Αρχική » Βιβλία » Νεοελληνικά Φιλολογικά Ανάλεκτα

Νεοελληνικά Φιλολογικά Ανάλεκτα
Σολωμός - Παλαμάς - Ερωτόκριτος - Διγενής

Νεοελληνικά Φιλολογικά Ανάλεκτα

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Στον τόμο εδώ περιέχονται, σε δύο ενότητες, κείμενα σχετικά με θέματα νεοελληνικής κριτικής και φιλολογίας. Στην πρώτη (Μέρος Α΄) κείμενα για τον Σολωμό, τον Παλαμά, και τον Ερωτόκριτο, τα οποία έχουν γραφτεί και δημοσιευθεί παλαιότερα (1969/1971). Και τα οποία αναδημοσιεύονται εδώ (αυτούσια στην τότε διατύπωσή τους) για να συνυπάρχουν ως ενιαίο Σώμα, λόγω του κοινού χαρακτήρα που τα διέπει, αλλά και για ορισμένους άλλους, ειδικούς λόγους. Στη δεύτερη (Μέρος Β΄) κείμενα αποκλειστικά για τον «Διγενή Ακρίτα» γραμμένα πρόσφατα (2019/2020), τα οποία ωστόσο βασίζονται σε παλαιότερη επίσης έρευνα, σύγχρονη περίπου με τα προηγούμενα, για τη σπουδή και την έκδοση των δημωδών μεσαιωνικών κειμένων (καρπός της οποίας υπήρξαν, ως Α΄ τόμος, «Τα Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα - Συμβολή στη μελέτη και στην έκδοσή τους», Αθήνα 1977). Με τη δημοσίευση των κειμένων αυτών για τον «Διγενή» κλείνει συνοπτικά (ως οφειλή) ο σχετικός αυτός κύκλος.

Το πρώτο κείμενο (του Α΄ Μέρους) είναι το υπό τον τίτλο «Σύγχρονα Σολωμικά Προβλήματα» (περ. «Παρνασσός», 1969, και αυτόνομα στη Σειρά «Κείμενα καιΜελέται Νεοελληνικής Φιλολογίας» αρ. 54). Σ’ αυτό εξετάζονται εποπτικά τα κυριότερα σολωμικά προβλήματα, το εκδοτικό, της βιβλιογραφίας, των πηγών, της βιογραφίας, και το ερμηνευτικό. Προβλήματα τα οποία, παρά τις επιμέρους μετέπειτα συμβολές, εξακολουθούν να παραμένουν ανοικτά και σήμερα. Το πιο σημαντικό από αυτά, και εκείνο που αναλύεται περισσότερο διεξοδικά, είναι το εκδοτικό. Από την πληθώρα εκδόσεων του Σολωμού προκρίνονται δύο, πρωτίστως η έκδοση Πολυλά (1859), για την οποία διατυπώνεται η αξιωματική άποψη ότι «Σολωμός χωρίς τον Πολυλά δεν είναι νοητός, και σ’ αυτό δεν βαραίνει μόνο η διαμορφωμένη παράδοση, αλλά και αυτή η ουσία», και εκείνη των «Αυτογράφων» (1964). Για την τελευταία εξαίρεται η ιδιαίτερη συμβολή της στη γενικότερη έρευνα του σολωμικού έργου (πρώτος καρπός της οποίας υπήρξε η διατριβή Εμμ. Κ. Χατζηγιακουμής, «Νεοελληνικαί Πηγαί του Σολωμού – Κρητική Λογοτεχνία - Δημώδη Μεσαιωνικά Κείμενα - Δημοτική Ποίησις», Αθήνα 1968) και επιλέγεται η αναγκαιότητα για μια νέα έκδοση του Σολωμού «με βάση τα Αυτόγραφα και οδηγό τον Πολυλά». Ακριβώς ως συμβολή στο εκδοτικό διερευνώνται στη συνέχεια, και αποκαθίστανται, γραφές-παραναγνώσεις του Πολυλά, όπως στους στίχους των «Ελευθέρων Πολιορκημένων» π’ ὁλονυχτὶς ἐσύσμιξε αντί κι’ ὁλόλευκο ἐσύσμιξε του Πολυλά, ἠχοποντή, ουσιαστικό, αντί του ρηματικού τύπου ἠχοποντεῖ, πλημμύρα, επίσης ουσιαστικό, αντί και πάλι του υπαινισσόμενου, με την απόστροφο, ρηματικού τύπου ’πλημμύρα, παρατατικός (διορθώσεις οι οποίες εισάγονται όλες στην επίτομη χρηστική έκδοση, Δημήτρης Δημηρούλης, «Διονύσιος Σολωμός Έργα - Ποιήματα και Πεζά»,Μεταίχμιο, Αθήνα 2007). Το κείμενο για τα σολωμικά προβλήματα ολοκληρώνεται με γενικότερες αναφορές στον τρόπο έκδοσης των νεοελληνικών λογοτεχνικών κειμένων και τη σχετική πραγματικότητα της εποχής.

Τη νέα έκδοση («οριστική») επιχείρησε, στο μεταξύ, να καλύψει η έκδοση Αλεξίου («Διονυσίου Σολωμού Ποιήματα και Πεζά», Στιγμή, Αθήνα 1994, 2007). Έκδοση ωστόσο απολύτως προσωποπαγής, όπου το εκδοτικό Εγώ υποκαθιστά τον ποιητή, αποδίδοντας στην πρόθεση εκείνου τις οποιεσδήποτε εκδοτικές επιλογές. Με παραμερισμό του Πολυλά, διάσπαση του ποιητικού υλικού με άκαιρους παρεμβαλλόμενους σχολιασμούς, με αμφιλεγόμενες ανασυνθέσεις, και με ουσιώδεις επιπλέον παρανοήσεις και παρερμηνείες ακόμη και σε κλασικούς στίχους του Σολωμού (όπως ακριβώς και στο Κείμενο του Escorial του «Διγενή»). Όπως για παράδειγμα.Οι στίχοι (της έκδοσης Πολυλά) από τον «Κρητικό» ἀλλ’ ἄκουγα τὰ μάτια της μέσα στὰ σωθικά μου | ποὺ ἐτρέμαν καὶ δὲ μ’ ἄφηναν νὰ βγάλω τὴ μιλιά μου αντικαθίστανται από μεταγενέστερη γραφή του Σολωμού με άνω τελεία στον πρώτο και «χωρίς το αναφορικό ποὺ», το οποίο κατά τον εκδότη «οδηγεί στην παρανόηση ότι ἔτρεμαν τὰ σωθικά, ενώ πρόκειται για τὰ μάτια της Φεγγαροντυμένης» (ερμηνεία η οποία έχει εισαχθεί και στο σχολικό εγχειρίδιο Λογοτεχνίας). Καταρχάς, μια παρόμοια ερμηνεία αντιβαίνει απολύτως προς τα συμφραζόμενα και την κοινή αντίληψη. Είναι περισσότερο φυσικό ο ήρωας να μη μπορεί να βγάλει τη μιλιά του, επειδή τρέμουν τα δικά του σωθικά, και όχι επειδή τρέμουν τα μάτια τηςΦεγγαροντυμένης (Για να αποφευχθεί προφανώς αυτή η παρανόηση διατήρησε ο Πολυλάς το ποὺ των αρχικών παραλλαγών). Έπειτα, απλή περιήγηση στα ολιγοσέλιδα οπωσδήποτε χειρόγραφα του «Κρητικού» (Αυτόγραφα, τόμ. Β΄, σ. 356-78) επιβεβαιώνει την ουσιώδη παρερμηνεία. Στην αρχική (και αντίστροφη) μορφή των στίχων είναι σαφέστατα δεδηλωμένο το κανονικό υποκείμενο: ἤθελα κάτι νὰ τῆς πῶ κι ἐχάθηκε ἡ λαλιά μου | τὰ χείλη μου ἔτρεμαν κι ὅλα τὰ σωθικά μου (Αυτόγρ. σ. 356Α, στ. 38-39). Το ίδιο, πολύ πιο χαρακτηριστικό, και στην επόμενη παραλλαγή: τὸ κοίταγμά της ἄκουσα μέσα στὰ σωθικά μου | π’ ἔτρεμαν καὶ δὲ μ’ ἄφηναν νὰ βγάλω τὴ μιλιά μου (Αυτόγρ. σ. 366Α, στ. 13-14), όπου σαφέστατα ἔτρεμαν τὰ σωθικά μου, όχι τὸ κοίταγμα (το ισοδύναμο με τὰ μάτια των λοιπών παραλλαγών). Αλλά και ο άλλος σχετικός στίχος του «Κρητικού» ποὺ τῆς ἔκανε νὰ τρέμουν(ε) τὰ στήθη (Αυτόγρ., σ. 373Β, στ. 6) υποδηλώνει ότι ο Σολωμός εννοεί παντού «τρέμουν τα στήθη, τα σωθικά» (όχι τα μάτια). Ένα άλλο χαρακτηριστικό επίσης δείγμα, του εκδοτικού υπερ-Εγώ εδώ, είναι η διορθωτική παρέμβαση στον γνωστό στίχο των «Ελευθέρων Πολιορκημένων» σάλπιγγα κόψ’ τοῦ τραγουδιοῦ τὰ μάγια μὲ βία (Β΄ Σχεδίασμα), και τον οποίο ο εκδότης διορθώνει σάλπιγγα κόψ’ τοῦ τραγουδιοῦ τὰ μάγια μὲ (τὴ) βία, προσθέτοντας «το απαραίτητο άρθρο που ο Σολωμός το παρέλειψε από παραδρομή» και το οποίο «απαιτείται και μετρικά [καθώς] λείπει από τον δεκαπεντασύλλαβο μια συλλαβή». Πρόκειται ωστόσο για τυπομετρική διόρθωση, αντίθετα ρυθμοτονικά περιττή. Το σπουδαιότερο, ακυρώνει τη χαρακτηριστική εδώ σημασία μὲ βία ~ βίαια, αποφασιστικά, με το ανενεργό νοηματικά, έναρθρο μὲ τὴ βία, παραβλέποντας επιπλέον την όμοια χρήση και λειτουργία της επιρρηματικής διατύπωσης και στην 1η στροφή του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» ποὺ μὲ βία μετράει τὴ γῆ. Η έκδοση Αλεξίου, παρά την πρόθεση και την διακηρυγμένη αυτοπεποίθηση, δεν έχει λύσει το μεγάλο εκδοτικό πρόβλημα του Σολωμού. Το αίτημα για νέα «με βάση τα Αυτόγραφα και οδηγό τον Πολυλά» παραμένει στο ακέραιο.Μια νέα έκδοση, η οποία, πρέπει να τονιστεί εκνέου, «δεν θα αποκλείσει ούτε τη μιά ούτε την άλλη, πολύ περισσότερο δεν θα τις αντικαταστήσει».

Το δεύτερο κείμενο (του Α΄Μέρους) είναι το σχετικό και με το προηγούμενο «Ο Παλαμάς κριτικός του Σολωμού». Πρόκειται για την Εισαγωγή στον τόμο «ΚωστήςΠαλαμάς - Διονύσιος Σολωμός» (Ερμής, Αθήνα 1970, με πολλές επανεκδόσεις), η οποία δημοσιεύεται συμπληρωμένη εδώ με το τρίτο συμπερασματικό μέρος (έμεινε τότε εκτός, καθώς οι 32 αρχικές σελίδες που είχαν αφεθεί για την Εισαγωγή δεν έφτασαν – είχε τυπωθεί πρώτα το Σώμα των κριτικών κειμένων– και ο εκδότης αρνήθηκε να μπει έστω χωρίς αρίθμηση το προτασσόμενο 4σέλιδο της Βιβλιογραφίας και να καταστεί έτσι δυνατή η δημοσίευσή του). Στο πρώτο μέρος «Ο κριτικός - Η τοποθέτηση και τα γνωρίσματα» καταγράφονται ιδεογραφικά τα πεδία της κριτικής του ενασχόλησης, συγκεκριμένα το ίδιο του το έργο, η ελληνική πραγματικότητα της εποχής του, το εθνικό ιστορικό παρελθόν, και, τέλος, ο σύνολος ευρωπαϊκός χώρος. Και με τα δεδομένα αυτά, απαριθμούνται οι βασικές αρχές και ιδιότητες της κριτικής του ιδιοσυστασίας, η πολυμέρεια και η άνεση, η διευρυμένη εποπτεία, η αναλυτική απόδοση του στοχασμού, ο εμπερίστατος ιστορισμός, ακόμη η άκρα αντικειμενικότητα, η γλωσσική ανεξιθρησκεία, η έλλειψη εκλεκτισμού, και, ως επιστέγασμα, το υψηλό ήθος του κριτικού λόγου. Στο δεύτερο μέρος «Κριτικός του Σολωμού - Κείμενα και σχολιασμοί», γίνεται καταρχάς μια γενική αναφορά στις ιστορικές και εθνικές διεργασίες του τέλους του 19ου αιώνα, τη λογοτεχνική στροφή οριστικά προς τη δημοτική γλώσσα και την εθνική παράδοση, και, μέσα στα πλαίσια αυτά, αναφορά στη γενικότερη δημιουργική παρουσία (ποιητική και κριτική) του Παλαμά. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται και σχολιάζονται αναλυτικά όλα τα σχετικά κείμενα, αυτοτελή και αποσπασματικά, ακόμη και τα ποιήματα, του Παλαμά για τον Σολωμό στο διάστημα σχεδόν μιας γόνιμης πεντηκονταετίας (1885-1933), και τα οποία συγκροτούν το κύριο Σώμα του Βιβλίου. Με κορύφωση, τα τρία πιο σημαντικά, το δημοσίευμα «Ο ποιητής Σολωμός» (1898), στην ουσία ομιλία που έγινε στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» στην περίφημη σειρά των μαθημάτων του «Περί Νέας Ελληνικής Ποιήσεως», τα λαμπρά Προλεγόμενα στη γνωστή έκδοση της «Βιβλιοθήκης Μαρασλή» (1901), και το αυτοτελές άρθρο «Διονύσιος Σολωμός» στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού» (1933). Κείμενα τα οποία αποκάλυψαν στο ευρύ Αθηναϊκό (και εθνικό) κοινό τον άγνωστο ως τότε Σολωμό, αλλά και κείμενα στα οποία συνεχώς προβάλλεται η ενστικτώδης αμηχανία του μπροστά στην αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου, με τελική κατάληξη την άρνηση και καταδίκη της τρίτης σολωμικής περιόδου. Και με ομολογημένη την προτίμησή του προς τον Βαλαωρίτη, τον οποίο εγκαθιστά «όμοια κορυφαίο ποιητή» δίπλα στον Σολωμό. Στο τρίτο, το πρωτοδημοσιευόμενο εδώ, μέρος «Γενικές διακριβώσεις και συμπεράσματα» επιλέγονται εποπτικά και συμπερασματικά οι λόγοι της υπεροχικής αποτίμησης του Βαλαωρίτη και διατυπώνεται επιγραμματικά ότι ο Παλαμάς, παρόλο που αποκάλυψε στο Έθνος την ιστορική σημασία του Σολωμού, «έμεινε ο ίδιος ποιητικά ξένος στην επαναστατική κατάκτησή του». Κάτι περισσότερο, «ο Παλαμάς που γνώρισε και επέβαλε στους άλλους τον Σολωμό έγινε ουσιαστικά το πρώτο ποιητικό θύμα της επιστροφής στο δικό του δίδαγμα».

Το τρίτο, και τελευταίο, κείμενο (του Α΄ Μέρους) είναι το υπό τον τίτλο «Ύφος και ήθος στον Ερωτόκριτο του Κορνάρου» (περ. «Παρνασσός», 1971). Πρόκειται για μικρό απόσπασμα από εκτενέστερο διδακτικό δοκίμιο με τον γενικό τίτλο «Σπουδή και Ερμηνεία Νεοελληνικών Κειμένων» (γραμμένο τη διετία 1965/1967, και αδημοσίευτο έκτοτε στο σύνολό του). Στο μικρό αυτό απόσπασμα γίνεται, καταρχάς, σύντομη αναφορά στην αφηγηματική τεχνική, την εναλλαγή λυρικού και επικού (στα πέντε μεγάλα Μέρη του Έργου), στοιχείο ιδιαίτερα τονισμένο στον «Ερωτόκριτο» (σε σχέση με το ξένο πρότυπο), και το οποίο πρέπει να αποδοθεί σε ενσυνείδητη ασφαλώς καλλιτεχνική πρόθεση του Κορνάρου. Στα επόμενα, σχολιάζονται η ιδεολογική παρουσία του Έρωτα, σε συνάρτηση με την έξαρση της ιπποσύνης και της παλληκαριάς, κυρίως όμως το υψηλό ήθος που υποβάλλει παντού το Έργο, και ειδικότερα το απαράμιλλο ήθος της ερωτικής συμπεριφοράς. Ακόμη, εξαίρονται οι χαρακτήρες των ηρώων, οι κύριοι και οι δευτερεύοντες, με τη σχετική ευφάνταστη ονοματολογία, κατά την οποία κάθε κύριο όνομα υποδηλώνει ετυμολογικά το πιο βασικό του χαρακτηριστικό μέσα στο Έργο.Ηαναφορά στο ήθος, στις ιδέες, στα πρόσωπα, ολοκληρώνεται με σύντομη αναφορά επίσης στη μορφή και στο ύφος. Για να δηλωθεί, εν τέλει, ότι «η ποιητική μορφή του Ερωτόκριτου δικαιώνει απόλυτα τις γνήσιες εσωτερικές αρετές του». Και περισσότερο επιγραμματικά: «Οι άφθονες παρομοιώσεις, το θερμό αντίκρυσμα της φύσης, η άνετη επική αφήγηση, η δύναμη της περιγραφής, προπάντων όμως ο πλούσιος λυρικός λόγος και η ζεστή ανθρώπινη έκφραση, όλα αυτά, μαζί με τη θαυμαστή γλώσσα και την άψογη σχεδόν στιχουργία, δίνουν στο Έργο αυτόνομη υπεροχή και έντονη αισθητική αυτάρκεια».

Το δεύτερο μέρος (Μέρος Β΄) περιλαμβάνει, αποκλειστικά, κείμενα για το νεοελληνικό ακριτικό έπος του «Διγενή Ακρίτα» (γραμμένα μόλις πρόσφατα, 2019/2020). Η συνολική μελέτη για τον «Διγενή», με αναλυτική αναφορά στις εκδόσεις, στα χειρόγραφα, και στα ανάλογα κείμενα, επρόκειτο να δημοσιευθεί, σε εύθετο παλαιότερα χρόνο, ως Β΄ τόμος των «Δημωδών Μεσαιωνικών Κειμένων» (μετά τον Α΄, Αθήνα 1977, στον οποίο τα λεγόμενα ιπποτικά μυθιστορήματα «Λίβιστρος και Ροδάμνη», «Καλλίμαχος και Χρυσορρόη», «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα»). Ο τόμος αυτός παρέμενε έκτοτε σε ερευνητική και εκδοτική εκκρεμότητα (χωρίς να καταστεί δυνατό μέχρι σήμερα να πραγματοποιηθεί). Έτσι, κρίθηκε σκόπιμο να δημοσιευθούν εδώ τουλάχιστον τα κυριότερα αναγκαία για την ερμηνεία και την έκδοσή του, ειδικότερα τα σχετικά της λαϊκότροπης εκδοχής του Escorial, και να τεθεί εκνέου, γενικότερα, το θέμα της έκδοσης των δημωδών μεσαιωνικών κειμένων.

Το πρώτο Κεφάλαιο «Το Κείμενο του Εscorial» αναφέρεται ακριβώς στη συγκεκριμένη λαϊκότροπη εκδοχή του «Διγενή», με ταυτόχρονη αναγωγή σε όλες τις ομόλογες των σχετικών δημωδών μεσαιωνικών κειμένων. Για να διατυπωθεί εκνέου (και να τεκμηριωθεί εδώ και από τον «Διγενή») ότι η καταστροφή συχνά, λιγότερο ή περισσότερο, της μετρικής φόρμας στα κείμενα αυτά οφείλεται συνήθως στη συνειδητή γλωσσική απλοποίηση ενός λογιότερου προτύπου. Και επομένως το 15σύλλαβο μέτρο δεν μπορεί να αποτελεί αδιαμφισβήτητο εκδοτικό κριτήριο για την αποκατάσταση της διαταραχής της μετρικής φόρμας και άλλων εγγενών κειμενικών φθορών (κλασική μέθοδος παλαιοτέρων και νεωτέρων εκδοτών). Μια σύγχρονη έκδοση που αποβλέπει απλώς στη μετρική αποκατάσταση με τη δημιουργία παντού τυπικού 15σύλλαβου στίχου (συχνά μάλιστα με τρόπους ανεπίτρεπτους) ακυρώνει τη γλωσσική φυσιογνωμία του κειμένου και της συγκεκριμένης ιστορικής καταγραφής του, προβάλλοντας μια νέα εκσυγχρονιστική εκδοχή. Άλλωστε, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι οι τυχόν άμετρες, ακόμη και οι πεζολογικές, διατυπώσεις πειθαρχούν στον εσωτερικό ρυθμό ενός προφορικού λόγου, υποβάλλοντας έτσι ανάγλυφα τον δυναμισμό της ακουστικής λειτουργίας της γλώσσας. Στοιχείο εξαιρετικά σημαντικό για τα υποκρυπτόμενα δεδομένα μιας ιστορικής προφορικότητας.Πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από έναν πεποιημένο τεχνικά σύγχρονο 15σύλλαβο. Ό,τι προέχει είναι να δοθούν τα κείμενα αυτά στην αυθεντική γλωσσική τους διατύπωση με μόνες δυνατές τυχόν παλαιογραφικές διορθώσεις και άλλες σε εξόφθαλμα αντιγραφικά σφάλματα. Αξιωματικές εκδοτικές αρχές, οι οποίες θα έπρεπε να θεωρούνται, τουλάχιστον για σήμερα, επαρκώς αυτονόητες. Στο ίδιο αυτό Κεφάλαιο σχολιάζεται και πάλι, και τεκμηριώνεται αναλυτικότερα, η διαπιστωμένη ήδη (1977) στενή εκφραστική και γλωσσική συγγένεια ανάμεσα στη λαϊκότροπη εκδοχή του Escorial του «Διγενή» και της αντίστοιχης, επίσης του Escorial, του «Λίβιστρου» (βρίσκονται στο ίδιο χειρόγραφο). Γεγονός εξαιρετικά σημαντικό, καθώς έχουν υποστεί την ίδια γλωσσική απλοποίηση, η οποία παραπέμπει σε υπόνοια κοινού διασκευαστή (του ίδιου του γραφέα ή άλλου προηγουμένου).

Το δεύτερο Κεφάλαιο επιγράφεται «Η έκδοση Αλεξίου». Είναι ακριβώς ο συστηματικός σχολιασμός και έλεγχος της έκδοσης του Κειμένου του Escorial του «Διγενή» από τον Στυλιανό Αλεξίου (Ερμής, Αθήνα 1985, 2006). Μια έκδοση σε μνημειακή τυπογραφικά μορφή, με τα αναγκαία φιλολογικά εξαρτήματα (Εισαγωγή, Σχόλια, Γλωσσάριο), και στην οποία όμως το ίδιο το Κείμενο πάσχει σοβαρά στην καθαυτό γλωσσική του αντιμετώπιση. Δεν είναι μόνο η παρερμηνευτική αντίληψη σε πολλά χωρία με αλλοιωτικές διορθωτικές παρεμβάσεις για να υποστηριχθεί έτσι η συγκεκριμένη παρερμηνεία.Ούτε και ο συνεχής γλωσσικός μετασχηματισμός σε λέξεις του χειρογράφου, με μεταποίηση ρηματικών τύπων, αποβολή αυξήσεων, μόνιμη αφαίρεση του τελικού ευφωνικού «ν», συγκοπή προθέσεων, εκθλίψεις τελικών φωνηέντων, και άλλα πολλά. Είναι κυρίως η εκδοτική αρχή και μέθοδος της μετρικής ομαλοποίησης (την οποία υπηρετούν συνήθως και οι προηγούμενες παρεμβάσεις). Η μορφοποίηση δηλαδή παντού οπωσδήποτε 15σύλλαβου μέτρου εκεί όπου το χειρόγραφο έχει ελλιπείς ή υπέρμετρους στίχους και τυχόν πεζολογικές διατυπώσεις. Εκδοτικός στόχος ο οποίος πραγματοποιείται με φιλολογικά ανεπίτρεπτους τρόπους, με κατ’ εικασίαν υποκειμενικές διορθώσεις, και σταθερό επιχείρημα ότι οι χειρόγραφοι τύποι είναι «λάθη» του γραφέα.Με αποτέλεσμα, τη βαθειά αλλοίωση του χειρόγραφου κειμένου και την ακύρωση της ειδικής γλωσσικής του φυσιογνωμίας. Έτσι που το τόσο χαρακτηριστικό λαϊκότροπο αυτό Κείμενο να έχει μεταβληθεί απλώς σε ένα απολύτως μετροποιημένο εκσυγχρονιστικό ανάγνωσμα. Ο αναλυτικός σχολιασμός και έλεγχος της συγκεκριμένης έκδοσης (περίπου εκατό λήμματα σε πολύστιχα συνήθως χωρία) αποσκοπεί στο να καταδείξει επιπλέον την ακυρότητα της καθιερωμένης, γενικότερα, μετροποιητικής εκδοτικής μεθόδου των κειμένων αυτών.Με τη λανθασμένη πεποίθηση ότι έτσι αποκαθίσταται ένα αυθεντικότερο κείμενο εγγύτερο προς το πρωτότυπο. Μέθοδος με την οποία, αντίθετα, ακυρώνεται η αυθεντική γλωσσική φυσιογνωμία του χειρόγραφου κειμένου και αλλοιώνεται, ταυτόχρονα, ο ουσιαστικός λαϊκότροπος χαρακτήρας του.

Στο τρίτο, και τελευταίο, Κεφάλαιο «Διορθώσεις και Σχόλια» καταχωρούνται πολλές αναγκαίες διορθώσεις, πρωτίστως στο λόγιο Κείμενο της Grottaferrata, όπως και σ’ εκείνο της Τραπεζούντας (οι διορθώσεις στο Κείμενο του Escorial καταγράφονται κατά τον έλεγχο της έκδοσης Αλεξίου). Πρόκειται για διορθώσεις οι οποίες στηρίζονται σε παλαιογραφικά και ενδοκειμενικά κριτήρια. Ορισμένες μάλιστα αποτελούν κακές αναγνώσεις και μεταγραφές των πρώτων εκδοτών, και οι οποίες διαιωνίζονται μέχρι σήμερα.Οι περισσότερες αφορούν το Κείμενο της Grottaferrata, καθώς η λόγια διατύπωση οδηγούσε εύκολα τους αντιγραφείς σε παρανοήσεις και σφάλματα. Αλλά και τους πρώτους εκδότες σε αδυναμία να μεταγράψουν σωστά ένα ανορθόγραφο χειρόγραφο κείμενο με συχνές επιπλέον, και ακατανόητες, συντομογραφίες. Χαρακτηριστικές τέτοιες διορθώσεις είναι, για παράδειγμα: το ασύμβατο με τα συμφραζόμενα ἄπιθι, τέκνον, εὔθυμον του χειρογράφου (G I, 141) διορθώνεται στο αυτονόητο εὔθυνον (προστακτική του εὐθύνω, κατά το εκκλησιαστικό Τῆς σωτηρίας εὔθυνόν μοι τρίβους,Θεοτόκε), οι αντιφατικοί τύποι, σε σχέση με τον αριθμό της μετοχής και το σχετικό υποκείμενο, εἶθ’ οὕτως ἵππον εὔθειον καὶ κομιδῇ γενναῖον | ἐπιβάντες οἱ ἄγουροι (G II, 294), μεταγράφονται επίσης στην αυτονόητη γενική του πληθυντικού εἶθ’ οὕτως ἵππων εὐθειῶν καὶ κομιδῇ γενναίων, ενώ ένα ακατανόητο προσῆκον (G VII, 174) στο απολύτως συμβατό με τα συμφραζόμενα πρὸς οἶκον, και πολλά άλλα παρόμοια (προτείνονται σαράντα πέντε διορθώσεις σε χωρία του Κειμένου της Grottaferrata και δέκα στο Κείμενο της Τραπεζούντας).Με τις προτεινόμενες αυτές διορθώσεις εξομαλύνονται πολλά δυσνόητα χωρία και αποκαθίσταται η αρχική αυθεντική τους διατύπωση. Ένα ουσιαστικό καθήκον ακριβώς της καθαρής φιλολογικής επιστήμης.

Το Β΄ Μέρος (και ο τόμος) κλείνουν με ένα Επίμετρο. Στην πραγματικότητα, αναδημοσιεύονται εδώ τα Επιλεγόμενα από τα «Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα» (1977), στα οποία συμπτύσσονται κεφαλαιωδώς, ήδη από τότε, οι ίδιες βασικές εκδοτικές αρχές για τα δημώδη μεσαιωνικά κείμενα και τις παρεπόμενες λαϊκότροπες εκδοχές τους. Αρχές γενικότερα για Κείμενα τα οποία, παρά τις πολλαπλές εκδόσεις και ανατυπώσεις τους, δεν έχουν ακόμη την οριστική φιλολογική τους αποτύπωση στη σχετική εκδοτική βιβλιογραφία. Αναγκαίες ειδικότερα σήμερα με το ανανεωμένο εκδοτικό ενδιαφέρον για τα δημώδη εν γένει μεσαιωνικά λογοτεχνικά κείμενα.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ESCORIAL

Το Κείμενο του Escorial του «Διγενή Ακρίτα» παρουσιάζει, από κάθε άποψη, μεγάλο ενδιαφέρον. Καταρχάς, ως λαϊκότροπη εκδοχή, μάλιστα η πιο χαρακτηριστική, του ακριτικού έπους (ειδικά σε σχέση με εκείνην της Grottaferrata και της Τραπεζούντας). Και έπειτα, γιατί ανήκει σε μιαν ευρύτερη ομάδα ομοειδών εκδοχών, όπως η αντίστοιχη, επίσης του Escorial, του «Λίβιστρου» και εκείνη της λεγόμενης «Αχιλληΐδας», Κείμενο Λονδίνου. Οι συγκεκριμένες αυτές λαϊκότροπες εκδοχές έργων, τα οποία σώζονται σε πολλαπλή και διαφοροποιημένη γλωσσικά χειρόγραφη παράδοση, παρουσιάζουν ορισμένα ιδιότυπα κοινά χαρακτηριστικά στην όλη εκφραστική τους ιδιοσυστασία. Τα πιο εμβληματικά είναι η απλοποιημένη γλωσσική διατύπωση και η παράλληλη καταστροφή, λιγότερο ή περισσότερο, της οικείας μετρικής φόρμας.

Από τα δύο αυτά βασικά χαρακτηριστικά, το πιο σημαντικό, και προέχον, είναι η απλοποιημένη γλωσσική διατύπωση. Η οποία επιβεβαιώνεται από την πολλαπλή, και διαφοροποιημένη γλωσσικά, χειρόγραφη παράδοση των έργων αυτών. Χάρη στη διαφοροποιημένη διατύπωση αποδεικνύεται ότι οι λαϊκότροπες αυτές εκδοχές έχουν υποστεί μια συστηματική γλωσσική επεξεργασία, μια βαθμιαία προσαρμογή σε λαϊκότροπα γλωσσικά, εκφραστικά, ακόμη και φωνητικά δεδομένα.Η γλωσσική αυτή απλοποίηση επικεντρώνεται κυρίως σε ένα είδος μεταφοράς («μετάφρασης») λογιότερων τύπων και εκφράσεων, που επισημαίνονται στις αντίστοιχες λογιότροπες εκδοχές των σχετικών έργων, και παράλληλα σε μιαν επιπλέον εκτεταμένη φωνητική λαϊκοποίηση. Χωρίς να μεταβάλλονται πάντοτε οι λέξεις ή οι εκφράσεις χρησιμοποιούνται συχνά καταλήξεις, φωνητικά συμπλέγματα, ιδιότυπες εκφορές, που έχουν έντονα λαϊκό ή λαϊκότροπο, ακόμη και ιδιωματικό, χαρακτήρα. Από την άποψη αυτή, οι συγκεκριμένες εκδοχές των δημωδών μεσαιωνικών κειμένων θα πρέπει να θεωρούνται ως το ενδιάμεσο στάδιο στη λαϊκότροπη μεταποίηση ενός παλαιότερου, και λογιότερου, αφηγηματικού ποιητικού υλικού.

Το δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό των εκδοχών αυτών, και μάλιστα ως άμεση συνέπεια, σε μεγάλο βαθμό, του προηγουμένου, είναι η σε πολλά σημεία καταστροφή της μετρικής φόρμας (του τυπικού 15σύλλαβου μέτρου). Πρόκειται για το βασικό στοιχείο, το οποίο αποδεικνύει, αντίστροφα, τη συνειδητή αντίστοιχη γλωσσική απλοποίηση. Πολλοί στίχοι στα κείμενα αυτά είναι ελλιπείς ή υπέρμετροι, ορισμένοι μάλιστα και σε πεζολογική διατύπωση. Είναι ακριβώς οι περιπτώσεις στις οποίες επισημαίνονται οι περισσότερο λαϊκές ή λαϊκότροπες εκφορές και αντίστοιχα απλοποιημένα γλωσσικά ερμηνεύματα.Η μετρική αυτή ακαταστασία έχει άμεση σχέση με τη συγκεκριμένη προσπάθεια γλωσσικής απλοποίησης και προσαρμογής των κειμένων σε λαϊκές και περισσότερο νεωτερικές, ακόμη και ιδιωματικές, γλωσσικές φόρμες. Γι’αυτό και οι λαϊκότροπες εκδοχές των μεσαιωνικών αυτών κειμένων είναι οι περισσότερο φθαρμένες μετρικά σε σύγκριση με τις αντίστοιχες λογιότερες. Το κύριο μέλημα των γραφέων, και κατ’ επέκταση των συνειδητών διασκευαστών των λαϊκότροπων εκδοχών που σώζονται, ή και άλλων προηγουμένων, ήταν ακριβώς η προσπάθεια για γλωσσική απλοποίηση, η οποία και συμπαρέσυρε, στην εφαρμογή της, τη διαταραχή της μετρικής φόρμας του τυπικού 15σύλλαβου μέτρου.

Όλη αυτή η ιδιότυπη γλωσσική και μετρική ακαταστασία αποδίδεται σταθερά σε «σφάλματα» και στην ασύγγνωστη «αμάθεια» των γραφέων. Ασφαλώς ένα σχετικό ποσοστό των σφαλμάτων οφείλεται στη συνήθως μηχανική διεκπεραίωση του αντιγραφικού έργου. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να αιτιολογηθεί, με την επίκληση αυτή, μια τόσο εκτεταμένη γλωσσική και μετρική διαφοροποίηση από τις άλλες παράλληλες λογιότροπες εκδοχές. Καταρχάς, παρόμοια «σφάλματα» δεν διαπιστώνονται στα λογιότερα κείμενα, στα οποία η γλωσσική και ρυθμική ροή σπάνια διαταράσσεται (χαρακτηριστική η περίπτωση του Κειμένου της Grottaferrata στον «Διγενή»). Έπειτα, έχει αδιαμφισβήτητα επιβεβαιωθεί, με παράλληλη σύγκριση, ότι πολλοί, πάρα πολλοί άμετροι στίχοι στις λαϊκότροπες αυτές εκδοχές («Διγενή», «Λίβιστρου», «Αχιλληΐδας») αποκαθίστανται αυτόματα στο 15σύλλαβο μέτρο με την αντικατάσταση μιας λαϊκότροπης εκφοράς (στην ουσία ενός ερμηνεύματος) με την αντίστοιχη λογιότερη του παράλληλου σχετικού κειμένου (στην περίπτωση του Κειμένου του Escorial από εκείνην της Grottaferrata ή της Τραπεζούντας, από την παράδοση της οποίας μάλιστα φαίνεται να έχει προκύψει). Υπάρχουν ακόμη και τεκμηριωμένες περιπτώσεις, κατά τις οποίες η λαϊκότροπη εκφορά-ερμήνευμα εντάσσεται κανονικά στη φυσική ροή του 15σύλλαβου μέτρου, και από την άποψη αυτή η γλωσσική απλούστευση παραμένει δυσδιάκριτη. Το ότι η καταστρατήγηση του 15σύλλαβου μέτρου στις λαϊκότροπες αυτές εκδοχές οφείλεται συνήθως στη συνειδητή προσπάθεια πρωτίστως γλωσσικής απλούστευσης ενός λογιότερου προτύπου, και όχι σε τυχαίες φθορές της αντιγραφικής διαδικασίας, αποτελεί ένα ακλόνητο τεκμηριωμένο αξίωμα, το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αγνοείται και να παραβλέπεται.

Με τα δεδομένα αυτά, η εκδοτική αντιμετώπιση του Κειμένου του Escorial του «Διγενή», ειδικότερα από τους τρεις νεώτερους εκδότες (Trapp 1971, Αλεξίου 1985 2006 , Jeffreys 1998), παρουσιάζεται ως ιδιαίτερα προσωποπαγής και φιλολογικά ανορθόδοξη. Και στις τρεις συγκεκριμένες εκδόσεις, κυρίως σ’ αυτήν του Αλεξίου (την οποία ακολουθεί πιστά σχεδόν και η Jeffreys), διαπιστώνονται ποικίλες ισχυρές παρεμβάσεις στο κείμενο, και πρωτίστως παρεμβάσεις για μετρική αποκατάσταση εκεί όπου αυτό πάσχει σχετικά (δηλαδή την εξωκειμενική δημιουργία οπωσδήποτε ενός τυπικού 15σύλλαβου στίχου). Και όλα αυτά με την εδραία πεποίθηση ότι «αποκαθίσταται» έτσι ένα αρχικό αυθεντικό κείμενο. Οι παρεμβάσεις αυτές, και κυρίως εκείνες για τη μετρική αποκατάσταση, έχουν αλλοιώσει αισθητά τη διατύπωση του χειρόγραφου κειμένου (με άφθονους τονικούς βιασμούς, κακόηχες συνιζήσεις, κατ’ εικασίαν αντικατάσταση κανονικών τύπων του χειρογράφου, και άλλα πολλά). Ωστόσο, αυτό που προέχει στο κείμενο εδώ (όπως και στις άλλες ανάλογες εκδοχές) είναι προπάντων η αυστηρή διαφύλαξη της γλωσσικής φυσιογνωμίας του χειρόγραφου κειμένου, όχι ο ελεύθερος εκδοτικός παρεμβατισμός και η έμμετρη, σώνει και καλά, μορφοποίηση τυπικού 15σύλλαβου στίχου. Πρέπει να σημειωθεί ότι στα δημώδη μεσαιωνικά κείμενα, και συγκεκριμένα στις λαϊκότροπες εκδοχές τους, δεν υπάρχει η έννοια του αρχετύπου, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί, με τους νεώτερους φιλολογικούς όρους, για τα αρχαία κλασικά κείμενα. Οι γλωσσικές απλοποιητικές παρεμβάσεις, οι φραστικές τροποποιήσεις, τα ποικίλα ερμηνεύματα, και όλα τα σχετικά, είναι στην ουσία μια φυσική ανελικτική διαδικασία που συντελείται από τους απλούς ακόμη γραφείς ως και τους τυχόν συνειδητούς διασκευαστές. Επομένως, οποιαδήποτε κατ’ εικασίαν παρέμβαση σ’ αυτά ακυρώνει την ιστορικότητα του κειμένου και της συγκεκριμένης καταγραφής του. Ό,τι μπορεί να συνεισφέρει η φιλολογική επιστήμη, και ειδικότερα ο κλάδος της κριτικής των κειμένων, είναι μόνο η αποκατάσταση εξόφθαλμων αντιγραφικών σφαλμάτων και τυχόν αναγκαίες παλαιογραφικές διορθώσεις, οι οποίες στηρίζονται απολύτως σε εσωτερικά κειμενικά κριτήρια και δεδομένα (κατά το αξίωμα των παλαιών Γραμματικών για τον Όμηρο Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου δεῖ σαφηνίζειν). Εκδοτική πρακτική, η οποία θα έπρεπε να θεωρείται, τουλάχιστον για σήμερα, επαρκώς αυτονόητη.

Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι για τα λαϊκότροπα αυτά κείμενα δεν ήταν το έμμετρο στοιχείο το καθοριστικό για τη διάδοση και την αποδοχή τους. Ούτε αυτό που ενδιέφερε πρωτίστως τους αντιγραφείς και τους τυχόν διασκευαστές. Η έμμετρη τυπική φόρμα αφορά περισσότερο τις λόγιες και λογιότροπες εκδοχές και τους αντίστοιχους δημιουργούς τους. Αντίθετα, το πρωτεύον στα λαϊκά ή λαϊκότροπα κείμενα είναι το καθαυτό αφηγηματικό στοιχείο, το παραμυθιακό και περιπετειώδες που συμπλέκεται συχνά, από τη συστατική του φύση, και με το δραματικό. Είναι ακριβώς αυτό που συγκινεί και έλκει τον λαϊκό ακροατή και αναγνώστη. Εξάλλου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και ένα άλλο ακόμη παράπλευρο δεδομένο. Στις λαϊκότροπες εκδοχές των μεσαιωνικών ποιητικών κειμένων, με τον περιπετειώδη αφηγηματικό χαρακτήρα, οι τυχόν άμετρες ή και πεζολογικές διατυπώσεις πειθαρχούν απολύτως στον εσωτερικό ρυθμό ενός προφορικού λόγου, και επομένως λειτουργούσαν (και εξακολουθούν να λειτουργούν) σε ένα οικείο και φυσικό ακουστικό περιβάλλον. Πρόκειται για δεδομένο εξαιρετικά σημαντικό, καθώς ανάγεται στην ακουστική λειτουργία της γλώσσας, και από την άποψη αυτή ενδιαφέρει πολύ περισσότερο από έναν πεποιημένο τεχνικά 15σύλλαβο (και μάλιστα με εκδοτικά εξωκειμενικά κριτήρια). Βέβαια, το έμμετρο στοιχείο είναι οπωσδήποτε βασικό στοιχείο λογοτεχνικότητας. Ωστόσο, προκειμένου για τις λαϊκότροπες εκδοχές των δημωδών μεσαιωνικών κειμένων, εκείνο που τα καθιστά στην ουσία πραγματικά λογοτεχνήματα είναι το δραστικό αφηγηματικό στοιχείο, με τη συγκεκριμένη δομική πλοκή του, και η αυθεντική γλωσσική τους διατύπωση, η οποία παραπέμπει επιπλέον σε λειτουργικούς ρυθμούς προφορικότητας.

Ένα άλλο θέμα σχετικό, εδικότερα, με το Κείμενο του Escorial του «Διγενή» είναι η διαπιστωμένη ήδη (1977) στενή εκφραστική και γλωσσική του σχέση με το Κείμενο επίσης του Escorial του «Λίβιστρου». Και τα δύο βρίσκονται στο ίδιο ακριβώς χειρόγραφο (Cod. Esc. Ψ ΙV 22) και έχουν γραφτεί από τον ίδιο γραφέα. Η πρώτη βασική παρατήρηση είναι ότι και στα δύο Κείμενα διαπιστώνεται η ίδια συστηματική επιδίωξη για απλουστευμένη γλωσσική διατύπωση. Η προσπάθεια για λαϊκοποίηση ενός προφανώς λογιότερου προτύπου (για τον «Διγενή» κάποιο προγενέστερο της παράδοσης των Αθηνών ή της Τραπεζούντας) είναι σχεδόν παντού ολοφάνερη και περιορίζεται αποκλειστικά στη γλωσσική μεταποίηση. Και είναι ακριβώς στα σημεία εκείνα που διαπιστώνεται συχνά καταστροφή της μετρικής φόρμας και πλήρης αδιαφορία για την τήρηση της απρόσκοπτης ροής του συντεταγμένου ποιητικού λόγου. Όπως γίνεται φανερό, και στα δύο Κείμενα δεν ενδιαφέρει τόσο η έμμετρη απόδοση όσο η γλωσσική απλούστευση. Ιδιαίτερα για τον «Διγενή» η ελευθερία στη μεταφορά από το λογιότερο κείμενο είναι πολύ μεγαλύτερη. Στο συγκεκριμένο χειρόγραφο κείμενο επισημαίνονται πολλοί (περισσότεροι απ’ ό,τι στον «Λίβιστρο») λαϊκότροποι ή ακόμη και αυτούσιοι πρόσθετοι λαϊκοί στίχοι, έτσι που το Κείμενο Ε του «Διγενή» να έχει αποκτήσει έναν εντονότερο λαϊκό χαρακτήρα και, από την άποψη αυτή, να παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Μια άλλη εξίσου σημαντική παρατήρηση είναι ότι και στα δύο αυτά χειρόγραφα κείμενα («Διγενή» και «Λίβιστρου») υπάρχουν άφθονα τα κοινά εκφραστικά στοιχεία, ιδιαίτερα στα μέρη εκείνα που μεταποιούνται γλωσσικά. Όμοια εκφραστικά και γλωσσικά δεδομένα, κοινά φωνητικά συμπλέγματα, ίδιοι γραμματικοί τύποι, λέξεις, καταλήξεις, κοινές ιδιωματικές εκφορές, και πολλά άλλα παρόμοια. Οι πολύ κοινές αυτές ομοιότητες υποβάλλουν την πιθανή σκέψη ενός κοινού διασκευαστή (του ίδιου του γραφέα ή άλλου προηγουμένου). Τη συνειδητή μεταποίηση σε απλούστερη λαϊκή διατύπωση ενισχύει και η διαπίστωση ότι στον ίδιον αυτό κώδικα του Escorial περιέχονται ακόμη και ερμηνείες εκκλησιαστικών τροπαρίων σε λαϊκή γλώσσα. Το όλο ζήτημα πρέπει ασφαλώς να συσχετισθεί με τις γενικότερες τάσεις που επισημαίνονται προς το τέλος του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα για στροφή προς τη λαϊκή αίσθηση και παράδοση. Από την άποψη αυτή, ο συσχετισμός των λαϊκότροπων εκδοχών του «Διγενή» και του «Λίβιστρου» στο κείμενο του Escorial παραμένει ιδιαίτερα συμβολικός και χρήσιμος.

Με όσα ειπώθηκαν για τις εκδόσεις των λαϊκότροπων εκδοχών των δημωδών μεσαιωνικών κειμένων, και ειδικότερα για το Κείμενο του Escorial του «Διγενή Ακρίτα», το πιο σημαντικό απ’ όλα (και για το οποίο ο ιδιαίτερος λόγος εδώ), πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη ορισμένα θεμελιώδη δεδομένα. (α) Το 15σύλλαβο μέτρο δεν μπορεί να αποτελεί αδιαμφισβήτητο κριτήριο για την αποκατάσταση τυχόν διαταραχής της μετρικής φόρμας και άλλων επίσης εγγενών κειμενικών φθορών. Στόχος των γραφέων, ακόμη και των συνειδητών διασκευαστών, ήταν κυρίως η γλωσσική απλοποίηση ενός λογιότερου προτύπου, χωρίς να ενδιαφέρονται πρωτίστως για τα τυπικά μέτρα (τα οποία πιθανότατα συχνά και αγνοούσαν). Μιά σύγχρονη έκδοση που έχει στόχο τη μετρική απλώς αποκατάσταση (και συνήθως με ανεπίτρεπτους τρόπους) ακυρώνει την ιστορικότητα του κειμένου και της συγκεκριμένης καταγραφής του, ενώ προβάλλει η ίδια ως μία νέα εκσυγχρονιστική διασκευή. (β) Όλα τα γλωσσικά ερμηνεύματα και οι απλοποιημένες γλωσσικές διατυπώσεις πειθαρχούν στον εσωτερικό ρυθμό ενός προφορικού λόγου<, υποβάλλοντας έτσι ανάγλυφα τον δυναμισμό της ακουστικής λειτουργίας της γλώσσας. Στοιχείο πολυτιμότατο για τα υποκρυπτόμενα δεδομένα μιας ιστορικής προφορικότητας. (γ) Στα λαϊκότροπα αυτά κείμενα, για τους αντιγραφείς και τους ακροατές - αναγνώστες της εποχής τους, εκείνο που ασκούσε τη βαθύτερη έλξη ήταν το αφηγηματικό στοιχείο (το παραμυθιακό και το σύστοιχο δραματικό), όχι ο τυπικός μετρικός φορμαλισμός του 15σύλλαβου στίχου (κάτι περισσότερο σύμφυτο με τις λογιότροπες εκδοχές και τους δημιουργούς τους). Ό,τι προέχει σήμερα είναι να δοθούν τα κείμενα αυτά στην αυθεντική γλωσσική τους διατύπωση, με μόνες δυνατές τυχόν παλαιογραφικές διορθώσεις και εξόφθαλμα αντιγραφικά σφάλματα. Οι προτεινόμενες αυτές νέες εκδόσεις, παρά τις πολλές υπάρχουσες παλαιές και νεώτερες, παραμένουν ένα αναγκαίο καθήκον της καθαρής φιλολογικής επιστήμης.

Η ΕΚΔΟΣΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

Η έκδοση του Κειμένου του Escorial του «Διγενή» από τον Στυλιανό Αλεξίου, με την εκτενή Εισαγωγή, τα Σχόλια, το Γλωσσάριο, και σε μνημειακή τυπογραφική μορφή (Ερμής, Αθήνα 1985, 2006), αποτελεί ξεχωριστό γεγονός στην καθόλου εκδοτική ιστορία των δημωδών μεσαιωνικών κειμένων. Η αυτόνομη παρουσίαση ενός τόσο σημαντικού λαϊκότροπου κειμένου, σε έργο με πολλαπλή χειρόγραφη παράδοση (ο Trapp το συνεκδίδει με όλες τις παράλληλες εκδοχές και η Jeffreys με εκείνην της Grottaferrata), εξαίρει από μόνη της τη σημασία που προσδίδεται στο Κείμενο του Escorial. Όπως ακριβώς έχει ήδη (1977) προταθεί: «αν ο λαϊκότροπος χαρακτήρας μιας εκδοχής είναι αρκετά ισχυρός (όπως η περίπτωση Ε του «Διγενή»), τότε θα πρέπει χωρίς άλλο να εκδίδεται μεμονωμένα». Ωστόσο, παρά την ορθή εκδοτική αντιμετώπιση και τα τόσο χρήσιμα, και αναγκαία, παραπληρωματικά εξαρτήματα (Εισαγωγή, Σχόλια, Γλωσσάριο), το ίδιο το Κείμενο πάσχει σοβαρά στην καθαυτό φιλολογική του αντιμετώπιση.Με αποτέλεσμα να έχει αλλοιωθεί αισθητά η γλωσσική φυσιογνωμία του χειρόγραφου κειμένου. Τρία είναι κυρίως τα διαπιστωμένα πεδία ισχυρής παρέμβασης: ο γλωσσικός μετασχηματισμός, η μετρική εξομάλυνση και η παρερμηνευτική αντίληψη σε πολλά χωρία.

Η γλωσσική αλλοιωτική παρέμβαση στο χειρόγραφο κείμενο είναι συστηματική και πολύμορφη.Με διακηρυγμένη επιδίωξη «την παλαιότερη υγιή διατύπωση» (Εισαγωγή, σ. κη΄). Έτσι, πολλοί ιδιωματικοί συνήθως ρηματικοί τύποι μεταποιούνται, αρκετοί μάλιστα λογιοποιούνται, όπως: ἐχάθη αντί ἐχάθηκεν του χειρογράφου (στ. 112), ἔθανες αντί ἐπόθανες (στ. 121), βάλε αντί έβαλε (ιδιωματική προστακτική, στ. 280), ἐθέκαν αντί ἐθέκασιν (στ. 480), κατέβην αντί ἐκατέβηκα (στ. 544), ἐπρόλαβεν αντί ἐμπρόλαβεν (στ. 765), καθυποδέθηκεν αντί του απλού ἐποδέθηκεν (στ. 830), ὀνειδίζω αντί κατονειδίζω (στ. 856), ἐπιλαλῆσαν αντί ἐπιλάλησαν (στ. 970), ὑπάω αντί ὑπάγω (στ. 1006), κατοδύρεται αντί του απλού ὀδύρεται (στ. 1012), ὑπάγει αντί ὑπαγαίνει (στ. 1022), ἀτιμώθη αντί του ενεργητικού ἀτίμωσεν (στ. 1319), ηὗραν αντί ηὕρηκαν (στ. 1321), κόπιασε αντί κοπίασε (στ. 1381), ἔποικεν ὡς αντί ἐποίησεν καθὼς (στ.1409 ), στραφεῖσα αντί στραφοῦσα (στ. 1416, 1502), ἔβλεπα αντί ἐβλέπω (1427). Σε άλλες περιπτώσεις αντικαθίστανται ιδιότυπες λέξεις και εκφράσεις του χειρογράφου με απλές και κοινότυπες, χωρίς αναγκαίο λόγο: δόξα σοι ο Κύριος αντί δόξα σοι ὁ Θεὸς του χειρογράφου (στ. 121), πάντως αντί παντῶς (στ. 367, 396, 1019, 1038) γλυκιά αντί γλυκέα (επίρρ., στ. 481), τὰ ἐφορτώθη αντί καὶ ἐφορτώθην τα (στ. 699), καὶ ὅταν ἀπεσώθηκεν αντί καὶ ὅταν γὰρ ἀπέσωσεν (στ. 836), καὶ ἐστράφην αντί τότε στραφείς (στ. 435), εἰς πάντα ἀληθεύων αντί εἰς πάντας ἀληθεύειν (εἴρηται, στ. 723). Μεταβολή συχνά των ιστορικών χρόνων του κειμένου (παρατατικού και συνήθως αορίστου) σε «ιστορικό ενεστώτα» (για να γίνει έτσι περισσότερο «παραστατική» η αφήγηση), καβαλικεύει αντί ἐκαβαλίκευσεν (στ. 9), σφουγγίζουσιν αντί ἐσφουγγίζασιν (στ. 77), οὐ φοβούμεθα αντί οὐκ ἐφοβήθημαν (στ. 193), ὁρίζει αντί ὥρισεν (στ. 199), φιλοῦν και ραίνουν αντί ἐφιλοῦσαν και ἔρραιναν (στ. 584), στρώνω αντί ἔστρωσα (στ. 1470). Ακόμη, συχνή, πολύ συχνή αποβολή ρηματικών αυξήσεων, παντού σχεδόν του τελικού ευφωνικού «ν», ενός τόσο χαρακτηριστικού στοιχείου της εκφοράς του μεσαιωνικού και ιδιωματικού νεοελληνικού λόγου, συγκοπή της πρόθεσης εἰς + αιτ. σε ’ς για τη δημιουργία του κοινού «στ» (ἀπ’ επίσης για την ἀπό). Αλλεπάλληλες επίσης εκθλίψεις τελικών φωνηέντων, όπως π.χ. στην περίπτωση του στίχου καὶ ὅσ’ ἄστρα ἔν’ ’ς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα ἔν’ εἰς τὰ δέντρα (στ. 923), αντί του κανονικού στο χειρόγραφο καὶ ὅσα ἄστρα ἔνε εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα ἔνε εἰς τὰ δέντρα, και οποίος θα μπορούσε να αποκατασταθεί με την αποβολή μόνο του δευτέρου (και περιττού) ἔνε: καὶ ὅσα ἄστρα ἔνε εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα εἰς τὰ δένδρα.

Η μετρική ομαλοποίηση, η μορφοποίηση δηλαδή παντού οπωσδήποτε τυπικού 15σύλλαβου μέτρου, αποτελεί στην ουσία τον κύριο εκδοτικό στόχο («πίσω από τη διαταραχή του μέτρου αναζητήθηκε ο στίχος», Εισαγωγή, σ. κθ΄). Τον στόχο ακριβώς αυτόν υπηρετούν και πολλές από τις αλλοιωτικές γλωσσικές παρεμβάσεις. Η καταναγκαστική αυτή μετρική «αποκατάσταση» πραγματοποιείται συνήθως με πολλούς φιλολογικά ανεπίτρεπτους τρόπους.Με προσθήκη, αφαίρεση, αντιμετάθεση, ή ακόμη και με αντικατάσταση λέξεων του χειρογράφου με άλλες επινοημένες από τον ίδιο τον εκδότη, επίσης, συχνά, και με διασκευαστική αλλαγή της χειρόγραφης διατύπωσης. Όπως φαίνεται από ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα: καὶ ἂν ἔχη ὁ ἄγουρος καρδίαν, γλήγορα νὰ γυρίζη αντί της απολύτως εύρυθμης χειρόγραφης διατύπωσης καὶ ἂν ἔχη καρδίαν ὁ ἄγουρος | ὅτι νὰ γυρίζη ἐγλήγορα (στ. 24), τὸ ἀδέλφιν σας νὰ εὑρῆτε αντί νὰ εὑρῆτε τὴν ἀδελφήν σας (στ. 169), θανεῖν οὐκ ἐφοβήθητε αντί θάνατον οὐκ ἐφοβήθητε (στ. 406), οἱ μὲν λουρικιασμένοι ἠσαν αντί οἱ μὲν λουρίκια ἐφορούσασιν (στ. 432, κλπ). Στον ίδιο στόχο, στη μορφοποίηση τυπικού 15σύλλαβου στίχου, υποτάσσονται και βεβιασμένοι παρατονισμοί λέξεων (εκδοτική πρακτική πολύ συνηθισμένη στους ξενόγλωσσους εκδότες, όπως και εδώ στην έκδοση Trapp), όπως για παράδειγμα το ρωμαϊκά και πέρσικα του χειρογράφου μετατρέπεται, και με αντιμετάθεση, σε πέρσικα και ρωμαίκα (στ. 150), το ἤθελες σε ἠθέλες (στ. 252), το ὡραίαν σε ὥραιαν (στ. 861, 873). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συχνά περιττή, από κάθε άποψη, αντιμετάθεση λέξεων, καθώς η χειρόγραφη διατύπωση είναι αναμφισβήτητα περισσότερο εύηχη και ρυθμική, όπως για παράδειγμα στον στίχο που έχει ήδη αναφερθεί καὶ ἂν ἔχη ὁ ἄγουρος καρδίαν αντί καὶ ἂν ἔχη καρδίαν ὁ ἄγουρος (στ. 24) και στις επόμενες τρεις περιπτώσεις (σε έκταση μόνο 4 στίχων): τοὺς θαυμαστοὺς ἀγούρους μου αντί καὶ τοὺς ἀγούρους μου τοὺς θαυμαστούς (στ. 364), καὶ μὲ σκοτώσουν θέλουσιν αντί καὶ θέλουν μὲ σκοτώσει (στ. 366), καὶ μὰ τὸν φοβερὸν κριτήν αντί καὶ μὰ τὸν κριτὴν τὸν φοβερόν (στ. 378). Με τα λίγα αυτά παραδείγματα γίνεται αντιληπτή η βαθειά αλλοίωση που έχει υποστεί το χειρόγραφο κείμενο. Όπως έχει ήδη τονισθεί, η αποκατάσταση της μετρικής φόρμας σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελεί, για τα κείμενα αυτά, τον κύριο εκδοτικό στόχο, με την πεποίθηση ότι έτσι αποκαθίσταται ένα αυθεντικότερο κείμενο εγγύτερο προς το πρωτότυπο. Στη συγκεκριμένη εδώ έκδοση, με τη δημιουργία οπωσδήποτε παντού ενός τυπικού 15σύλλαβου στίχου, το τόσο ειδικό και χαρακτηριστικό λαϊκότροπο κείμενο του Escorial του «Διγενή Ακρίτα» έχει χάσει τον ουσιαστικό του χαρακτήρα και έχει μεταβληθεί απλώς σε ένα απολύτως μετροποιημένο εκσυγχρονιστικό ανάγνωσμα.

Η παρερμηνευτική αντίληψη είναι ιδιαίτερα συχνή σε πλήθος χωρίων, με κατ’ επέκταση παρεμβάσεις που συνεπάγονται ριζική εκδοτική αλλοίωση του χειρόγραφου κειμένου. Με εξοβελισμό στίχων από απλή εικασία ότι ανήκουν στον γραφέα (συνηθισμένη πρακτική των παλαιοτέρων εκδοτών των δημωδών μεσαιωνικών κειμένων). Με προσθήκες, οι περισσότερες από τις οποίες είναι έξω από το ύφος, τον ρυθμό, και το λεκτικό του κειμένου. Με αναδιάταξη και παρατοποθέτηση στίχων, η οποία διαταράσσει, αντί να αποκαθιστά, την εσωτερική αφηγηματική πλοκή. Με παραποίηση, αλλοίωση, ή και αντικατάσταση νομότυπων γραφών του χειρογράφου, προκειμένου να υποστηριχθεί (αντίστροφα) η παρερμηνευτική αντίληψη.Με βεβιασμένη συχνά στίξη, ασύμβατη συνήθως με την πραγματική διάνοια του κειμένου και την απρόσκοπτη αφηγηματική ροή. Εφαρμογές όλες οι οποίες παραπέμπουν σε ένα ενισχυμένο εκδοτικό υπερ-Εγώ. Οι διασκευαστικές αυτές, στην ουσία, παρεμβάσεις είναι ιδιαίτερα καταλυτικές σε αρκετά κομβικά χωρία (στ. 27-31, 150-52, 164-65, 196-201, 376-81, 386, 544-46, 561-64, 630-35, 828-33, 1011-27, 1089-99, 1104-05, 1162-63, 1199-1213, 1379-83, 1503-05). Π.χ. στην εκδοτική μορφή του χωρίου καὶ τοῦτο ὀμνύω καὶ λέγω σας μὰ τὸν <καλὸν> προφήτην | τὸν μέγαν Μαχουμέτην (στ. 164-65), δεν φαίνεται να έχει γίνει αντιληπτό το σημαινόμενο στο χειρόγραφο: ότι δηλαδή στον πρώτο στίχο η διατύπωση καὶ τοῦτο ὀμνύω καὶ λέγω σας αποτελεί μιαν απηρτισμένη νοηματικά φραστική ενότητα και όλο το επόμενο τμήμα έναν πλήρη, ακέραιο 15σύλλαβο, και επομένως το χωρίο θα πρέπει να εκδοθεί καὶ τοῦτο ὀμνύω καὶ λέγω σας | μὰ τὸν προφήτην (τὸν καλὸν) τὸν μέγαν Μαχουμέτην, όπως ακριβώς το ίδιο εκφραστικό σχήμα και, κυρίως, αυτούσιος ο σχετικός 15σύλλαβος στίχος επανέρχεται σε αμέσως επόμενους στίχους (στ. 284-85) στο ίδιο το κείμενο: εἰ δὲ καὶ οὐκ ἔλθεις τὸ γοργὸν | μὰ τὸν προφήτην τὸν καλὸν τὸν μέγαν Μαχουμέτην. Το ίδιο και στον απλό στίχο ἂν τὰ εἶπα ἐγὼ τῶν ἀδελφῶν ἢ ἀνθρώπου γεννημένου (στ. 386), ο οποίος είναι συμπτυγμένη διασκευή της χειρόγραφης διατύπωσης ἂν τὰ εἶπα ἐγὼ τῶν ἀδελφῶν μου ἢ ἂν τὰ ὡμολόγησα ἀνθρώπου γεννημένου, δύο στίχοι ακριβώς, και εδώ ο δεύτερος κανονικός 15σύλλαβος, και οι οποίοι πρέπει επίσης να εκδοθούν ἂν τὰ εἶπα ἐγὼ τῶν (πέντε) ἀδελφῶν μου | ἢ ἂν τὰ ὡμολόγησα ἀνθρώπου γεννημένου (χωρίς την κολόβωση του τόσο αναγκαίου κτητικού «μου» και με την προσθήκη του «πέντε», την οποία υποβάλλει ο μόλις λίγο προηγούμενος στ. 366). Ισχυρή παρερμηνευτική αντίληψη επισημαίνεται επίσης και στο χωρίο τίποτε, Ἀκρίτη, οὐ θέλω σε· δοκιμαστῶ μετ’ ἔσου | οὐ θέλω, νὰ παλεύσωμεν, εἰς ἁρπαγὴν νὰ πᾶμε (στ. 1104-05), όπου εισάγεται μια παντελώς βεβιασμένη και αδόκιμη στίξη για λαϊκότροπο αφηγηματικό κείμενο και ένας ισχυρός, ασύμετρος διασκελισμός, ακριβώς για να υποστηρίξουν μιαν εξίσου βεβιασμένη και αδόκιμη ερμηνεία. Και το οποίο πρέπει να εκδοθεί αυτούσιο όπως το παραδίδει (και το υπονοεί) το χειρόγραφο: τίποτε, Ἀκρίτη, οὐ θέλω σε δοκιμαστῶ μετ’ ἔσου | οὐ θέλω νὰ παλεύσωμεν, εἰς ἁρπαγὴν νὰ πᾶμε (και όπου το σε θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα πλεοναστικό ρυθμοτονικό στοιχείο σε άμεσο συσχετισμό με το μετ’ ἔσου) ~ καθόλου, Ακρίτη, δεν θέλω να συγκρουστώ μαζί σου | δεν θέλω να παλέψομε, σε αρπαγή να πάμε.

Η έκδοση ενός νεοελληνικού μεσαιωνικού κειμένου (όπως ακριβώς και ενός αρχαίου) είναι πρωτίστως μια καθαρή φιλολογική πράξη. Ο ιστορικός οπλισμός, και τα ιστορικά δεδομένα που αντλούνται από το κείμενο, μόνο ως επικουρικά στοιχεία μπορούν να συνυπολογίζονται. Σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατόν να προτάσσονται και να ακυρώνουν βασικές εκδοτικές αρχές της κριτικής των κειμένων. Διαφορετικά, μετά την έκδοση ενός κειμένου χωρίς τις αναγκαίες φιλολογικές δικλείδες, θα προβάλλει αναπόφευκτα, και πάλι, η ανάγκη νέας. Όπως ατυχώς συμβαίνει και στην περίπτωση εδώ του Κειμένου του Escorial του «Διγενή Ακρίτα» με την έκδοση Αλεξίου.

* * *

O αναλυτικός και συστηματικός έλεγχος της έκδοσης Αλεξίου στο λαϊκότροπο Κείμενο του Escorial του «Διγενή Ακρίτα» έδειξε στην πράξη, και μόνο με τα κατ’ επιλογήν συγκεκριμένα παραδείγματα, τη βαθειά αλλοίωση που έχει υποστεί, επί της ουσίας, το χειρόγραφο κείμενο στην καθαυτό γλωσσική του φυσιογνωμία. Και απέξειξε ότι η μετροποιητική εκδοτική μέθοδος, η δημιουργία δηλαδή παντού, σώνει και καλά, τυπικού 5σύλλαβου στίχου, εκεί όπου το χειρόγραφο κείμενο παρουσιάζει, λιγότερο ή περισσότερο, διαταραχή της μετρικής φόρμας, δεν αποκαθιστά καμίαν απολύτως αυθεντικότερη αρχική διατύπωση. Αντίθετα, εισάγει σ’ αυτό προσωποπαγείς νεωτερικές και άλλες ιδιόλεκτες εκφορές, οι οποίες όχι μόνο δεν ανάγονται σε κάποια «παλαιότερη υγιή διατύπωση» (κατά τη διακηρυγμένη πεποίθηση του εκδότη, Εισαγωγή, σ. κη΄), αλλά δημιουργούν, και λόγω της πυκνότητάς τους, ένα μετροποιημένο απλώς, στο σύνολό του, εκσυγχρονιστικό ανάγνωσμα. Πολύ περισσότερο που, όπως διαπιστώθηκε, οι άμετρες αυτές, και συχνά πεζολογικές, διατυπώσεις (ερμηνεύματα ως επί το πλείστον λογιότερων τύπων) υποτάσσονται στον εσωτερικό ρυθμό ενός ζωντανού προφορικού λόγου. Στοιχείο εξαιρετικά ενδιαφέρον, καθώς παραπέμπει σταθερά σε υποκρυπτόμενους λειτουργικούς ρυθμούς προφορικότητας.

Η μετροποιητική εκδοτική μέθοδος στις λαϊκότροπες εκδοχές των δημωδών μεσαιωνικών κειμένων είναι κοινή πρακτική παλαιοτέρων και νεωτέρων εκδοτών. Την ίδια ακολουθούν στο ειδικό εδώ Κείμενο του «Διγενή», όπως ήδη ειπώθηκε, και ο Trapp (με ανεπίτρεπτους μάλιστα γλωσσικούς βιασμούς στην εφαρμογή της) και η Jeffreys (η οποία υιοθετεί πιστά σχεδόν τις μετροποιητικές εκφορές του Αλεξίου). Μέθοδος η οποία σχετίζεται, παράλληλα, και με μιαν άλλη κοινή αποδοχή, ότι τα λαϊκότροπα αυτά κείμενα είναι πεποιημένα εξαρχής σ’ αυτήν τη γλωσσική μορφή και ότι από αυτά έχουν προέλθει, τις περισσότερες φορές, οι αντίστοιχες λογιότροπες εκδοχές. Μια ισχυρή επιρροή, και κατάλοιπο, του παλαιότερου ιδεολογικού δημοτικισμού. Άποψη, εξάλλου, η οποία αντιστρατεύεται τη φυσική εξέλιξη της γλώσσας, και ειδικότερα των κειμένων αυτών, καθώς κάποια από αυτά στη συνέχεια ριμάρονται («Διγενής», «Ιμπέριος») ή καταλήγουν ακόμη και σε πεζό («Διγενής»). Δεδομένα τα οποία δεν είναι δυνατόν να παραβλέπονται τουλάχιστον από τη σύγχρονη επιστημονική έρευνα.

Με το ανανεωμένο εκδοτικό ενδιαφέρον σήμερα για τα δημώδη μεσαιωνικά κείμενα απαιτείται πρωτίστως αυτά να δοθούν στην καθαρή γλωσσική τους μορφή και φυσιογνωμία, χωρίς ιδεολογικές ή άλλες στερεοτυπικές αρχές και προσεγγίσεις. Σ’ αυτό πρέπει να αποτελέσει ισχυρό παράδειγμα (προς αποφυγήν) η πρακτική των προηγούμενων εκδοτών. Ο μετροποιητικός εκδοτικός στόχος και η εδραία πεποίθηση ότι οι λαϊκότροπες εκδοχές αποτελούν την πρωτογενή μορφική σύνθεση. Δεδομένα τα οποία οδηγούν στην αλλοίωση της ιστορικής και εκφραστικής τους φυσιογνωμίας. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με την έκδοση του Κειμένου του Escorial του «Διγενή Ακρίτα» από τον Στυλιανό Αλεξίου.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Η έρευνα που προηγήθηκε στα κείμενα του «Λίβιστρου», του «Βέλθανδρου» και του «Καλλίμαχου», όπως και μια προέκταση σε άλλα μεσαιωνικά, έδωσε συχνά την αφορμή να διατυπωθούν παρατηρήσεις που θεωρείται σκόπιμο να ανακεφαλαιωθούν ξανά εδώ, τουλάχιστον οι πιο σημαντικές.

Μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, τα περισσότερα χειρόγραφα των έργων αυτών χρονολογούνται προς το τέλος του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα. Η διαπίστωση υποδηλώνει ασφαλώς μια γενικότερη στροφή της εποχής προς ένα παλαιότερο ποιητικό υλικό, ιπποτικό και λαϊκό, παραμυθώδες θά ’λεγε κανείς, που για ορισμένους λόγους ξανάρθε τότε στην επικαιρότητα. Η ανακάλυψη παρόμοιων έργων, ξεχασμένων ίσως και αγνοημένων, πραγματοποιήθηκε, πιθανότατα, κάτω από τις ισχυρές απαιτήσεις ενός ευρύτερου αναγνωστικού κοινού. Όλη αυτή η κίνηση θα πρέπει μάλλον να σχετιστεί με ανάλογες τάσεις που παρουσιάζονται στη Δύση του όψιμου Μεσαίωνα ή, ακόμη, και της πρώιμης Αναγέννησης. Και δεν θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς άσχετο το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα χειρόγραφα αυτά βρίσκονται σήμερα σε βιβλιοθήκες της Ευρώπης, πράγμα που σημαίνει ότι ίσως έχουν γραφτεί εκεί μετά την Άλωση από έλληνες κωδικογράφους, πρόσφυγες στη Δύση.

Μια δεύτερη, εξίσου βασική παρατήρηση, είναι ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η μορφή και ο χαρακτήρας των έργων αυτών επηρεάστηκε από τις λαϊκίζουσες τάσεις αυτής της εποχής. Δηλαδή, πολλά από τα παλαιότερα αυτά έργα δεν αντιγράφονται ούτε και διαδίδονται αυτούσια, αλλά μεταποιούνται συνήθως γλωσσικά, κάποτε και εκφραστικά, προς το λαϊκό ή λαϊκότροπο. Τα παραδείγματα του «Λίβιστρου» (εκδοχή Escorial), του «Διγενή» (επίσης εκδοχή Escorial) και της «Διήγησης του Αχιλλέως» (κείμενο Λονδίνου) είναι από τα πιο χαρακτηριστικά. Η γλωσσική αυτή μεταποίηση (λεκτική, γραμματική, καμιά φορά και φωνητική) του παλαιότερου, και λογιότερου, ποιητικού υλικού πραγματοποιείται χωρίς να θίγεται σχεδόν ποτέ η γενική δομή ή η θεματογραφία του έργου, και επομένως δεν φτάνει, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, ώς τα όρια της ριζικής διασκευής. Με άλλα λόγια, μεταφράζονται συνήθως και απλουστεύονται οι αρχαϊκότερες γλωσσικές φόρμες του κανονικού κειμένου, προφανώς σύμφωνα με τις ανάγκες μιας άλλης, τρέχουσας ομιλητικής ή ακόμη και τις απαιτήσεις ενός γενικότερου λαϊκίζοντος συρμού. Η γλωσσική μεταποιητική αυτή προσπάθεια ωστόσο άλλοτε κατορθώνει να παραμείνει μέσα στα πλαίσια του τυπικού αρχικού μέτρου (του 15σύλλαβου), άλλοτε όμως, το περισσότερο συχνό, από αδιαφορία ή αδυναμία αστοχεί, με αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή της μετρικής φόρμας. Το στάδιο πάντως αυτό της γλωσσικής μεταποίησης των κειμένων προς τον λαϊκό και άμετρο πολλές φορές λόγο πρέπει να συνδυαστεί με ένα άλλο, χρονικά υστερότερο, κατά το οποίο ορισμένα από τα έμμετρα αυτά κείμενα καταλήγουν σε πεζό («Διγενής»), ενώ άλλα, αντίθετα, ριμάρονται («Διγενής», «Ιμπέριος»). Γενικότερα, το φαινόμενο θα μπορούσε να συσχετιστεί ακόμη και με μιαν ανάλογη μετάπλαση του ποιητικού υλικού των δημοτικών τραγουδιών, ένα θέμα που παρουσιάζει πράγματι μεγάλο ενδιαφέρον.

Η σημασία των όσων έχουν ειπωθεί είναι θεμελιώδης. Στην ουσία οι παρατηρήσεις αυτές συνεπάγονται τον προσδιορισμό δύο αξιωματικών σχεδόν αρχών, με βάση τις οποίες πρέπει τώρα πια να αντιμετωπίζεται η έκδοση των μεσαιωνικών κειμένων. Σύμφωνα με την πρώτη, την ολιγότερο πάντως σημαντική, δεν πρέπει, όταν μια πολλαπλή χειρόγραφη παράδοση επιβάλλει αναγκαστικά τον καταρτισμό ενός ενιαίου κειμένου, να συμφύρονται αδιάκριτα σ’ αυτό γραφές από τυχόν υπάρχουσες λογιότροπες και λαϊκότροπες εκδοχές. Διαφορετικά, η νόθευση του κειμένου είναι δεδομένη, γιατί ο εκδότης συνενώνει, χωρίς να το αντιληφθεί, υλικό που ανήκει σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα, έστω και άν τα χειρόγραφα είναι καμιά φορά της ίδιας εποχής. Αν πάλι ο λαϊκότροπος χαρακτήρας μιας εκδοχής είναι αρκετά ισχυρός, τότε θα πρέπει χωρίς άλλο να εκδίδεται μεμονωμένα και όχι να εξαρθρώνεται συνήθως στα παραθέματα του κριτικού υπομνήματος. Η δεύτερη αρχή είναι η πιο αξιοπρόσεκτη. Δηλαδή, όσες λαϊκότροπες κυρίως εκδοχές παρουσιάζονται με κετεστραμμένη, λιγότερο ή περισσότερο, τη στιχουργική τους φόρμα, δεν πρέπει να εκδίδονται με αποκλειστική φροντίδα την αποκατάσταση, σώνει και καλά, του 15σύλλαβου μέτρου. Και τούτο, γιατί στις περιπτώσεις αυτές η αποκατάσταση απλώς του μέτρου (συχνά μάλιστα με τρόπους ανεπίτρεπτους) δεν συνεπάγεται αυτόματα και την ορθή αποκατάσταση ενός αρχικά λαϊκότροπου κειμένου. Απλούστατα γιατί ένα τέτοιο κείμενο δεν είναι συνήθως το πρωτογενές, αλλά γλωσσικό μεταποίημα κάποιου λογιότερου που προηγείται. Η αντίληψη αυτή, ότι δηλαδή οι λαϊκότροπες εκδοχές ορισμένων έργων είναι δημιουργήματα πεποιημένα εξαρχής σ’ αυτή τη γλωσσική μορφή, είναι τόσο ισχυρή ως σήμερα, ώστε όχι μόνο τα έχει παραποιήσει εκδοτικά αλλά έχει οδηγήσει ακόμη και στη διατύπωση θεωριών που πρέπει να θεωρούνται ανυπόστατες.

Με τέτοιες διαπιστώσεις θα πρέπει τώρα πια να αναθεωρηθεί η αντίληψη για πολλά από τα μεσαιωνικά κείμενα, και, κυρίως, για τον τρόπο που πρέπει να εκδίδονται. Ωστόσο, πέρα από τις γενικές αυτές θεωρήσεις, το κάθε έργο έχει συνήθως τα δικά του προβλήματα, και η λύση θα πρέπει ακριβώς να αναζητείται σε συνδυασμό των γενικών και ειδικών δεδομένων. Οι αρχές που έχουν εφαρμοστεί ως τώρα δεν έχουν δώσει κείμενα στην αυθεντική και γνήσια μορφή τους. Και πρέπει να ειπωθεί, ως κατακλείδα, ότι η επανεξέταση του όλου εκδοτικού προβλήματος των μεσαιωνικών κειμένων είναι σήμερα, όπως απέδειξε η προηγούμενη έρευνα, ένα από τα πιο σοβαρά καθήκοντα της νεώτερης φιλολογικής επιστήμης.