Αρχική » Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής » Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα » CD » CD 10ο & 11ο

CD 10ο & 11ο

ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΑ ΠΑΣΑΠΝΟΑΡΙΑ ΑΙΝΩΝ ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΟΥ (1800)

Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής - Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής - Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα

Set 2 CD (ΜΟ 10 - ΜΟ 11)
Διάρκεια: 60'.48'' (54'.17'' + 6'.31'')(CD 10ο) και 39'.53'' (CD 11ο)
Ηχογράφηση: Μάιος 2002, Ιούλιος 1992
Ψάλλει: Βασίλειος Εμμανουηλίδης

Ένθετο Βιβλίο 140 σελ.
Αθήνα 2002, ISBN 960-8009-19-7

Σχολιασμός

Κεκραγάρια

Τα Κεκραγάρια (CD 10ο) είναι μέλη, τα οποία ψάλλονται σε όλους τους Εσπερινούς (Μικρούς και Μεγάλους). Πρόκειται για τους γνωστούς Ψαλμικούς στίχους (Ψαλμός ρμ', 140): Κύριε εκέκραξα προς σέ, εισάκουσόν μου· πρόσσχες τη φωνή της δεήσεώς μου εν τω κεκραγέναι με προς σέ. Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου, έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή. Η ονομασία τους προέρχεται ακριβώς από την εναρκτική επίκληση “Κύριε εκέκραξα” και ασφαλώς (και κυρίως) από την εμπεριεχόμενη φράση “εν τω κεκραγέναι με προς σέ”. Oι στίχοι αυτοί έχουν διαμορφωθεί σε δύο ψαλτικές ενότητες που εκτελούνται εξ υπαμοιβής από τους δύο χορούς. Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει τον πρώτο στίχο, ο οποίος, συμπλεκόμενος με το Εφύμνιο, έχει μορφοποιηθεί ως εξής: Κύριε εκέκραξα προς σέ, εισάκουσόν μου· εισάκουσόν μου, Κύριε. Κύριε εκέκραξα προς σέ, εισάκουσόν μου· πρόσσχες τη φωνή της δεήσεώς μου εν τω κεκραγέναι με προς σέ· εισάκουσόν μου, Κύριε. Η δεύτερη περιλαμβάνει αυτούσιον επίσης τον δεύτερο στίχο με την προσθήκη μόνο, στο τέλος, του Εφυμνίου: Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου, έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή· εισάκουσόν μου, Κύριε. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα Κεκραγάρια ψάλλονται πάντοτε ως ενιαίο σύστημα με τα εσπέρια Στιχηρά, και μάλιστα ως Πρόλογός τους. Στα μοναστηριακά Τυπικά (και στους Μεγάλους Εσπερινούς παλαιότερα) ψάλλονται και όλοι οι επόμενοι στίχοι του ίδιου Ψαλμού (Θου Κύριε, κλπ.). Τα Κεκραγάρια είχαν, και εξακολουθούν να έχουν μέχρι σήμερα, δεσπόζουσα θέση μέσα στην Ακολουθία του Εσπερινού. Oι δύο αυτοί Ψαλμικοί στίχοι, με την προηγούμενη διατύπωση, έχουν μελοποιηθεί ήδη από πολύ ενωρίς και στους οκτώ ήχους. Μάλιστα, τα οκτώ αυτά Κεκραγάρια, στην παλαιότερη χειρόγραφη παράδοση, φέρονται πάντοτε αυτοτελώς και σε ενιαίο, οκτάηχο σύστημα. Αργότερα, διαχωρίστηκαν και τέθηκε το καθένα επικεφαλής του αντίστοιχου ήχου στο Αναστασιματάριο, όπως ακριβώς παρουσιάζονται σήμερα. Τα πρώτα επώνυμα Κεκραγάρια είναι τα αποδιδόμενα στον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τα γνωστά ως “μέγιστα” και “πάνυ έντεχνα”, και τα οποία έχουν εξηγηθεί από τον Πέτρο τον Πελοποννήσιο. Πρόκειται μάλλον γι’ αυτά τα ίδια, τα οποία φέρονται στα παλαιά χειρόγραφα ως “εκκλησιαστικά”. Άλλα επώνυμα της Βυζαντινής περιόδου είναι επίσης τα Κεκραγάρια του Ιωάννη του Γλυκύ (και Oικουμενικού πατριάρχη 1316-1320). Από την νεώτερη περίοδο (β' μισό του 17ου αι.) πρέπει να αναφερθούν τα Κεκραγάρια του Χρυσάφη του νέου, του Μπαλασίου ιερέως “τα σύντομα”, του Γερμανού Νέων Πατρών και επίσης του Αντωνίου ιερέως “τα συνοπτικά”. Από τα πιο πρόσφατα (β' μισό του 18ου αι.) γνωστά είναι τα Κεκραγάρια του Δανιήλ πρωτοψάλτου, του Πέτρου Βυζαντίου, τα οποία είναι αυτά που βρίσκονται στο Αναστασιματάριο του Πέτρου Πελοποννησίου (εφόσον ο ίδιος τα είχεν αφήσει ατόνιστα) και, τέλος, του Ιακώβου πρωτοψάλτου. Έκτοτε, αν εξαιρέσει κανείς τα Κεκραγάρια του Κωνσταντίνου πρωτοψάλτου (Ταμείον Ανθολογίας, Κων/πολη 1845-1846) και του Θεοδώρου Φωκαέως (Μουσική Μέλισσα, Κων/πολη 1847-1848), έχουν πάψει να μελοποιούνται ως αυτόνομο οκτάηχο σύστημα και αποτελούν απλώς μέρος των οκτώ ήχων του Αναστασιματαρίου, και μάλιστα στην καθιερωμένη σήμερα συντομευμένη τους ειρμολογική μορφή. Πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι στην παλαιότερη χειρόγραφη παράδοση επισημαίνονται και άλλα Κεκραγάρια ανώνυμα και με ενδείξεις όπως “εκκλησιαστικά σύντομα”, “εκκλησιαστικά [ή] καθώς εν τω αγιωνύμω Όρει ψάλλονται”, “αγιορείτικα συνοπτικά”, “ναυπλιώτικα”, κλπ. Η συνοπτική αυτή αναφορά στη μελοποιητική ιστορία των Κεκραγαρίων δείχνει ότι η εκκλησιαστική σύνθεση υπήρξε, και στην περίπτωση των μελών αυτών, πλούσια, πολυώνυμη και διαρκώς νεωτερική και ανανεούμενη. Ακριβώς, χάρη σ’ αυτήν την διαρκή ανανέωση και την εκάστοτε ιστορική προσαρμογή τα μέλη αυτά μπόρεσαν επίσης να επιβιώσουν και να παραμείνουν, με τον ίδιο βασικό μελωδικό τους πυρήνα, ενεργά ως σήμερα στην ψαλτική και λειτουργική πράξη.

Τα Κεκραγάρια του Ιακώβου πρωτοψάλτου, όπως και τα άλλα μέλη του σπουδαίου αυτού εκκλησιαστικού συνθέτη, είναι ουσιαστικά ο τελευταίος ιστορικός σταθμός (και κρίκος αναβίωσης) του αρχαίου αργού στιχηραρικού μέλους. Καταρχήν, πρέπει να σημειωθεί ότι τα Κεκραγάρια (μαζί με τα Δογματικά Θεοτοκία, τα Πασαπνοάρια των Αίνων, τα Ένδεκα Εωθινά, και κάποια άλλα μέλη του Ιακώβου) βρίσκονται ως συμπλήρωμα στο χειρόγραφο Δοξαστάριο του ίδιου (τα Κεκραγάρια και τα Πασαπνοάρια δεν έχουν περιληφθεί στην έντυπη έκδοση του Δοξασταρίου, Κων/πολη 1836). Το χειρόγραφο αυτό Δοξαστάριο γράφτηκε (1794/ 1795) “δι’ υπαγορεύσεως αυτού [του Ιακώβου] εν πάση σαφηνεία τη χειρί Γεωργίου Κρητός και μαθητού αυτού” (ο ίδιος ο Ιάκωβος υπήρξε, όπως είναι γνωστό, “μη γυμνασθείς εις το γράφειν”, Χρυσάνθου, Θεωρητικό, σ. ΧΧΧIV). Το αυτόγραφο του Κρητός δεν έχει επισημανθεί μέχρι στιγμής (και πιθανότατα έχει χαθεί), αλλά στο παλαιότερο άμεσο αντίγραφό του (Συλλογή Γριτσάνη, αρ. χφ 17, γραφέας Αναστάσιος Προικοννήσιος) σημειώνεται για τα Κεκραγάρια (σ. 248): Κεκραγάρια του αυτού [Ιακώβου πρωτοψάλτου] συντετμημένα εκ των παλαιών. Τα παλαιά αυτά Κεκραγάρια είναι προφανώς τα αποδιδόμενα στον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, των οποίων η χειρόγραφη καταγραφή είναι πλούσια και μεγάλη. Έτσι, η αρχαιότατη αυτή παράδοση των Κεκραγαρίων, με την συντετμημένη επεξεργασία και τον καλλωπισμό του Ιακώβου, μπόρεσε να επιβιώσει και να παραμείνει ζωντανή ως τις ημέρες μας. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα ανανέωσης και εκνέου επιβολής του παλαιού υλικού (και ένα ζωντανό υπόδειγμα για το πώς λειτούργησε πάντοτε, ιστορικά, η πίστη στη λεγόμενη σήμερα “παράδοση”). Τα Κεκραγάρια του Ιακώβου είχαν, με τη σειρά τους, μεγάλη επιβολή και διάδοση, τόσο στη σύντομη χειρόγραφη διαδρομή τους (ως το 1824), όσο, κυρίως, και στην έντυπη (1824 κ.εξ.). Σώζονται σε δύο μεταγραφικές παραδόσεις, του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος (Ταμείον Ανθολογίας, Κων/πολη 1824, σ. 105-24, α' δημοσίευση) και του Γρηγορίου πρωτοψάλτου (Πανδέκτη, Κων/πολη 1850-1851, σ. 183-204). Πρέπει να σημειωθεί ότι η μεταγραφική παράδοση του Γρηγορίου (δηλαδή της “Πανδέκτης”) επανατυπώνεται και στη “Μουσική Συλλογή” του Γεωργίου Πρωγάκη, το γνωστό επίσημο μουσικό βιβλίο των Πατριαρχικών ψαλτών (από την οποία και εκτελούνται τα Κεκραγάρια εδώ). Πέρα από τη μεγάλη έντυπη παράδοση (19ος και 20ός αι.), τα Κεκραγάρια του Ιακώβου έχουν επίσης (το σπουδαιότερο) και μεγάλη επιβολή έως σήμερα στη λειτουργική πράξη. Πολλά από αυτά εξακολουθούν να ψάλλονται όχι μόνο σε τόπους με σταθερή προσήλωση στο ιστορικό υλικό (Oικουμενικό Πατριαρχείο, Άγιον Όρος), αλλά και σε ολόκληρο τον σύγχρονο Ελλαδικό χώρο. Ειδικότερα, το Κεκραγάριο του α' ήχου και, κυρίως, του β' είναι από τα πιο διαδεδομένα και δημοφιλή. Μάλιστα σήμερα, με την αναβίωση στην προτίμηση του ιστορικού υλικού, έχουν επανέλθει σε μιαν εκτεταμένη επικαιρότητα. Είναι από τα λίγα ιστορικά μέλη με τόσο μεγάλη αποδοχή και διεισδυτικότητα στον σύγχρονο ψαλτικό (και μουσικόφιλο) χώρο (μαζί με τα Πασαπνοάρια των Αίνων και ορισμένες αργές Δοξολογίες του ίδιου συνθέτη).

Από καθαρή συνθετική άποψη τα Κεκραγάρια του Ιακώβου είναι μέλη με αρχαιότατο μελωδικό πυρήνα, πεποικιλμένα, εύρυθμα, πλουσιότροπα και, επιπλέον, μελισματικά, ηδύφωνα, κατανυκτικά. Η σύγκρισή τους με το παλαιό πρωτότυπο μέλος, τα Κεκραγάρια του Ιωάννου του Δαμασκηνού (βλ. Πανδέκτη, Κων/πολη 1850-1851, τόμ. Α', σ. 113-49), όχι μόνο επιβεβαιώνει τη σημασία και τη συνθετική τους αυτονομία, αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύει (και αναδεικνύει) τον “εκκλησιαστικό” μελοποιητικό τρόπο του Ιακώβου. Καταρχήν, φαίνεται ότι στο οκτάηχο αυτό σύστημα, ως σύνθετο μελωδικό σχήμα, διατηρήθηκαν αναλλοίωτες ορισμένες δομικές αρχές που παραμένουν έτσι κοινές και στο παλαιό και στο νεώτερο μέλος. Η πρώτη και κύρια είναι η ήπια μελωδική πλοκή και κίνηση, η οποία πάντως χαρακτηρίζει, γενικότερα, όλα τα παλαιά και παλαιότροπα μέλη. Στην περίπτωση ωστόσο του συγκεκριμένου αυτού οκτάηχου συστήματος αποτελεί επιπλέον συνεκτικό αρμό όλων των επιμέρους ήχων. Η δεύτερη είναι η ταυτόσημη, παρά τη διαφοροποίηση των επιμέρους οκτώ ήχων ηχοχρωματική συγγένεια. Διαπιστώνεται δηλαδή ότι δεν υπάρχουν, αντίθετα απο τη νεώτερη πρακτική, έντονες ιδιωματικές αποκλίσεις ακόμη και στους πιο χαρακτηριστικούς ήχους (παράδειγμα ο τέταρτος και, κυρίως, ο βαρύς). Η ιδιότητα αυτή εξαίρει ακόμη περισσότερο τον “εκκλησιαστικό” (δηλαδή τον λειτουργικό) χαρακτήρα των Κεκραγαρίων. Το τρίτο, και σπουδαιότερο, είναι το ανεπιτήδευτο παντού και τόσο χαρακτηριστικό κατανυκτικό ύφος, το οποίο ο συνθέτης διατήρησε αλώβητο από το αρχαίο μέλος, παρά τη σύντμηση και τον καλλωπισμό και, ακόμη, παρά την εξωστρέφεια και τους νεωτερισμούς της εποχής του. Το ενδοστρεφές αυτό κατανυκτικό ύφος είναι επίσης ένα από τα ακαταμάχητα τεκμήρια της εκκλησιαστικότητας των Κεκραγαρίων. Ωστόσο, πέρα από τα γενικά αυτά χαρακτηριστικά, την ήπια μελωδική κίνηση, την ηχοχρωματική συγγένεια των ήχων και το ανεπιτήδευτο κατανυκτικό ύφος, τα οποία έχουν διατηρηθεί αναλλοίωτα (και συνειδητά ασφαλώς) από το αρχαίο μέλος, σε όλα τα υπόλοιπα οι επιμέρους παρεμβάσεις του Ιακώβου είναι και πολλές και πρωτότυπες (χωρίς και εδώ πάντως να απομακρύνεται από το πνεύμα του παλαιού μέλους). Και πρώτα, η δραστική συντόμευση και ο καινότροπος καλλωπισμός των παλαιών γραμμών και θέσεων. Στο σημείο αυτό η συνθετική δεξιότητα του Ιακώβου άφησε χαρακτηριστικά τα σημάδια της σε όλο το Σύστημα. O καλλωπισμός υποτάσσεται παντού στο μέτρο και στην κλασική, αρχαιότροπη εκφορά. Έτσι, οι καλλωπιστικές καινοτομίες είναι φυσιολογικά ενσωματωμένες στο παλαιό μέλος, και από την άποψη αυτή παραμένουν στο άκουσμα δύσκολα ανιχνεύσιμες. Ένα δεύτερο δεδομένο, σε άμεση σχέση με το προηγούμενο, είναι επίσης ο ταυτόχρονος εμπλουτισμός, σε πολλά, με καινοφανείς προσωπικές ή άλλες νεώτερες θέσεις. Εφάρμοσε δηλαδή και εδώ την ίδια πρακτική που εφάρμοσε, γενικότερα, στο Δοξαστάριο (και είχεν ήδη επισημάνει ο Χρύσανθος). Με τον τρόπο αυτόν το μέλος επιβάλλεται περισσότερο ως παλαιό, αλλά και ως σύγχρονο άκουσμα. Το τρίτο είναι οι διανθίσεις των ήχων με συγκεκριμένες μετατροπίες που ποικίλουν το μέλος, διευκολύνουν συχνά τη σύντμηση και την απρόσκοπτη μελική ροή, χωρίς και πάλι να το απομακρύνουν, με συνειδητές χρωματικές επιτηδεύσεις, από τον αρχαιοπρεπή χαρακτήρα του. Ως τελευταίο, και ιδιαίτερα σημαντικό, πρέπει να αναφερθεί η ιδιάζουσα, και έκδηλη, ρυθμική συμπύκνωση, και εξαιτίας της οποίας αναδύεται παντού, σ’ όλο το μέλος, εγρήγορση και στιβαρότητα. Πρόκειται για μιαν από τις σπουδαιότερες ιδιότητες των Κεκραγαρίων του Ιακώβου. Γενικότερα, ο ισόρροπος και έντεχνος αυτός συνδυασμός του παλαιού και του νέου υλικού προσέδωσε στο μέλος των Κεκραγαρίων, από την πρώτη στιγμή, τον χαρακτήρα του κλασικού. Μπόρεσαν έτσι να διατηρηθούν ζωντανά ως τις ημέρες μας και να θεωρηθούν, όπως άλλωστε και το σύνολο έργο του Ιακώβου, από τα πιο εκκλησιαστικά, στο ύφος και στο ηχητικό περιεχόμενο, λειτουργικά μέλη.

Στην παρούσα ηχογράφηση (Μάϊος 2002) τα Κεκραγάρια του Ιακώβου ψάλλει ο Άρχων λαμπαδάριος του Oικουμενικού Πατριαρχείου Βασίλειος Εμμανουηλίδης. Η επιλογή αυτή κρίθηκε περίπου αναγκαία, κυρίως μετά την εκτέλεση των Πασαπνοαρίων, όχι μόνο γιατί τα δύο Συστήματα θα αποτελούσαν έτσι, τεχνικά, μιαν αγαστή ενότητα, αλλά και γιατί, κυρίως, το ερμηνευτικό ύφος του Άρχοντα λαμπαδαρίου και η παράδοση του Ιακώβου στο Oικουμενικό πατριαρχείο προοιώνιζαν την ευστοχία και το αποτέλεσμα. Η ερμηνεία του Άρχοντα λαμπαδαρίου Βασιλείου Εμμανουηλίδη στα Κεκραγάρια του Ιακώβου πρέπει να θεωρηθεί, από μόνη της, ιστορική (και, γι’ αυτό, εξαιρετικά σημαντική), γιατί καταγράφει πλήρες το Σύστημα των Κεκραγαρίων στη λαμπρή Πατριαρχική παράδοση (παρόλο που στη λειτουργική πρακτική ψαλλόταν εκεί μόνο, σταθερά, το Κεκραγάριο του β' ήχου και, σπανιότερα, του α'). Ιδιαίτερα πρέπει να τονισθούν στην ερμηνεία (παρά την ελαφρά φωνητική κάμψη και την ελαφρά επίσης υποτονία) η ιδιότυπη (ενδοφωνική) τεχνική και εκφορά, η πλούσια μελισματική απόδοση και πραότητα, η στιβαρή και έγχρονη ρυθμική ροή και, πάνω απ’ όλα, το εξαιρετικά έντεχνο και κατανυκτικό εκκλησιαστικό ύφος, συνεπικουρούμενο από τη συναφή ενδοστρέφεια και εκφραστικότητα. Το ερμηνευτικό αυτό ύφος ανταποκρίνεται άριστα και στο ανάλογο κατανυκτικό και αρχαιοπρεπές ύφος των συγκεκριμένων μελών, το οποίο αποτελεί επίσης, με τη σειρά του, το κυριότερο (όπως ειπώθηκε) ιδιοσυστασιακό χαρακτηριστικό του οκτάηχου αυτού μουσικού Συστήματος. Έτσι, και στην περίπτωση των Κεκραγαρίων του Ιακώβου δεν καταγράφεται μόνο η μεγάλη Πατριαρχική παράδοση, αλλά και η πεμπτουσία ενός προσωπικού ερμηνευτικού ιδιώματος που ανταποκρίνεται τόσο αποτελεσματικά στον χαρακτήρα και στο ύφος των ερμηνευόμενων μελών. Τα Κεκραγάρια, μαζί με τα Πασαπνοάρια των Αίνων του ίδιου, αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά “εκκλησιαστικά” μέλη του Ιακώβου.

Κατέβασμα
Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο

Πασαπνοάρια

Τα Πασαπνοάρια (CD 11ο) είναι μέλη που ψάλλονται στους Όρθρους, και σε όλους τους ήχους, ως Προοίμια των Αίνων (γι’ αυτό και Πασαπνοάρια των Αίνων). Στην πραγματικότητα πρόκειται για ζεύγμα δύο μελών, τα οποία ψάλλει αντίστοιχα ο α' και ο β' χορός (πάντοτε στον ίδιο ήχο). Το πρώτο αποτελείται από δύο στίχους δύο διαφορετικών Ψαλμών (ο 6ος του ρν' 150 και ο 1ος του ρμη' 148), οι οποίοι, μαζί με το Εφύμνιο, συνθέτουν το κείμενο: Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον. Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών· αινείτε αυτόν εν τοις υψίστοις. Σοί πρέπει ύμνος τω Θεώ. Το δεύτερο είναι αυτούσιος ο 2ος στίχος (του ρμη' 148 Ψαλμού), ο οποίος, με το ίδιο Εφύμνιο, έχει ως εξής: Αινείτε αυτόν, πάντες οι άγγελοι αυτού· αινείτε αυτόν, πάσαι αι δυνάμεις αυτού. Σοί πρέπει ύμνος τω Θεώ. Όπως γίνεται φανερό, η ονομασία τους “Πασαπνοάρια” έχει προέλθει από τις δύο πρώτες λέξεις “πάσα πνοή” του πρώτου κειμένου. Τα Πασαπνοάρια των Αίνων, όπως και τα Κεκραγάρια, ήταν στην παλαιότερη μορφή τους ένα ενιαίο oκτάηχο σύστημα (με το ίδιο όμοιο κείμενο σε όλους τους ήχους), από το οποίο επιλεγόταν κάθε φορά να ψάλλεται το αρμόδιο στον ήχο των Αίνων (οι Αίνοι σταθερό επίσης υμνολογικό σύστημα σε τρία μέρη: Πασαπνοάρια - προσόμοια ή ιδιόμελα Τροπάρια - Δοξαστικό). Τα Πασαπνοάρια των Αίνων πρέπει να αντιδιαστέλλονται από τα λεγόμενα Πασαπνοάρια του Όρθρου, τα οποία ψάλλονταν, στην παλαιότερη μορφή τους, αργά και καλοφωνικά προ του Εωθινού Ευαγγελίου (από αυτά έχει επιβιώσει, στην τρέχουσα λειτουργική πρακτική, μόνο ένα απλό και εξαιρετικά σύντομο μέλος, μελοποιημένο για πρώτη φορά από τον Γρηγόριο πρωτοψάλτη στις αρχές του 19ου αι.). Τα Πασαπνοάρια των Αίνων εντάσσονται, από υμνολογική άποψη, σε ένα μακραίωνο λειτουργικό τυπικό, το οποίο προσδιόρισε αποφασιστικά και την αντίστοιχη, έως σήμερα, μελοποιητική τους υφή και υπόσταση.

Τα Πασαπνοάρια των Αίνων ως μέλη έχουν μακρότατη χειρόγραφη μουσική παράδοση. Αρχικά, καταγράφονται σε παράλληλη αντιστοιχία με τα κατ’ ήχον αρχαία επίσης Κεκραγάρια, αργότερα όμως απόκτησαν τη γνωστή σε ενιαίο οκτάηχο σύστημα αυτόνομη καταγραφή. Η παράδοσή τους είναι ανώνυμη (αντίθετη ακριβώς από την πολυώνυμη των Κεκραγαρίων) ως τη μελοποίηση του Ιακώβου. Oρισμένες φορές φέρονται καταχωρημένα στο Στιχηράριο του Γερμανού (στο τέλος ως συμπλήρωμα, μελοποίηση Στιχηραρίου 1665) και, σε κάποιες περιπτώσεις, επώνυμα στον Δανιήλ πρωτοψάλτη (ακμή περ. 1734-1789). Περισσότερο συχνά παρουσιάζονται στα χειρόγραφα στο όνομα του Χρυσάφη του νέου (ακμή περ. 1650-1685). Πρόκειται για τη σημαντικότερη μελοποίηση των Πασαπνοαρίων πριν από τον Ιάκωβο και καθόλη τη διάρκεια της λεγόμενης σήμερα Τουρκοκρατίας. Ακριβώς, τα Πασαπνοάρια του Χρυσάφη αποτέλεσαν τη μελική βάση για τη νέα μελοποίηση του Ιακώβου. Έτσι, σε μία χειρόγραφη μαρτυρία (του Απόστολου Κώνστα, 1811) σημειώνεται για τα συγκεκριμένα Πασαπνοάρια των Αίνων: σύνθεσις κυρ Χρυσάφου του νέου· εξηγήθησαν δε μετά καλλωπισμού παρά κυρ Ιακώβου πρωτοψάλτου της Μεγάλης Εκκλησίας. Επομένως, τα επώνυμα σήμερα στον Ιάκωβο πρωτοψάλτη Πασαπνοάρια των Αίνων είναι, στην πραγματικότητα, επεξεργασμένα τα παλαιότερα του Χρυσάφη του νέου. Τα οποία ασφαλώς, με τη σειρά τους, αντιπροσωπεύουν (κατά τον ίδιο τρόπο) την παλαιότερη από τον Χρυσάφη ανώνυμη παράδοση. Και τα Πασαπνοάρια των Αίνων, περισσότερο μάλιστα από τα Κεκραγάρια, είναι επίσης ο τελευταίος ιστορικός σταθμός (και κρίκος ανανέωσης) του παλαιού αργού στιχηραρικού μέλους στο είδος αυτό, το οποίο μπόρεσε έτσι να διατηρηθεί και πάλι ζωντανό, στη λειτουργική πράξη, ως τις ημέρες μας. Έκτοτε, η χειρόγραφη και, κυρίως, η έντυπη παράδοση των Πασαπνοαρίων του Ιακώβου (κατά τον 19ο αι. και ως τις αρχές του 20ού) υπήρξε συνεχής και αδιάλειπτη. Η επιβολή αυτή εξηγεί, από μιαν άποψη, και την έλλειψη νεώτερης μελοποίησης του συνολικού οκτάηχου αυτού συστήματος σε αργοσύντομο στιχηραρικό μέλος. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι, πέρα από τις συγκεκριμένες λειτουργικές ανάγκες που κάλυπτε επάξια η αργή μελοποίηση του Ιακώβου, τα Πασαπνοάρια των Αίνων άρχισαν να μελοποιούνται γρήγορα και σε σύντομο ειρμολογικό μέλος, το οποίο και επικράτησε οριστικά.

Τα Πασαπνοάρια των Αίνων του Ιακώβου πρωτοψάλτου έχουν παραδοθεί σε τρεις (3) έντυπες μεταγραφικές εκδοχές. 1) Η πρώτη, και περισσότερη κλασική (παρόλο που δεν ψάλλεται σήμερα), είναι του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος (δημοσιευμένη στο Ταμείον Ανθολογίας, Κων/πολη 1824, τόμ. Α', σ. 373-87, η οποία αποτελεί και την α' έντυπη δημοσίευση των Πασαπνοαρίων). Η μεταγραφική αυτή εκδοχή επαναλαμβάνεται σταθερά σε όλες τις επόμενες σχετικές δημοσιεύσεις των “Ταμείων Ανθολογίας” 2) Η δεύτερη, η περισσότερο άγνωστη, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, είναι του Πέτρου Εφεσίου (στην μόλις πρόσφατα γνωστή Ανθολογία του, Βουκουρέστι 1830, σ. 402-19). Στη μεταγραφή αυτήν ο Πέτρος ο Εφέσιος, όπως και στις υπόλοιπες μεταγραφές και εξηγήσεις του, καταγράφει προφανώς μιαν εξω-πατριαρχική και περισσότερο αναλυτική παράδοση. Από την άποψη αυτή, αποκτά σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον η συγκριτική μελέτη με τις άλλες δύο σχετικές και παράλληλες (του Χουρμουζίου και του Γρηγορίου). 3) Η τρίτη, και τελευταία, είναι του Γρηγορίου πρωτοψάλτου (όπως αυτή περιέχεται στην Πανδέκτη του Ιωάννου λαμπαδαρίου, Κων/πολη 1850-1851, τόμ. Β', σ. 523-38). Η μεταγραφή του Γρηγορίου αναδημοσιεύεται στη γνωστή “Μουσική Συλλογή” του Γεωργίου Πρωγάκη (Κων/πολη 1909-1910), το καθιερωμένο έκτοτε ως επίσημο μουσικό βιβλίο των Πατριαρχικών ψαλτών, από την οποία εκτελούνται ως σήμερα τα Πασαπνοάρια του Ιακώβου (ειδικά τα “Αινείτε”) στον χώρο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι στις πατριαρχικές Χοροστασίες και Λειτουργίες, κατά την ώρα που ψάλλεται το Πασαπνοάριο (ειδικότερα με την έναρξη του “Αινείτε”), ο Πατριάρχης κατέρχεται από τον Θρόνο για ασπασμό των Αγίων Εικόνων του Ιερού Βήματος. Το τυπικό αυτό απαιτεί αργό “Αινείτε” (για τον αναγκαίο χρόνο), το οποίο εκτελείται πάντοτε από το συγκεκριμένο οκτάηχο σύστημα του Ιακώβου (ακόμη και όταν ψάλλεται άλλο, σύντομο “Πάσα πνοή”). Έτσι, τα παλαιά και τόσο σπουδαία αυτά εκκλησιαστικά μέλη εξακολουθούν να παραμένουν ζωντανά στη λειτουργική πράξη (αποκλειστικά μάλιστα στο τελετουργικό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας), πράγμα που αυξάνει ακόμη περισσότερο τη σπουδαιότητα και τη σημασία τους.

Από συνθετική άποψη τα Πασαπνοάρια των Αίνων του Ιακώβου πρωτοψάλτου είναι μέλη αρχαιοπρεπή, “εκκλησιαστικά”, εξαιρετικά εύρυθμα και ηδύφωνα που συνδυάζουν, κατά τρόπο μοναδικό, την παλαιά κλασική γραμμή με τον καινότροπο καλλωπισμό. Τα στοιχεία που συνηγορούν σ’ αυτή τη διάκριση είναι πολλά. 1) Το πρώτο, ο ιδιαίτερα αποτελεσματικός συνδυασμός του παλαιού με το νέο. Με σοφία, γνώση και έμπνευση χρησιμοποιεί ως βάση το παλαιό (και μακραίωνο στον πυρήνα του) μελωδικό υλικό για να δημιουργήσει νεότροπα στην ουσία μέλη, με νέες γραμμές, νέο χρώμα, νέα έκφραση. O ιδανικός αυτός συνδυασμός του παλαιού με το νέο καθιέρωσε έκτοτε τα μέλη αυτά ως κλασικά και αναντικατάστατα (δεν έχουν μελοποιηθεί σ’ αυτήν την μορφή άλλα νεώτερα). 2) Το δεύτερο, σε άμεση σχέση με το προηγούμενο, είναι η αργοσύντομη δομή. Και στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί η κλασική, λελογισμένη συντόμευση του παλαιού μέλους, με τρόπο που να διατηρεί τον αρχαίο του χαρακτήρα, αλλά και να διευκολύνει τη σύγχρονη (και τη μετέπειτα) λειτουργική του χρήση και υιοθέτηση. Πρόκειται ασφαλώς για επιρροή της γενικότερης τάσης της εποχής προς τα συντομότερα μέλη, παρά την εξακριβωμένη (και ιστορική) προτίμηση του Ιακώβου στο παλαιό υλικό και στην ανάλογη εκφορά του. 3) Το τρίτο, και περισσότερο επί της ουσίας αυτό, είναι η απαράμιλλη ευρυθμία. Ρυθμός και μέλος συμβαδίζουν εδώ κατά τρόπον ασυνήθιστο και εντυπωσιακό. Και είναι ακριβώς η ευστροφία του μελικού ρυθμού που επιβάλλει, και αναδεικνύει, τις επιμέρους μουσικές φράσεις και, κατ’ επέκταση, το σύνολο άκουσμα. Επιβεβαιώνεται έτσι, άλλη μια φορά, η μεγάλη μέριμνα και ροπή του συνθέτη κυρίως προς το εύρυθμο και (διαμέσου αυτού) προς το ηδύ και το έντεχνο. 4) Το τέταρτο είναι η διατύπωση των ήχων και η ταυτόχρονη πλοκή και κίνηση της μελωδίας. Εδώ δεν είναι μόνο η (αυτονόητη) ευστοχία στην χρωματική διατύπωση των ήχων, αλλά, ταυτόχρονα, και η όλη μελωδική ανάπτυξη, ήπια, ανελικτική, καίρια, χωρίς καθόλου έντονες υψιτονίες ή αντιφωνικά σχήματα. 5) Τελευταίο είναι το ύφος, εκκλησιαστικό, ηδύ και, ταυτόχρονα, αρχαιοπρεπές, στιβαρό, επίσημο. Στην ουσία, το ύφος αυτό αποτελεί τη συνισταμένη όλων των προηγούμενων δεδομένων, κυρίως όμως αναφέρεται στην πλοκή και στην κίνηση της μελωδίας, ακόμη στη χρήση και στην τοποθέτηση των ήχων. Το συγκεκριμένο αυτό ύφος πάντως δείχνει, στην πράξη, την ιδέα του συνθέτη για τον πραγματικό στόχο και τη λειτουργικότητα των εκκλησιαστικών μελών, τα οποία υπάρχουν, στην ουσία, μόνο ως μέλη που ψάλλονται (δεν αποτελούν, όπως π.χ. για τον Μπερεκέτη, αφορμή ευρύτερων συνθετικών πραγματώσεων). Έτσι, τα Πασαπνοάρια εδώ, μέλη λειτουργικά και ψαλλόμενα, κατέχουν, ακριβώς για τον λόγον αυτόν, ιδιάζουσα θέση στην ιστορία της νεώτερης Εκκλησιαστικής σύνθεσης. Μάλιστα παραμένουν έκτοτε, στο συνολό τους, ζωντανά και επίκαιρα στην τρέχουσα λειτουργική πράξη (ιδιαίτερα σήμερα με την αναβίωση στην προτίμηση του ιστορικού υλικού). Με τα δεδομένα αυτά ο Ιάκωβος πρωτοψάλτης κατέχει δίκαια τον τίτλο του αυθεντικού “εκκλησιαστικού” συνθέτη, παρά τον περιορισμένο όγκο του αντίστοιχου έργου του.

Στην παρούσα ηχογράφηση τα Πασαπνοάρια των Αίνων ψάλλει ο Άρχων λαμπαδάριος του Oικουμενικού Πατριαρχείου Βασίλειος Εμμανουηλίδης (ηχογράφηση Ιούλιος 1992). Η επιλογή αυτή (και συγκυρία) δεν υπήρξε τυχαία. Όχι μόνο γιατί και στα Πασαπνοάρια του Ιακώβου (ειδικότερα στα “Αινείτε”) η ενεργή ψαλτική παράδοση στο Oικουμενικό πατριαρχείο είναι σταθερή και αδιάλειπτη έως σήμερα, αλλά και γιατί, επιπλέον, ο Άρχων Εμμανουηλίδης τα έψαλλε επί σειράν ετών ως λαμπαδάριος του οικείου χώρου και κατά το αναγκαίο τυπικό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Η εκτέλεση πραγματοποιείται από τη γνωστή “Μουσική Συλλογή” του Γεωργίου Πρωγάκη (Κων/πολη 1909-1910, εδώ σ. 91 κ.εξ.), η οποία δεν είναι μόνο το επίσημο μουσικό βιβλίο των Πατριαρχικών ψαλτών, αλλά εμπεριέχει αναδημοσιευμένη σχεδόν αυτούσια (από την Πανδέκτη του Ιωάννου λαμπαδαρίου, Κων/πολη 1850-1851) τη μεταγραφή του Γρηγορίου πρωτοψάλτου, μια μεταγραφή περισσότερο ασματική και “ψαλτική”. Η ηχογράφηση των Πασαπνοαρίων πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1992. Η ερμηνεία του Άρχοντα Βασιλείου Εμμανουηλίδη στα Πασαπνοάρια των Αίνων του Ιακώβου πρωτοψάλτου εμπεριέχει, από πολλές απόψεις, σπουδαία τεκμήρια (ιδιοπρόσωπα, αλλά και άλλα του χώρου μέσα στον οποίο μορφοποιήθηκε από παλαιά). Έτσι, επισημαίνονται και εδώ η μελισματική πραότητα, το ύφος, ο ρυθμός, ο χρόνος, η όλη εκφορά, γενικότερα η εμμελής πνευματικότητα και ενδοστρέφεια της ψαλτικής κατάνυξης. Ιδιαίτερα πρέπει να τονισθεί η ελευθερία και η άνεση με την οποία ψάλλονται τα “Αινείτε” και η οποία οφείλεται ασφαλώς στη μακρόχρονη λειτουργική τους εκτέλεση από τον ίδιο στον επίσημο Πατριαρχικό ναό. Επομένως, δεν πρόκειται απλά για μια λαμπρή έστω εκτέλεση, αλλά, και στην περίπτωση των Πασαπνοαρίων, καταγράφεται (και διασώζεται), με τη συγκεκριμένη ερμηνεία, μια μεγάλη και σπουδαία ερμηνευτική παράδοση που έχει αναμφισβήτητα τον πυρήνα της στον ίδιο τον συνθέτη, τον πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Ιάκωβο. Από την άποψη αυτή, πρόκειται και εδώ για μια πολύτιμη ιστορική ηχογράφηση-ερμηνεία. Ωστόσο, στην περίπτωση των Πασαπνοαρίων (καθώς η ευστροφία και η ερμηνευτική άνεση σ’ αυτά είναι μεγαλύτερη) πρέπει να εξαρθούν ιδιαίτερα δύο στοιχεία, κυριαρχικά και δεσπόζοντα. Το ένα είναι το ύφος, λιτό, εκφραστικό, επίσημο, εσωτερικά δυναμικό και μεγαλοπρεπές (παρά την ήπια, χαμηλόφωνη εκφορά), όπως επιβάλλει άλλωστε η μεγάλη πατριαρχική παράδοση. Και δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι το ύφος είναι, γενικότερα, ένα από τα πιο βασικά δεδομένα που διαφοροποιεί, και αναδεικνύει, τους πατριαρχικούς ψάλτες. Το άλλο είναι η τεχνική της εκφοράς και απαγγελίας των μελών, ενδοφωνική, αναστροφική, παλλόμενη. Πρόκειται για τεχνική η οποία παραπέμπει σε παλαιότερη παράδοση (του γνωστού πρωτοψάλτη Ιακώβου Ναυπλιώτη) και η οποία δεν επιβιώνει πια. Με την τεχνική αυτή ισχυροποιείται η επιβλητική διατύπωση και υποστηρίζεται έξοχα η ενδοστρέφεια και η κατάνυξη. Γενικότερα, η συγκεκριμένη αυτή ερμηνεία των Πασαπνοαρίων του Ιακώβου πρωτοψάλτου αναδεικνύει καίρια το είδος και τον χαρακτήρα των μελών, καταγράφει αποτελεσματικά τη λειτουργική εμπειρία της πατριαρχικής πράξης, εμπεριέχει τεχνοτροπικά στοιχεία μιας παλαιότροπης διατύπωσης, και όλα αυτά, επιπλέον, σε αριστοτεχνική συμπλοκή με την ιδιοπρόσωπη, χαμηλόφωνη και ιδιαίτερα έντεχνη εκφορά.

Τα Πασαπνοάρια των Αίνων του Ιακώβου πρωτοψάλτου είναι συνθέματα καθαρά “εκκλησιαστικά” στο ύφος και στην έκφραση, με αρχαίο μελωδικό πυρήνα και με μεγάλη (και αδιάλειπτη) λειτουργική και ερμηνευτική παράδοση στον χώρο του Oικουμενικού πατριαρχείου. O συγκεκριμένος αυτός ιστορικός τους χαρακτήρας, με την αργοσύντομη διατύπωση, τα καθιστά από τα πιο κλασικά και προτιμητέα ψαλτικά μέλη στις αναγκαίες περιστάσεις της σύγχρονης λειτουργικής πράξης.

Κατέβασμα
Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο