αγαθόν ηχ βαρύς τετράφωνος (Στίχοι - Θεοτοκίο Δόξα και Νυν με Κράτημα) συντομότερος (κατά μίμηση του αντίστοιχου Πολυελέου Γεωργίου του Κρητός). Oι Πολυέλεοι αυτοί του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος και του Θεοδώρου Φωκαέως, καθώς και ο Πολυέλεος του πλ α´ του Πέτρου Πελοποννησίου, βρίσκονται και σήμερα σε χρήση στη λειτουργική πράξη. Η απαρίθμηση όλων αυτών των συνθέσεων δείχνει ανάγλυφα ότι το είδος των Πολυελέων πήρε, την εποχή αυτή, πράγματι μεγάλη ανάπτυξη. Επιπλέον, η αποδέσμευση από τα παλαιά πρότυπα βοήθησε στο να αναπτυχθούν περισσότερο ελεύθερα και να εκφράσουν περισσότερο αποτελεσματικά τις νεωτερικές τάσεις του καιρού τους. Έτσι, οι Πολυέλεοι παραμένουν από τα πιο πρωτότυπα και τα πιο νεωτερικά δημιουργήματα στην ιστορία του νεώτερου Εκκλησιαστικού μέλους.

Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει ιδιαίτερος λόγος για τα Τριαδικά και τα Θεοτοκία των Πολυελέων. Ως κείμενο το Τριαδικό είναι ένα τυπικό τροπάριο από τη μεγάλη δεξαμενή της κλασικής υμνογραφίας, το οποίο αναφέρεται στην τρισυπόστατη φύση της Τριαδικής θεότητας (από εδώ και η ονομασία του) και χρησιμοποιείται ως α´ μέρος (Δόξα) στο τέλος του Πολυελέου (μετά το πέρας των Στίχων). Το Θεοτοκίο είναι άλλοτε ένα τυπικό επίσης κλασικό τροπάριο και άλλοτε ένα αυτοσχέδιο (συχνά μάλιστα 15σύλλαβο) στιχούργημα, το οποίο αναφέρεται πάντοτε, παρακλητικά συνήθως, προς την Θεοτόκο (από εδώ και η ονομασία) και χρησιμοποιείται ως β´ μέρος (Και νυν) μετά το Τριαδικό. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει μόνο Τριαδικό (ως Δόξα και Νυν) ή μόνο Θεοτοκίο (επίσης ως Δόξα και Νυν). Τα μεγάλα αυτά Δοξαστικά αντικαθιστούν την παλαιά (και νεώτερη, χάρη συντομίας) μικρή καταληκτική δοξολογία Δόξα και Νυν. Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια. Δόξα σοι ο θεός η ελπίς ημών, Κύριε, δόξα σοι. Η χρήση του Τριαδικού και του Θεοτοκίου, με την προηγούμενη μορφή, εγκαινιάζεται στο β´ μισό του 17ου αι. (από τον Μπαλάσιο ιερέα και, κυρίως, τον Πέτρο Μπερεκέτη) και γενικεύεται από το β´ μισό του 18ου αι. και εξής. Σ’ αυτή τη δεύτερη φάση μάλιστα προστίθενται επιπλέον, και στα δύο, εκτενή Κρατήματα, τα οποία κοσμούν και πλατύνουν, ακόμη περισσότερο, το ήδη αργό καλοφωνικό μέλος. Από την άποψη αυτή, συγγενεύουν στενά προς τους Καλοφωνικούς Ειρμούς, οι οποίοι ως αργά καλοφωνικά μαθήματα εμφανίζονται επίσης στο β´ μισό του 17ου αι. και συμπληρώνονται, κατά τον ίδιο τρόπο, με Κρατήματα στο β´ μισό του 18ου. Πέρα από τα προηγούμενα (μορφολογικά και ιστορικά δεδομένα), τα Τριαδικά και τα Θεοτοκία των Πολυελέων ενδιαφέρουν κυρίως για τη μελοποιητική τους υφή και υπόσταση. Ως καλοφωνικές στην ουσία συνθέσεις υποτάσσονται στο Παπαδικό είδος και εκφράζουν καίρια τις διαθέσεις των συνθετών και του καιρού τους. Ειδικά στη δεύτερη μεγάλη περίοδο ακμής (1770-1820) εξελίσσονται σε μέλη περίτεχνα και επιτηδευμένα με ελευθερία έμπνευσης και συχνά αστικό, ημι-εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Γιαυτό είναι και περισσότερο ανοικτά στις «εξωτερικές» επιδράσεις. Γενικότερα, τα αργά αυτά μαθήματα, άγνωστα σήμερα στο σύνολό τους (ψάλλονται σπάνια και επιλεκτικά), παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον από μουσική άποψη, καθώς μάλιστα χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα μια συγκεκριμένη εποχή με έντονες νεωτερικές και φυγόκεντρες τάσεις.

Oι Πολυέλεοι ως συνθετικά σύνολα είναι μέλη με ιστορικό βάθος και μακραίωνη εξελικτική διαμόρφωση. Στην ολοκληρωμένη τους μορφή (Στίχοι - Τριαδικά και Θεοτοκία - Κρατήματα) είναι από τα πιο σημαντικά μουσικά δημιουργήματα της εκκλησιαστικής ψαλμωδίας. Είναι ακόμη οι εκτενέστερες ομόηχες συνθέσεις με ποικιλία στον ρυθμό και στο ύφος. Το σύντομο στιχηραρικό μέλος στους Στίχους διαδέχεται το αργό παπαδικό στα Τριαδικά και στα Θεοτοκία για να κλείσει και πάλι στον σύντομο ρυθμικό βηματισμό των Κρατημάτων. Σ’ αυτήν την ύστερη, και ολοκληρωμένη τους, μορφή παρουσιάζονται ως συνθέσεις ριζοσπαστικές και πρωτότυπες που διερμηνεύουν έξοχα το γενικότερο πνεύμα αισιοδοξίας και εξωστρέφειας του Ελληνισμού στα ίδια αυτά χρόνια (τέλος 18ου - αρχές 19ου αι.). Στην πράξη αποτυπώνουν μια περίτεχνη και εκλεπτυσμένη, αστικότροπη έκφραση, με ανάλογο πνεύμα και ύφος. Ευεξήγητο, αφού ο γαιο-πολιτισμικός χώρος δημιουργίας τους είναι κυρίως η Κωνσταντινούπολη, και μάλιστα σε μιαν εποχή κατά την οποία η αστική Φαναριωτική τάξη βρισκόταν στην ακμή της. Από μια γενικότερη σκοπιά, οι Πολυέλεοι δείχνουν πολύ χαρακτηριστικά, έστω και παραδειγματικά, ότι η Εκκλησιαστική μουσική παράδοση δεν υπήρξε στατική και ανέλικτη, αλλά δημιουργική και ζώσα, όπως στην ουσία κάθε άλλη αληθινή και μεγάλη τέχνη.