Αρχική » Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής » Κρατήματα

Σώμα Έβδομο - Κρατήματα
(14ος – 17ος αι.)

Ιστορία και Είδος

Τα Κρατήματα είναι μέλη με συλλαβές ά-σημες (τεριρέμ, τερρερέ, ανενα, τιτιτί, τοτοτό, κ.ά.) που χρησιμεύουν για να παρατείνουν, να “κρατούν”, την κανονική μελωδία ενός οποιουδήποτε, καλοφωνικού συνήθως, μαθήματος. Είναι άλλοτε αρχικά και άλλοτε, το πιο συχνό, ενδιάμεσα ή τελικά. Ήδη από πολύ ενωρίς αποτελούν επίσης και ανεξάρτητες, αυτοτελείς συνθέσεις. Από άποψη δομής και ουσίας τα Κρατήματα παρουσιάζονται από τα πιο ενδιαφέροντα, στο σύνολό τους, εκκλησιαστικά μέλη. Η μουσική έμπνευση, απαλλαγμένη από τον αυστηρό περιορισμό ενός καθορισμένου κειμένου, είναι σ’ αυτά ιδιαίτερα πλούσια και πρωτότυπη. Λόγω της χρήσης και του είδους τους παραμένουν ταυτόχρονα από τις πιο ανοικτές μουσικές συνθέσεις στις εξωτερικές επιδράσεις. Ειδικά μετά την ΄Άλωση, είναι τα μέλη εκείνα τα οποία, μαζί με τους αντίστοιχους Καλοφωνικούς Ειρμούς, εκφράζουν περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο τις λανθάνουσες ροπές και τον κυρίαρχο χαρακτήρα του εκκλησιαστικού μέλους στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Δηλαδή την ένταση του αισθήματος και τη λαϊκοποίηση της μεγάλης μουσικής παράδοσης του Βυζαντίου.

Τα πρώτα Κρατήματα εμφανίζονται κατά τη Βυζαντινή περίοδο, και μάλιστα κατά τη μεγάλη περίοδο ακμής της εκκλησιαστικής μουσικής (14ος-15ος αι.). Ως ανεξάρτητες συνθέσεις είναι, στην αρχική τους φάση, συνοδευτικά των Οίκων του Ακαθίστου ή άλλων καλοφωνικών Μαθημάτων (και γι’ αυτό καταγράφονται συγκεντρωμένα, ως δεύτερο μέρος, στο Οικηματάριο, συνήθως του Κλαδά). Ταυτόχρονα, αρχίζουν να μελοποιούνται και ως απολύτως αυτόνομες συνθέσεις, και οι οποίες έχουν συγκεντρωθεί (ήδη από τον 15ο αι.) σε αυτοτελές, ανεξάρτητο χειρόγραφο βιβλίο, το γνωστό ως Παλαιό Κρατηματάριο, το οποίο περιέχει όλα σχεδόν τα Κρατήματα ως τον 17ο αι. (και το οποίο έχει μεταγραφεί στη Νέα μέθοδο από τον Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα, Εθν. Βιβλ. της Ελλάδος, ΜΠΤ αρ. χφ 710 και 711, έτος μεταγραφής 1817). Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για Κρατήματα στην καθαυτό Βυζαντινή περίοδο εντοπίζονται σε χειρόγραφα και σε συνθέτες που ανήκουν στις αρχές του 14ου αι. Οι πιο γνωστοί (μέλη των οποίων αναφέρονται γενικότερα σε χειρόγραφο του 1336) είναι, από τους ελάσσονες πρώτα, ο Δημήτριος Δοκειανός με Κρατήματα σε ήχο δ΄, α΄ τετράφωνο και πλ δ΄, ο λεγόμενος Τζακνόπουλος με πολλά και διαφορετικά σε ήχο δ΄, ο Μανουήλ Αγαλλιανός ο φερόμενος ως δομέστικος της Μεγάλης Εκκλησίας με ένα σε ήχο βαρύ, και ο γνωστός Νικηφόρος Ηθικός με Κρατήματα σε ήχο α΄, γ΄ (το οποίο έχει εντοπισθεί ήδη σε χειρόγραφο του 1463), ήχο δ΄ και πλ α΄. Εδώ πρέπει να προστεθεί και ο μεγάλος μουσικός, πρωτοψάλτης και Οικουμενικός πατριάρχης (1316-1320), Ιωάννης ο Γλυκύς (ο οποίος μάλιστα φέρεται σε ορισμένα μεταγενέστερα χειρόγραφα και ως δάσκαλος του Κουκουζέλη). Ο Ιωάννης ο Γλυκύς φαίνεται να είναι ο πρώτος που συνθέτει Κρατήματα ως αυτοτελείς συνθέσεις. Στο όνομά του σώζονται δύο σε ήχο β΄, δύο σε ήχο δ΄ με τις ενδείξεις “πρόλογος” και “ηδυφωνία”, ένα σε ήχο πλ β΄ το λεγόμενο “σουρλάς” (ήδη στο χειρόγραφο και αυτό του 1463), και ένα άλλο σε ήχο πλ δ΄. Με τα Κρατήματα αυτά ο Ιωάννης ο Γλυκύς γίνεται ο καθαυτό εισηγητής του νέου αυτού μουσικού είδους, το οποίο θα παρουσιάσει στη συνέχεια, και ως τα νεώτερα χρόνια, πολύ μεγάλη ανάπτυξη.

Ωστόσο, πραγματικός θεμελιωτής (και “πατήρ”) του είδους των Κρατημάτων πρέπει ασφαλώς να θεωρηθεί ο Ιωάννης Κουκουζέλης (μνεία του ήδη σε Σιναϊτικό χειρόγραφο του έτους 1309). Δεν είναι μόνο το πλήθος των Κρατημάτων που φέρονται στο όνομά του, αλλά κυρίως ο χαρακτήρας τους, οργανικά και μιμητικά φυσικών ήχων και φωνών, και ορισμένα ανοικτά ήδη σε εθνικά μουσικά ιδιώματα. Η χειρόγραφη παράδοση διασώζει στο όνομα του Κουκουζέλη πάνω από πενήντα (50) Κρατήματα σε όλους τους ήχους, τα περισσότερα στον πλ α΄ (10) και στον πλ δ΄ (17). Ανάμεσα σ’ αυτά πολλά με ειδικούς χαρακτηρισμούς, όπως το λεγόμενο “ταταρικόν” ή “πολεμικόν” και το “καθ’ υπόδειξιν του σημαντήρος” σε ήχο α΄, το “φθορικόν” σε ήχο β΄, “η λεγομένη σημαντήρα”, το “ορφανόν”, το “βουλγαρικόν” (ή και “βουλγάρα”) και το “αηδονάτον” σε ήχο πλ α΄, ο “ανυφαντής” και ο “μονόπους” σε ήχο πλ β΄, το “μέγα”, η “κλίμαξ” και το “φθορικόν και πέρσικον” στον βαρύ, τέλος ο “μαργαρίτης” (λεγόμενο και “εθνικόν”), η “βιόλα και καμπάνα”, “του Βασιλέως”, το “Παπαδόπουλον” και ο “χορός” στον πλ δ΄. Και μόνο η απαρίθμηση των Κρατημάτων αυτών, με τους αντίστοιχους χειρόγραφους χαρακτηρισμούς, αναδεικνύει το εύρος και τον ειδικό ανοικτό χαρακτήρα των μελών αυτών και τη μεγάλη συμβολή του Κουκουζέλη στην επιβολή και ανάπτυξη του συγκεκριμένου είδους των Κρατημάτων.

Εκτός από τον Κουκουζέλη, δύο άλλοι μεγάλοι επίσης μουσικοί του Βυζαντίου παρουσιάζονται ως ικανοί συνθέτες Κρατημάτων, ο Ξένος Κορώνης και ο Ιωάννης ο Κλαδάς. Ο Ξένος Κορώνης και πρωτοψάλτης της Αγίας Σοφίας (ακμή περ. 1320-1350, μέλη του στο χφ του 1336) παρουσιάζεται εξίσου με μεγάλο αριθμό Κρατημάτων στο όνομά του (πάνω από 40). Και τα Κρατήματα του Κορώνη φέρονται στα χειρόγραφα με πολλούς και ειδικούς χαρακτηρισμούς, πράγμα το οποίο υποδηλώνει ασφαλώς και εδώ συγκεκριμένο μελικό πυρήνα και χαρακτήρα. Ανάμεσα σ’ αυτά πρέπει να μνημονευθούν το “πέρσικον” σε ήχο α΄, η “αηδών” σε ήχο β΄, τα λεγόμενα “αηδονάτον”, “σημαντήρι μικρόν” και “ροδακινάτον” όλα σε ήχο πλ α΄, τέλος το “καλόν”, το “πάνυ ωραίον”, το “ροδάνι” και το με την ιδιότυπη προσωνυμία “εμπαχούμ“ στον πλ δ΄. Εδώ πρέπει να προστεθούν και ορισμένα ως συμπληρώματα σε Οίκους του Ακαθίστου του Ιωάννη του Γλυκύ και του Ιωάννη Κουκουζέλη. ΄Όπως διαπιστώνεται, τα Κρατήματα αυτά του Κορώνη κινούνται μέσα στο πνεύμα και στην εξωστρέφεια των αντίστοιχων του Κουκουζέλη. Ο Ιωάννης ο Κλαδάς, ο οποίος ζει προς το τέλος του ίδιου 14ου αι. και στις αρχές του επόμενου (δηλαδή γύρω στο 1400) και υπήρξε λαμπαδάριος “του ευαγούς βασιλικού κλήρου” (Αγίας Σοφίας), παρουσιάζεται επίσης με πολλά και ενδιαφέροντα Κρατήματα. Ανάμεσα σ’ αυτά πέντε στον α΄ ήχο, τρία στον δεύτερο, το ένα με την ένδειξη “το καλούμενον μίδα”, δύο στον δ΄, από ένα στον πλ β΄ και στον βαρύ, το τελευταίο συχνά με την ένδειξη “πέρσικον” και άλλοτε “το λεγόμενον κεκαλωπισμένον”, και έξι στον πλ δ΄, ανάμεσα στα οποία το λεγόμενον “ανακαράς” και κάποιο με την ένδειξη “φθορικόν”. Με τον Κλαδά κλείνει ο κύκλος συνθετών Κρατημάτων του 14ου αιώνα.

Η σύνθεση Κρατημάτων συνεχίζεται στο α΄ μισό του 15ου αι., και ως τα χρόνια της ΄Άλωσης. Στην ίδια αυτή εποχή τοποθετούνται ακριβώς και άλλοι αξιόλογοι εκκλησιαστικοί μουσικοί, στο όνομα των οποίων φέρονται επίσης ενδιαφέροντα Κρατήματα. Ο σπουδαιότερος είναι ο γνωστός Γρηγόριος Μπούνης ο Αλυάτης (αυτόγραφά του μουσικά και μη των ετών 1433-1447), με τρία Κρατήματα, ένα σε πλ β΄ φερόμενο ως “πάνυ έντεχνον δύσκολον φθορικόν και ωφέλιμον”, ένα σε βαρύ και ένα σε πλ δ΄, το γνωστό ως “ψαλτήρα”. Επίσης, ο Μάρκος ιερομόναχος εκ της Μονής των Ξανθοπούλων και κατόπιν μητροπολίτης Κορίνθου (αυτόγραφό του του έτους 1434) με ένα σε ήχο δ΄ “οργανικόν” και ο Γεώργιος Οικονόμος και πρωτοψάλτης ο εξ Αθηνών, ο επιλεγόμενος Πράσινος, με περισσότερα, δύο σε ήχο α΄, από τα οποία το ένα Ιωάννου του Κλαδά και την ένδειξη “εκαλλωπίσθη παρά Γεωργίου ιερέως οικονόμου Αθηνών του Πρασίνου και νέου μαΐστορος των διδασκάλων” (και πλούσια χειρόγραφη παράδοση), και άλλα τρία στους ήχους γ΄, πλ β΄ με την ένδειξη “εκλογή του Πρασίνου εκ του Μπούνη”, και πλ δ΄ με την ένδειξη και εδώ “η ψαλτήρα του Πρασίνου”. Με τα Κρατήματά του αυτά ο Γεώργιος Οικονόμος ο επιλεγόμενος Πράσινος συνεχίζει σταθερά την παράδοση των προηγουμένων (και ειδικότερα του Κλαδά και του Μπούνη, συνθέσεις των οποίων καλλωπίζει και διασκευάζει).

Η σύνθεση Κρατημάτων κατά την Βυζαντινή περίοδο κλείνει με τη μνεία ορισμένων ακόμη συνθετών, για τους οποίους δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής ακριβείς χρονολογικές ενδείξεις για τη ζωή και τη δράση τους (και που γενικότερα μπορούν να τοποθετηθούν στο β΄ μισό του 14ου αι. και στο α΄ μισό του 15ου). Από τους πιο ενδιαφέρον­τες είναι ο Γαβριήλ ιερομόναχος εκ της Μονής των Ξανθοπούλων με τρία Κρατή­ματα, ένα σε ήχο α΄ και την ένδειξη “ταςνήφ πέρσικον”, επίσης σε ήχο δ΄ και πλ δ΄. Επίσης, ο συνώνυμος Γαβριήλ μοναχός (και άλλοτε ιερομόναχος), με ένα πολύ σημαν­τικό Κράτημα σε ήχο β΄, το οποίο σε ορισμένα μεταγενέστερα χειρόγραφα φέρεται διασκευασμένο από τον Θεοφάνη τον Καρύκη (τέλος 16ου αι.) και με την ένδειξη “από την αηδών” και τον Ιωάσαφ τον νέο Κουκουζέλη (αρχές 17ου αι.). Πρέπει ακόμη να μνημονευθούν ο Ιωάννης Λάσκαρης ο Σηρπάγανος με δύο Κρατήματα σε ήχο α΄ και β΄ (το τελευταίο με την ένδειξη “η λεγομένη ποταμίς”), ο Κωνσταντίνος Μαγουλάς με ένα σε ήχο γ΄ και ο φερόμενος απλώς ως Αβασιώτης επίσης με ένα σε ήχο γ΄ (ήδη στο χειρόγραφο της ΕΒΕ του 1463). Ο Βυζαντινός κύκλος σύνθεσης Κρατημάτων κλείνει ουσιαστικά με τον τελευταίο μεγάλο μουσικό, και αυτόπτη μάρτυρα της Αλώσεως, Μανουήλ Δούκα τον Χρυσάφη (ακμή περ. 1440-1465), του οποίου, γενικότερα, το μεγάλο σε όγκο και σπουδαιότητα έργο σφράγισε ανεξίτηλα όλη τη μετέπειτα ιστορία της εκκλησιαστικής μουσικής θεωρίας και πράξης. Ανάμεσα σ’ αυτό σημαντική θέση κατέχουν και τα πολυάριθμα Κρατήματα σε όλους τους ήχους, που φέρονται στο όνομά του είτε ως αυτοτελείς συνθέσεις είτε ως συνοδευτικά σε άλλα καλοφωνικά του μαθήματα και μέλη (όλα με πλουσιότατη χειρόγραφη παράδοση ως τα νεώτερα χρόνια). Ιδιαίτερα πρέπει να μνημονευθεί το γνωστό του πλ δ΄ με την επωνυμία “κιννύρα”.

Η καλλιέργεια του νέου αυτού είδους των Κρατημάτων κατά την καθαυτό Βυζαντινή περίοδο δεν συμπίπτει μόνο με τη γενικότερη μεγάλη ανάπτυξη της εκκλησιαστικής μουσικής, αλλά και με την καθόλου αναγεννησιακή ακμή στις τέχνες και στα γράμματα την ίδια εποχή στο Βυζάντιο (η γνωστή ως Παλαιολόγεια εποχή και κατά πολλούς χαρακτηριζόμενη ως “πρώτη Αναγέννηση”). Αντίθετα, στα μετά την ΄Άλωση χρόνια κι ως το τέλος του 16ου αι., στα χρόνια της Μεγάλης Σιωπής, η εκκλη­σιαστική μουσική δραστηριότητα παρουσιάζει μεγάλη στασιμότητα και κάμψη. Στην ουσία, περιορίζεται μόνο στην αντιγραφή του παλαιού υλικού και στη διδασκαλία, ενώ η σύνθεση είναι περίπου ανύπαρκτη. Τα πρώτα σημάδια επαναδραστηριοποίησης και ανανέωσης παρουσιάζονται μόλις προς το τέλος του 16ου και στις αρχές του 17ου αι. Είναι ακριβώς η εποχή κατά την οποία πολλοί επώνυμοι και ανώνυμοι μουσικοί ασχολούνται και πάλι με την εκκλησιαστική μελοποιΐα και σύνθεση. Μέσα στο πνεύμα αυτό, η σύνθεση Κρατημάτων κατά το παράδειγμα της όχι και τόσο πολύ μακρυνής βυζαντινής πρακτικής, επανέρχεται εκ νέου στην επικαιρότητα, και μάλιστα με έντονη τάση προς πηγές έμπνευσης από την εξωτερική μουσική πραγματικότητα. Οι πιο σημαντικοί από τους νέους αυτούς εκκλησιαστικούς συνθέτες Κρατημάτων είναι ο Θεοφάνης ο Καρύκης, ο Κωνσταντίνος ο εξ Αγχιάλου, ο Ιωάσαφ ο επωνυμούμενος νέος Κουκουζέλης, και ο Αρσένιος ιερομόναχος ο Βατοπεδινός.

Ο Θεοφάνης ο Καρύκης, πρώτος γνωστός πρωτοψάλτης (-1578) της Μεγάλης Εκκλησίας μετά την ΄Άλωση και ταυτόχρονα Οικουμενικός πατριάρχης (1597), είναι από τους πιο καινοτόμους εκκλησιαστικούς μουσικούς του τέλους του 16ου αι. Μια από τις πιο βασικές του καινοτομίες παραμένει η σύνθεση “εξωτερικών εθνικών” Κρατημάτων. Στο όνομά του φέρονται πέντε (5) Κρατήματα, ένα σε α΄ ήχο, ένα σε β΄ (με την ένδειξη στα χειρόγραφα “Γαβριήλ ιερομονάχου” και καλλωπισμός Καρύκη), δύο στον πλ α΄ και ένα στον βαρύ. Τα πιο σημαντικά είναι τα Κρατήματα του πλαγίου πρώτου. Το ένα, το λεγόμενο “ισμαηλίτικον”, μέλος με πλούσια χειρόγραφη παράδοση και ξεχωριστή επίδοση, και το οποίο αποτέλεσε αργότερα τη βάση για άλλα παρόμοια, και το άλλο, το οποίο είναι γνωστό συχνά με τις ενδείξεις “νάι”, “νάι παλαιόν”, “εθνικόν”, και αυτό με πλούσια χειρόγραφη παράδοση (και τα δύο μεταγραμμένα από τον Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα, το “ισμαηλίτικον” και από τον Γρηγόριο). Σύγχρονος με τον Καρύκη είναι ο Κωνσταντίνος ο εξ Αγχιάλου, γνωστός κυρίως για τη λαμπρή και πρωτότυπη οκτάηχη Τιμιωτέρα του. Στο όνομά του έχουν παραδοθεί πέντε (5) Κρατήματα, τρία σε ήχο α΄ τετράφωνο, ένα σε δ΄, ένα σε πλ α΄ και ένα σε πλ δ΄ με την ένδειξη “τεχνικόν και ωραίον”. Για το Κράτημα του πλ α΄ χαρακτηριστική η προσημείωση σε χειρόγραφο (του 1649): “εθνικόν το καλούμενον νάι μεταβληθέν εις τέχνην των φωνών ως ψάλλεται και καλλωπισθέν παρά Κωνσταν­τίνου πρωτοψάλτου του εξ Αγχιάλου”.

Περισσότερο προς τις αρχές του 17ου αι. ζουν, στο ΄Άγιον ΄Όρος, και δύο άλλοι σπουδαίοι συνθέτες Κρατημάτων, ο Ιωάσαφ μοναχός ο επωνυμούμενος νέος Κουκουζέλης και ο Αρσένιος ιερομόναχος ο Βατοπεδινός. Είναι ακριβώς η εποχή κατά την οποία αρχίζει, κυρίως στο ΄Άγιον ΄Όρος, η λαϊκοποίηση της μεγάλης μουσικής παράδοσης του Βυζαντίου. Μέσα στο πνεύμα αυτό οι συνθέσεις Κρατημάτων αποκτούν πρωτεύοντα ρόλο. Ο Ιωάσαφ ο νέος Κουκουζέλης είναι γνωστός για τα κατ’ ήχον Κρατήματα και Ηχήματα παλαιοτέρων διδασκάλων που φέρονται ως “σμικρυνθέντα και παραλλαγέντα” από τον ίδιο. Πρόκειται για μέλη με χαρακτηριστική τη σφραγίδα των νέων τάσεων. Ωστόσο, ο περισσότερο ενδιαφέρων για τα Κρατήματα που συνθέτει είναι ο Αρσένιος Βατοπεδινός, καθώς αυτά είναι αποκλειστικά “εκ των έξω”, δηλαδή συνθεμένα με βάση οργανικές εθνικές μελωδίες. Τα πιο σημαντικά από αυτά, και τα πιο συνηθισμένα στη χειρόγραφη παράδοση, είναι το “λεγόμενον σύριγξ, παρά δε των Ισμαηλιτών μουσχάλι” και το δις διαπασών συχνά με την ένδειξη “πάνυ ωραίον τε και ηδύτατον”. Για το τελευταίο σημειώνεται σε Αγιορειτικό χειρόγραφο (του β΄ μισού του 18ου αι.): “το παρόν ποίημα αναβαίνει επτά από το ίσον απάνω και πάλιν καταβαίνει εις το ίσον. Είτα καταβαίνει άλλους επτά από το ίσον και ούτε σημαδόφωνα δέχεται. Δια τούτο λέγεται κατ’ αντιφωνίαν. Ούτε κάθε φωνή δύναται να το ψάλλει πάρεξ αν έχει φωνήν ως τον ποιητήν”. Δίπλα σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν δύο ακόμη, της ίδιας εποχής, συνθέτες Κρατημάτων, ο ιερομόναχος Κλήμης ο Μυτιληναίος με ένα Κράτημα σε ήχο πλ β΄ και ο λίγο μεταγενέστερος Γεώργιος Ραιδεστηνός (λαμπαδάριος 1616-περ. 1629 και πρωτοψάλτης περ. 1629-1638 της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας) με δύο, σε ήχο πλ α΄ “εθνικόν” και πλ δ΄. ΄Έτσι η σύνθεση Κρατημάτων προς το τέλος του 16ου και στο α΄ μισό του 17ου αι., μέσα στο νέο πνεύμα ανοίγματος της εκκλησιαστικής μουσικής προς περισσότερο λαϊκές πηγές έμπνευσης, παρουσιάζει μεγάλη επίδοση και παραγωγικότητα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι τα νεωτερικά αυτά Κρατήματα βρίσκονται συγκεντρωμένα ήδη σε χειρόγραφο του 1649 (μαζί με άλλα παλαιότερα).

Στο β΄ μισό του 17ου αι. και στις αρχές του 18ου (δηλαδή στα χρόνια 1650-1720), εποχή που έχει ήδη χαρακτηρισθεί ως η πρώτη μεγάλη ακμή και άνθιση της εκκλησιαστικής μουσικής στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και παρά το ότι ζουν και δραστηριοποιούνται μεγάλοι εκκλησιαστικοί μουσικοί (Χρυσάφης ο νέος, Γερμανός Νέων Πατρών, Μπαλάσιος ιερεύς, Πέτρος Μπερεκέτης), η σύνθεση αυτοτελών Κρατημάτων εμφανίζεται περιορισμένη, συγκριτικά μάλιστα προς την αμέσως προηγούμενη και την αμέσως επόμενη περίοδο. ΄Έτσι, από τους μεγάλους μουσικούς, στο όνομα του Χρυσάφη φέρονται μόνο δύο Κρατήματα σε ήχο πλ α΄ και βαρύ “έντεχνον”, το ίδιο και στο όνομα του Γερμανού επίσης δύο σε ήχο πλ α΄ “νάι” και πλ δ΄ (το τελευταίο ήδη σε χφ του 1680). Πολύ περισσότερα σώζονται στο όνομα του Πέτρου Μπερεκέτη, καθώς πέρα από το πολύ μεγάλο σε όγκο έργο του πρέπει να θεωρηθεί επίσης και ως ο “λαϊκότερος” εκκλησιαστικός συνθέτης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Συγκεκριμένα, στο όνομά του καταγράφονται ένα σε ήχο α΄ έσω “εθνικόν ναγμές με το πεστρέφι”, έτερο “λεπτόν” επίσης σε ήχο α΄, ένα σε ήχο γ΄ και ήχο δ΄ Βου “ονομαζόμενον μισκάλι”, τέλος και ένα σε ήχο πλ δ΄ “και αυτό μισκάλι”. Εδώ πρέπει να προστεθούν και τα λαμπρά Κρατήματα του ίδιου, συνοδευτικά αυτά καλοφωνικών μαθημάτων, τα συνοπτικά στους στίχους του οκτάηχου Θεοτόκε Παρθένε, και τα εκτενέστατα στο Α΄ και Β΄ Μέρος του ειδικού οκτάηχου μέλους Ψάλλοντές σου τον τόκον, κυρίως το καταληκτικό το οποίο οδεύει σε τετράηχο σύστημα μέσα από έναν καταιγισμό ρυθμικών και μελωδικών σχημάτων, γενικότερα μια από τις λαμπρότερες, στο σύνολό της, και πιο ευφάνταστες συνθέσεις στην ιστορία της καθόλου εκκλησιαστικής μουσικής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα Κρατήματα δύο άλλων σύγχρονων με τους προηγούμενους, του Ιβηρίτη μοναχού Κοσμά του Μακεδόνα σε ήχο πλ α΄ υπό την ένδειξη “ατζέμικον ερωτικόν” (με κείμενο καραμανλίδικο, σώζεται αυτόγραφο) και του Αρσενίου επισκόπου Κυδωνίας σε ήχο πλ δ΄ υπό την ένδειξη “εθνικόν της τρουμπέτας” (σώζεται επίσης αυτόγραφο). Την ίδια ακριβώς εποχή, και πιο συγκεκριμένα στις αρχές του 18ου αι., συνθέτονται και τα πρώτα Κρατήματα ως συμπληρώματα των Καλοφωνικών Ειρμών, με πιο γνωστά το Κράτημα Τετε ήχος δ΄ ΄Άγια του Μελετίου Σιναΐτου του παλαιού, το όμοιο Τετε ήχος βαρύς, Ανώνυμο αυτό αλλά από τα λαμπρότερα δείγματα του είδους, και τα δύο γνωστά του Παναγιώτου Χαλάτζογλου, το πρώτο σε ήχο βαρύ (ήδη σε χειρόγραφο του 1708) και το δεύτερο σε ήχο πλ α΄.

Στον επόμενο καθαυτό 18ο αι. και στις αρχές του 19ου (κυρίως στα χρόνια 1720-1820, νέα περίοδο ακμής και άνθισης της εκκλησιαστικής μουσικής) η σύνθεση Κρατημάτων αποκτά έναν ειδικό εξειδικευμένο χαρακτήρα, στο πρότυπο ακριβώς εκείνων του Μελετίου Σιναΐτου και κυρίως του Παναγιώτου Χαλάτζογλου. Εξακολουθούν δηλαδή να μελοποιούνται ως αυτοτελείς συνθέσεις, αλλά με αποκλειστικό στόχο να συμπληρώσουν, και να προεκτείνουν, το μέλος των Καλοφωνικών Ειρμών, παλαιότερων ή νεώτερων. Πράγμα το οποίο επέτρεπε, από μια σκοπιά επέβαλλε, η υφή και ο εξωλειτουργικός στην ουσία χαρακτήρας των Καλοφωνικών Ειρμών. Με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εδώ πραγματικά μελοποιητικά αριστουργήματα. Ο πρώτος σπουδαίος, και καινοτόμος στο είδος, συνθέτης είναι ο πρωτοψάλτης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Ιωάννης Τραπεζούντιος (περ. 1700-1770). Επ’ ονόματί του φέρονται στη χειρόγραφη παράδοση τουλάχιστον οκτώ Κρατήματα, τα περισσότερα ως συμπληρώματα σε Καλοφωνικούς Ειρμούς του Πέτρου Μπερεκέτη και ένα σε δικό του (στον Παιδοτόκον Παρθένον ηχ γ΄). Από αυτά, τα σπουδαιότερα και πιο γνωστά, ενεργά ακόμη μέχρι σήμερα, είναι τα περίφημα Ahεhα ηχ α΄ Κε και τα δύο Τοτο σε ήχο α΄. ΄Ύφος σε όλα καινότροπο και χαρίεν εγκαινιάζουν ουσιαστικά τη νεώτερη μεγάλη περίοδο δημιουργίας και άνθισης του εκκλησιαστικού αυτού μουσικού είδους. Ο δεύτερος είναι ο διάδοχος του Ιωάννη στην πρωτοψαλτεία Δανιήλ (1789), ο πρώτος στην ουσία εκκλησιαστικός συνθέτης με ισχυρές εξωτερικές επιδράσεις σε όλο του το έργο. Στο όνομά του φέρονται τέσσερα Κρατήματα, από τα οποία τα δύο γνωστά και δημοσιευμένα, το ένα σε ήχο δ΄ ΄Αγια και το δεύτερο το περίφημο Τετε ηχ πλ β΄ ως Κράτημα στον περίφημο επίσης Καλοφωνικό Ειρμό του ίδιου Μνήσθητι δέσποινα καμού ηχ πλ β΄. Ωστόσο, ο σπουδαιότερος συνθέτης και εδώ είναι ο ιδιοφυής Πέτρος ο Πελοποννήσιος (1777), με πολλά Κρατήματα σε Καλοφωνικούς Ειρμούς κυρίως του Πέτρου Μπεκερέτη (6 συνολικά), όπως τα δύο πραγματικά αριστουργήματα Ahεha σε ήχο α΄ τετράφωνο και σε ήχο γ΄, αλλά και σε ορισμένα παλαιότερα μαθήματα, όπως το γνωστό Κράτημα στο Αναστάσεως ημέρα του Χρυσάφη του νέου. Τα Κρατήματα του Πέτρου Πελοποννησίου είναι από τις πιο ωραίες και πιο ενδιαφέρουσες συνθέσεις του είδους. Νεωτερικά και πρωτότυπα, με λιτό και απέριττο ύφος, με πλούσια και ρέουσα μελωδική υφή, με εύρυθμα επίσης μελωδικά σχήματα, πάνω απ’ όλα με εμπνευσμένη σύλληψη του σύνολου μουσικού ηχοχρώματος.

Πέρα από τους προηγούμενους, υπάρχει ακόμη μια πλειάδα άλλων συνθετών την ίδια εποχή με εξίσου ενδιαφέροντα Κρατήματα. Από τους πιο γνωστούς είναι ο φίλος και αλληλογράφος του Κοραή Δημήτριος Λώτος με δύο Κρατήματα, ο Ιάκωβος πρωτοψάλτης (1800) με ένα σε ήχο λέγετο και, κυρίως, ο Γεώργιος Κρης (1815) με δύο, το ένα σε α΄ ήχο και το άλλο στον πλ δ΄. Το τελευταίο είναι το περίφημο Κράτημα Τιτι στον λαμπρό Καλοφωνικό Ειρμό του ίδιου Την δέησίν μου δέξαι την πενιχράν ηχ πλ δ΄. Μέλος πλατύ και αναλυτικό, μελωδικό, περίτεχνο, νεωτερικό στην ηχοχρωματική υφή, και με εξαιρετικά ομαλή ροή και κίνηση, ένα Κράτημα από τα εντελέστερα του είδους. Τέλος, ενδιαφέροντα Κρατήματα έχουν συνθέσει και οι δύο σπουδαίοι επίγονοι, ο Γρηγόριος πρωτοψάλτης (1821) με ένα σε ήχο βαρύ και ο Χουρμούζιος Χαρτοφύλαξ (1840) με ένα σε ήχο πλ α΄ και κυρίως το Akεha σε ήχο πλ δ΄ ως Κράτημα στον Καλοφωνικό Ειρμό του Μπερεκέτη Πώς σου την χάριν υμνήσαιμι ηχ πλ δ΄, εκτενές, αναλυτικό, επιτηδευμένο και έντονα περίτεχνο, ένα Κράτημα που σηματοδοτεί απόλυτα τις νέες τάσεις με τις ισχυρές εξωτερικές επιρροές. Η εικόνα για τη σύνθεση Κρατημάτων την εποχή αυτή (1720-1820) θα ολοκληρωθεί με την αναφορά και στα Κρατήματα που συνοδεύουν τα καλοφωνικά Τριαδικά και Θεοτοκία των Πολυελέων. Η προσθήκη στους Πολυελέους των αργών Τριαδικών και Θεοτοκίων με τα εκτενή Κρατήματά τους είναι ακριβώς καινοτομία της ίδιας εποχής. Και πρέπει να σημειωθεί ότι όλοι οι μεγάλοι μουσικοί της περιόδου (Ιωάννης Τραπεζούντιος, Δανιήλ, Πέτρος Πελοποννήσιος, Γεώργιος Κρης, Χουρμούζιος Χαρτοφύλαξ, και ο νεωτερικός επίγονος Θεόδωρος Φωκαεύς) έχουν συνθέσει πάμπολλους Πολυελέους με λαμπρά Τριαδικά-Θεοτοκία και Κρατήματα. Νέες θέσεις, νέο πνεύμα δυναμικό και ευφρόσυνο, με περίτεχνα και επιτηδευμένα αργά Μαθήματα- Κρατήματα, με ισχυρά επίσης ανοίγματα σε εξωτερικές επιδράσεις, όλα αυτά έχουν συμβάλει στο να δημιουργηθεί εδώ μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καινούρια στην ουσία εκκλησιαστική μουσική που ηχεί παντού ως αναγεννησιακή και πρωτότυπη. Μια κατάκτηση ακριβώς παρόμοια με εκείνην των Κρατημάτων των Καλοφωνικών Ειρμών.

Ο κύκλος σύνθεσης Κρατημάτων κλείνει ουσιαστικά το β΄ μισό του 19ου αι. Πρόκειται για μιαν εποχή, γενικότερα, ανανέωσης και μετάλλαξης του βαθύτερου χαρακτήρα του σύνολου ιστορικού εκκλησιαστικού μέλους με τον ισχυρό εμπλουτισμό του με αστικότροπα στοιχεία της εξωτερικής μουσικής. Από την άποψη αυτή, η σύνθεση Κρατημάτων, και λόγω του ελεύθερου και ανοικτού τους χαρακτήρα, αλλά και λόγω της διαμορφωμένης ήδη πρακτικής κατά την προηγούμενη περίοδο, φέρνει ακόμη βαθύτερα τα ίχνη των επιδράσεων αυτών. Ως σπουδαιότερα χαρακτηριστικά δείγματα πρέπει να μνημονευθούν το Κράτημα που συνοδεύει τον περίφημο Καλοφωνικό Ειρμό Το όμμα της καρδίας μου ηχ πλ β΄ του Νικολάου πρωτοψάλτου Σμύρνης (1887) και τα ομόλογα επίσης Κρατήματα στο σύστημα των πέντε Καλοφωνικών Ειρμών του Σωτηρίου Βλαχοπούλου (1870). Συνθέσεις με ισχυρό τον οθνείο εξωτερικό χαρακτήρα, επιτηδευμένη διατύπωση, με περίτεχνα και καινότροπα ρυθμικά και μελωδικά σχήματα. Ενδιαφέροντα, γενικότερα, δείγματα για τους ύστερους προσανατολισμούς της νεώτερης εκκλησιαστικής μουσικής σε εκφράσεις περισσότερο ανοικτές και αστικότροπες. Το ίδιο ισχύει και για το λαμπρό Κράτημα που παρεντίθεται στο γνωστό Δύναμις του Τρισαγίου του Καλογήρου (Κυριακού Ιωαννίδη 1906), το τελευταίο αξιομνημόνευτο δείγμα στη μακρά ιστορία σύνθεσης των Κρατημάτων. Ένα δείγμα που σφραγίζει επάξια την πλούσια και μακρά διαδρομή του τόσο σημαντικού αυτού εκκλησιαστικού μουσικού είδους.

Σε όλη τη μακρά αυτή ιστορική διαδρομή (από τις αρχές του 14ου αι. ως το τέλος του 19ου) το μουσικό είδος των Κρατημάτων παρουσιάζει μια σταθερή ανάπτυξη, με ειδικές αιχμές και κορυφώσεις (καθαυτό Βυζαντινή περίοδος 14ου-15ου αι., α΄ μισό 17ου, β΄ μισό 18ου-αρχές 19ου), που σχετίζεται άμεσα με ειδικά ανάλογα, και περιρρέοντα, ιστορικά δεδομένα. Συνθέσεις που διευρύνουν τις επιδόσεις μιας μουσικής, η οποία, παρά τον αυστηρό λατρευτικό και λειτουργικό της χαρακτήρα, έχει τη δυνατότητα να συμβάλλει καίρια στην αποτύπωση των κατά καιρούς διευρυμένων συλλογικών αισθημάτων και διανοημάτων. Τα Κρατήματα, είτε ως αυτοτελείς συνθέσεις είτε ως αναπτύγματα και συμπληρώματα πολλών άλλων εκκλησιαστικών μελών, και κυρίως καλοφωνικών, αναδεικνύουν έξοχα, από μιαν άλλη σκοπιά, την ελευθερία και τον δυναμισμό της μεγάλης αυτής εκκλησιαστικής τέχνης. Στην ουσία, παραμένουν από τα πιο ενδιαφέροντα και τα πιο ιδιότυπα συνθετικά είδη της αυθεντικής εκκλησιαστικής μουσικής έκφρασης προβάλλοντας, γενικότερα, πτυχές του εθνικού μουσικού πολιτισμού εξαιρετικά δραστικές και πρωτότυπες.