Αρχική » Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής » Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα » CD » CD 7ο & 8ο

CD 7ο & 8ο

ΧΕΡΟΥΒΙΚΟ ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΕΡΕΚΕΤΗ (Ακμή 1680 - 1710/1715)

Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής - Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής - Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα

Set 2 CD (ΜΟ 07 - ΜΟ 08)
Διάρκεια: 66'.04'' + 70'.27''
Ηχογράφηση: Μάρτιος 2001, Φεβρουάριος 2002
Ψάλλει: Δημήτριος Νεραντζής

Ένθετο Βιβλίο 152 σελ.
Αθήνα 2002, ISBN 960-8009-17-0

Σχολιασμός

Το Χερουβικό του Πέτρου Μπερεκέτη (CD 7ο & 8ο) “το ψαλλόμενον και εις τους οκτώ ήχους” είναι ένα εντελώς ιδιότυπο και ασυνήθιστο μέλος. Ως κείμενο πρόκειται για τον γνωστό χερουβικό ύμνο που ψάλλεται πριν τη Μεγάλη Είσοδο των Αγίων: Oι τα Χερουβείμ εικονίζοντες, και τη ζωοποιώ Τριάδι τον τρισάγιον ύμνον προσάδοντες, πάσαν την βιωτικήν αποθώμεθα μέριμναν, ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι, ταις αγγελικαίς αοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Αλληλούια. Ως μέλος παραμένει άγνωστο (και ανέκδοτο) και, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν έχει καν σχολιασθεί η φιλολογική του ύπαρξη. Απεναντίας, η παρουσία του στις χειρόγραφες Ανθολογίες της Παπαδικής είναι συχνή (από το α' μισό του 18ου αι.). Έχει μεταγραφεί στη Νέα μέθοδο (όπως και το σύνολο των Απάντων του Μπερεκέτη) και από τον Γρηγόριο πρωτοψάλτη (Εθν. Βιβλ. της Ελλάδος, ΜΠΤ αρ. χφ 744, φ 262r - 89r, έτος μεταγραφής 1817/1818) και από τον Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα (Εθν. Βιβλ. της Ελλάδος, ΜΠΤ αρ. χφ 712, φ 86r - 94r, έτος μεταγραφής 1837). Μάλιστα, στον επίτιτλο της μεταγραφής του Γρηγορίου σημειώνεται: Το ακόλουθον χερουβικόν εις την παλαιάν γραμμ(ήν) ψάλλετ(αι) εις τους 8 ήχους με την αυτήν γραμμ(ήν). Εξηγηθέν δε εσημειώθη εις 6 μόνον, επεί ο α' κ(αι) πλ α' οδεύουσιν ομοίαν κλίμακα κ(αι) καταλήξ(εις). Oμοίως κ(αι) ο β' κ(αι) πλ β'. Oύτω παρέλαβ(ον) παρά τοις εμοίς διδα[σκάλοις].

Ευθύς εξαρχής πρέπει να σημειωθεί ότι η σημασία του Χερουβικού αυτού είναι ιδιάζουσα και πολλαπλή (ιδίως σήμερα). 1) Και πρώτα η ιδιοτυπία στη σύνθεση. Δηλαδή, πρόκειται για ένα μέλος, το οποίο ψάλλεται, όπως σημειώνεται στα χειρόγραφα και όπως τεκμηριώνεται και από τις δύο μεταγραφές (του Χουρμουζίου και του Γρηγορίου), και στους οκτώ ήχους με τους ίδιους μουσικούς χαρακτήρες (κατά την παλαιάν σημειογραφία). Η σημασία του γίνεται φανερή και από τη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει άλλο παρόμοιο (εκτός από το παράλληλο Κοινωνικό του ίδιου συνθέτη) στην ιστορία της νεώτερης και παλαιότερης Εκκλησιαστικής μουσικής. Είναι ένα μέλος, το οποίο δείχνει όχι μόνο τη δεξιοτεχνική δεινότητα ενός ευφάνταστου, και ριζοσπαστικού, εκκλησιαστικού συνθέτη, αλλά και τις πολυμερείς δυνατότητες της καθ’ ημάς βυζαντινής εκκλησιαστικής μελοποιίας. Στην πραγματικότητα το Χερουβικό αυτό οικοδομείται από επιμέρους μουσικές φράσεις ικανές να εκτελούνται, αλλά και να ανταποκρίνονται στις ιδιοτυπίες ταυτόχρονα και των οκτώ ήχων. Από την άποψη αυτή, η ενδελεχής μελέτη του (από τους ειδικούς) θα αποκαλύψει ασφαλώς πολλά στοιχεία για τον τρόπο δομής και σύνθεσης της μεγάλης αυτής μουσικής τέχνης (τουλάχιστον της παλαιότερης). 2) Ένα δεύτερο, εξίσου σπουδαίο δεδομένο είναι η παράλληλη καταγραφή από τον Χουρμούζιο και του πρωτοτύπου της παλαιάς σημειογραφίας, από το οποίο έγινε η συγκεκριμένη μεταγραφή (Εθν. Βιβλ., ΜΠΤ αρ. χφ 712, φ 86r - 86v το πρωτότυπο και φ 86v κ.εξ. η μεταγραφή). Πρόκειται και εδώ για τη μοναδική παρόμοια περίπτωση σ’ ολόκληρη την ιστορία των μεταγραφών και εξηγήσεων. Όπως είναι γνωστό, το σύνολο των μεταγραφών του Χουρμουζίου και του Γρηγορίου, όπως και άλλων (μαθητών κυρίως των προηγουμένων), έχει διασωθεί (ευτυχώς) ως εμάς, χωρίς όμως (δυστυχώς) να είναι γνωστά τα άμεσα πρωτότυπα από τα οποία έγιναν οι μεταγραφές. Η έλλειψη αυτή είναι περισσότερο αισθητή, αν ληφθεί υπόψη ότι το παλαιό γραφικό σύστημα είχε μιαν όλο και αναλυτικότερη εξέλιξη ως την οριστικοποίηση της Νέας μεθόδου (1814), και μάλιστα εξέλιξη υποκειμενική και καθόλου αντικειμενικά καθορισμένη. Από την άποψη αυτή, γίνεται καλύτερα αντιληπτή η σημασία του τεκμηρίου αυτού και η θεμελιώδης συμβολή του στη διερεύνηση της μεταγραφικής κλείδας των εκκλησιαστικών μελών (του Χουρμουζίου, αλλά και των άλλων). 3) Πέρα από τα δύο προηγούμενα (φιλολογικά κυρίως) δεδομένα, το μέλος φέρνει επιπλέον, αυτό καθεαυτό, και την σφραγίδα της γνωστής δημιουργικής έμπνευσης του Μπερεκέτη. Καταρχήν, η μελωδική κίνηση σ’ αυτό είναι χαμηλότονη (αντίθετα απ’ ότι στα περισσότερα μέλη του Μπερεκέτη) και ταυτόχρονα ήπια, στην ουσία κλασική. Oπωσδήποτε, δεν είναι μόνο το είδος του μέλους (Χερουβικό) που επιβάλλει αυτόν τον χαρακτήρα, αλλά προπάντων (ασφαλώς) η δέσμευση της συντυχίας των ήχων και η χρησιμοποίηση (προφανώς) συγκεκριμένου υλικού για την επίτευξη του στόχου. Απεναντίας, στο Κράτημα που παρεμβάλλεται (στη συγκοπή της λέξης Βασιλέ-, όπου και εδώ ο φθόγγος “ε” με το πρόθεμα “τ” ονοματοποιεί το παρεμβαλλόμενο Κράτημα) η μελωδία κινείται ελεύθερα, δυναμικά, με ευελιξία και αισθητές κορυφώσεις. Ένα άλλο διακριτικό του μέλους είναι επίσης η ανάπτυξη του κεντρικού τμήματος (του γνωστού “Τριάδι”), το οποίο ανελίσσεται κανονικά, μέσα στον φυσικό ρυθμό, χωρίς αναλυτικότερη διατύπωση και αργή, δυναμική έμφαση (όπως δηλαδή στα νεώτερα Χερουβικά με τη σύγχρονη ψαλτική φόρμα). Έτσι, το μέλος, παρά τη δέσμευση της συντυχίας των ήχων και την παράλληλη χρήση συγκεκριμένου υλικού για την επίτευξη του στόχου, αποπνέει παντού ελευθερία και άνεση, ενώ διακρίνεται και εδώ για την εξαιρετικά έντεχνη πλοκή και δόμηση. Αλλά και το ύφος είναι ανάλογο: ήπιο, κατανυκτικό, ανεπιτήδευτο, όπως απαιτεί, παρόλ’ αυτά, η συγκεκριμένη λειτουργική στιγμή που εκφωνείται (η Μεγάλη Είσοδος των Αγίων). Έτσι, παρά την τεχνοτροπική και δεξιοτεχνική σκόπευση, βρισκόμαστε, επί της ουσίας, μπροστά σ’ ένα εξαιρετικά χαρακτηριστικό λειτουργικό και ηδύφωνο μέλος, όπως, άλλωστε, και όλα τα άλλα του μεγάλου αυτού εκκλησιαστικού συνθέτη.

Χερουβικό του Πέτρου Μπερεκέτη Μεταγραφή Χουρμούζιου Χερούβικου του Πέτρου Μπερεκέτη

Το παλαιό μέλος το ψαλλόμενον "και εις τους οκτώ ήχους" και η αχή (α΄ ήχος) της αυτόγραφης μεταγραφής του Χουρμούζιου [Εθν. Βιβλ. τηε Ελλάδος, ΜΠΤ αρ. χφ 712, φ 86r-87r, έτος μεταγραφής 1837]

Ένα παρόμοιο άγνωστο, ανενεργό και ιδιότυπο μέλος είχε, από τη φύση του, πολλές δυσκολίες στην εκτέλεση, όχι μόνο στα επιμέρους (γραμμές, ρυθμός, τεχνική), αλλά και στο συνολικό άκουσμα (καθώς ο τρόπος εκφοράς των παλαιών Χερουβικών διαφέρει από τον αντίστοιχο σύγχρονο αργό και επιτηδευμένο). Μέσα στα πλαίσια αυτά έχει επιχειρηθεί η ερμηνεία του, και μάλιστα από έναν παραδοσιακό ψάλτη της νεώτερης γενιάς. Η ηχογράφηση (Μάρτιος 2001/Φεβρουάριος 2002) έχει πραγματοποιηθεί από τη μεταγραφή του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος. Ωστόσο, πριν από αυτήν έπρεπε να ληφθούν υπόψη ορισμένα βασικά δεδομένα για τη σωστή ερμηνεία. 1) Το πρώτο και κύριο ήταν ο ρυθμός και ο χρόνος. Έπρεπε δηλαδή να αποκλεισθεί σ’ αυτήν η εμπειρία του σύγχρονου αργού και επιτηδευμένου τρόπου εκφοράς και να εκτελεστεί (αντίθετα) με ομοιογενή και γοργόρρυθμη “στιχηραρική” φόρμα, έτσι όπως επιβάλλει η κατά φράσεις (και όχι κατά φθόγγους) παλαιότροπη δομή και σύνθεση. Διαφορετικά η ερμηνευτική “αλλοίωση” θα ήταν δεδομένη (όπως διαπιστώνει κανείς συχνά σε σύγχρονες ερμηνείες ιστορικών μελών, π.χ. των Καλοφωνικών Ειρμών, όπου λείπει η σχετική ακουστική εμπειρία). 2) Το δεύτερο, σε στενή συνάρτηση με το προηγούμενο, ήταν η κατά τις οικείες μουσικές φράσεις συνεκτική εκτέλεση. Και στο σημείο αυτό, αντίθετα και πάλι από τον σύγχρονο τρόπο ερμηνείας των νεώτερων Χερουβικών και των άλλων αργοσύντομων παπαδικών μελών (τα οποία έχουν συντεθεί, κατά βάση, με τη μονόφθογγη πρακτική και τεχνοτροπία). Άλλωστε, η κατά τις μουσικές φράσεις ερμηνευτική σύλληψη και εκτέλεση συμβάλλει αναπόφευκτα και στη γοργόρρυθμη και ομοιογενή “στιχηραρική” εκφορά. 3) Το τρίτο ήταν η σωστή (και αυτονόητη) απόδοση όχι μόνο των οικείων διαστημάτων και του όλου χαρακτήρα και ήθους των ήχων, αλλά και η αναλυτική συνεκφορά των νεκρών σήμερα ιστορικών ποιοτικών χαρακτήρων, χωρίς τους οποίους “πάσχει” η όλη διατύπωση των μουσικών φράσεων. Με τα στοιχειώδη (και ουσιώδη) αυτά δεδομένα ως προϋπόθεση έγινε η προσπάθεια ερμηνείας του Χερουβικού στις έξι (6) επιμέρους εκδοχές του. Μάλιστα το αποτέλεσμα, μέσα στις σύγχρονες περιορισμένες δυνατότητες ερμηνείας των ιστορικών μελών, πρέπει να θεωρηθεί ευθύβολο και ικανοποιητικό. Έτσι, η εκτέλεση παρουσιάζεται εύρυθμη, ομοιογενής και πεποικιλμένη (παρά την ελαφρά “ξηροφωνία” και την ελαφρά επίσης ανομοιογένεια στην ισοσθενή εκφορά των φθόγγων). Ακόμη, λιτή, μεστή και φωνητικά πλούσια, έτσι που το σύνολο άκουσμα να ηχεί εδώ ήπιο και ευάρεστο.

Το Χερουβικό το “ψαλλόμενον και εις τους οκτώ ήχους” του Πέτρου Μπερεκέτη, με την ασυνήθιστη ιδιοτυπία του στη φόρμα και στη σύνθεση, εμπλουτίζει το περιεχόμενο και επίσης, από μιαν άλλη σκοπιά, αναδεικνύει έξοχα τον έντεχνο και συστηματικό χαρακτήρα της μεγάλης αυτής μουσικής τέχνης. Παράλληλα, με την ιδιοσυστασία του αυτή τονίζει ακριβώς την πολυμέρεια και την πολυτροπία της εκκλησιαστικής μελοποιίας. Αλλά και η επιμέρους μελωδική του υφή και διάσταση υποβάλλει ένα χαρακτηριστικό δείγμα του παλαιότερου τύπου των Χερουβικών, μάλιστα με γοργόρρυθμη και εύρυθμη ανάπτυξη, αντίθετα από τον σύγχρονο συνοπτικό αργό και έντονα επιτηδευμένο. Έτσι, το Χερουβικό αυτό με την έκδοσή του (και την εκτέλεσή του) στη Σειρά εδώ των “Μνημείων”, όχι μόνο συμπληρώνει, και διευρύνει, την πολυτυπία των Oκτάηχων μελών, αλλά, ταυτόχρονα, αναδεικνύει έντονα τον χαρακτήρα του συνθέτη Πέτρου Μπερεκέτη, του παλαιότερου τύπου των Χερουβικών και, γενικότερα, του πολύτροπου εκκλησιαστικού μέλους.

Κατέβασμα
Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο