Αρχική » Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής » Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα » CD » CD 5ο & 6ο

CD 5ο & 6ο

ΨΑΛΛΟΝΤΕΣ ΣΟΥ ΤΟΝ ΤΟΚΟΝ ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΕΡΕΚΕΤΗ (Ακμή 1680 - 1710/1785)

Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής - Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής - Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα

Set 2 CD (ΜΟ 05 - ΜΟ 06)
Διάρκεια μέλους: 2 ώρες και 18 λεπτά
Ηχογράφηση: Φεβρουάριος 1997
Ψάλλουν: Ιερομόναχος Αντίπας , Ιερομόναχος Αμφιλόχιος

Ένθετο Βιβλίο 140 σελ.
Αθήνα 2001, ISBN 960-8009-16-2

Σχολιασμός

Ο οκτάηχος Oίκος Ψάλλοντές σου τον τόκον (CD 5ο & 6ο) είναι από τα πιο σημαντικά και τα πιο πρωτοποριακά έργα της πρώτης μεγάλης περιόδου ακμής και άνθισης (1650-1720) της Εκκλησιαστικής μουσικής στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Μαζί με το επίσης οκτάηχο Θεοτόκε Παρθένε είναι, ταυτόχρονα, από τα πιο σπουδαία έργα του Πέτρου Μπερεκέτη, και μάλιστα, ως εκτενέστατο συνθετικό σύνολο (διαρκεί 2 ώρες και 18 λεπτά), ασφαλώς το σπουδαιότερο. Στην ουσία, πρόκειται για κορυφαίο έργο της καθόλου Εκκλησιαστικής μουσικής φιλολογίας και σύνθεσης. Αντίθετα από το Θεοτόκε Παρθένε, δεν είχε ποτέ λειτουργική χρήση και φαίνεται ότι γράφτηκε για να καλύψει τις βαθύτερες συνθετικές ανάγκες μιας ριζοσπαστικής μουσικής ιδιοφυΐας. O λειτουργικός αποκλεισμός του δεν τεκμαίρεται μόνο από το γεγονός ότι τέτοιο μέλος δεν προβλέπει καμιά Ακολουθία, αλλά και από τις μεγάλες τεχνικές δυσκολίες στην εκτέλεσή του (διάρκεια, έκταση φωνής, ασυνήθιστες φράσεις). Από την άποψη αυτή, το ειδικό (μουσικό και ιστορικό) ενδιαφέρον για το μέλος είναι, εκ προοιμίου, πολύ μεγάλο. Μάλιστα, ως ιδιάζουσα φωνητική σύνθεση (στην ουσία μια μεγάλη φωνητική συμφωνία) το οκτάηχο αυτό Μάθημα βρίσκει ασφαλώς σπουδαία θέση και μέσα στον χώρο της παγκόσμιας μουσικής φιλολογίας.

Το πρώτο, και κύριο, από τα ιστορικά δεδομένα του μέλους είναι η επίτιτλη (και πολύτιμη) ένδειξη που επισημαίνεται στη μεταγραφή του Γρηγορίου πρωτοψάλτου (Εθν. Βιβλ. της Ελλάδος, ΜΠΤ αρ. χφ 754, έτος μεταγραφής 1817, φ 285v): οίκος οκτώηχος έντεχνος και ηδύς, ον μετ’ εκλογής συναρμόσας εκ των ευφραδεστέρων θέσεων των απάντων αυτού πονημάτων εμελούργησεν [ο Μπερεκέτης]. Δεν είναι μόνο ο χαρακτηρισμός “έντεχνος και ηδύς”, αλλά, κυρίως, η πληροφορία ότι τον έχει συνθέσει “εκ των ευφραδεστέρων θέσεων των απάντων αυτού πονημάτων”. Δηλαδή, στο οκτάηχο αυτό μέλος ο Μπερεκέτης συγκεντρώνει, και χρησιμοποιεί εκνέου δημιουργικά (κάτι εξαιρετικά σπάνιο), το σπουδαιότερο μουσικό υλικό που ανήκει στην διά βίου προσωπική του έμπνευση. Επιπλέον, η ρητή αναφορά (“των απάντων αυτού πονημάτων”) υποδηλώνει ασφαλώς ότι η σύνθεση του μέλους πρέπει να τοποθετηθεί στην έσχατη δημιουργική του φάση. Άλλωστε, στην παλαιότερη μέχρι στιγμής χρονολογημένη (1708) οιονεί πρώτη ανθολόγηση των Απάντων του Πέτρου Μπερεκέτη (Μονή Ξηροποτάμου αρ. χφ 323), η οποία έχει γίνει από τον μαθητή του Παύλο ιερέα, ο οκτάηχος αυτός Oίκος δεν συμπεριλαμβάνεται (απεναντίας συμπεριλαμβάνεται ο έτερος απλός Oίκος Ω πανύμνητε μήτερ ηχ πλ δ', με την ένδειξη μάλιστα ότι “εποιήθη νεωστί”, φ 247v). Mε τα δεδομένα αυτά, πρέπει να θεωρηθεί περίπου ως βέβαιο ότι το Ψάλλοντές σου τον τόκον έχει συντεθεί (όπως επίσης και το Θεοτόκε Παρθένε) μετά το έτος αυτό (1708). Έτσι, εδώ βρισκόμαστε στην ύστερη (και ώριμη) φάση του Μπερεκέτη, ο οποίος συνθέτει (συνειδητά) ένα μέλος με σκοπό να συμπυκνώσει, στην έκτασή του, όλη την προηγούμενη δημιουργική του έμπνευση. Και μόνο το γεγονός αυτό δείχνει τη μεγάλη σημασία του μέλους. Παρόλ’ αυτά, το μέλος αυτό (αντίθετα από το Θεοτόκε Παρθένε) δεν έχει πλούσια χειρόγραφη παράδοση (και καθόλου έντυπη, αφού παραμένει ακόμη άγνωστο και ανέκδοτο). Στην πραγματικότητα, ακολουθεί τη χειρόγραφη τύχη της Συλλογής των Απάντων, στα οποία και συμπεριλαμβάνεται (στην ενότητα των Καλοφωνικών Θεοτοκίων και Μαθημάτων). Ωστόσο, ο Oίκος αυτός επισημαίνεται συχνά (ως οικείος στο θέμα) και σε πολυώνυμα Oικηματάρια (Συλλογές που περιλαμβάνουν μελοποιημένους τους Oίκους του Ακαθίστου). Μάλιστα, σε παρόμοιο χειρόγραφο Oικηματάριο (του έτους 1768) σημειώνεται γι’ αυτόν: έντεχνος και ηδύτατος ψάλλεται μετά βαστακτών. Έχει παραδοθεί (όπως και τα “Άπαντα” στα οποία περιέχεται) σε δύο μεταγραφές: η μία του Γρηγορίου πρωτοψάλτου (Εθν. Βιβλ. της Ελλάδος, ΜΠΤ αρ. χφ 754, φ 285v-305v, έτος μεταγραφής 1817-1818) και η άλλη του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος (Εθν. Βιβλ. της Ελλάδος, ΜΠΤ αρ. χφ 712, φ 188r-94r, έτος μεταγραφής 1837). Εξακολουθεί να παραμένει (άγνωστο και) ανέκδοτο. Ακολούθησε δηλαδή και αυτό τη γενικότερη τύχη των Απάντων του Μπερεκέτη, τα οποία, όπως είναι γνωστό έμειναν έξω από το εκδοτικό ενδιαφέρον των Πατριαρχικών και των άλλων Κωνσταντινουπολιτών εκδοτών. Έτσι, το λαμπρό αυτό μέλος εκδίδεται (και εκτελείται) για πρώτη φορά σήμερα εδώ.

Αυτόγραφο μεταγραφής Ψάλλοντές σου τον τόκον

Μεταγρφή Γρηγορίου Πρωτοψάλτου Εθν. Βιβλ. της Ελλάδος, ΜΠΤ αρ. χφ 754, έτος μεταγραφής 1817, φ 285ν

O οκτάηχος Oίκος Ψάλλοντές σου τον τόκον του Πέτρου Μπερεκέτη είναι έργο, από κάθε άποψη, ριζοσπαστικό και πρωτότυπο. Είναι πολλά τα στοιχεία εκείνα, εξωτερικά και εσωτερικά, που συνθέτουν τον ριζοσπαστισμό και την πρωτοτυπία του. 1) Ένα από τα πρώτα, και κύρια, η μεγάλη διάρκεια (2 ώρες και 18 λεπτά). Πρόκειται για το μοναδικό, μέχρι στιγμής, τόσο εκτεταμένο εκκλησιαστικό μέλος και από τα ελάχιστα όμοια στην παγκόσμια ιστορία της μουσικής. Η μεγάλη αυτή διάρκεια υποδηλώνει καθαρή συνθετική πρόθεση και όχι, όπως συνήθως, υποταγή σε συγκεκριμένη λειτουργική ανάγκη. Με τον τρόπο αυτόν, ο εκκλησιαστικός συνθέτης εξασφαλίζει, ο ίδιος, τη βασική προϋπόθεση για να αναπτύξει ελεύθερα και δυναμικά, χωρίς χρονικούς περιορισμούς, την ανεξάντλητη δημιουργική του φαντασία και έμπνευση. 2) Ένα δεύτερο στοιχείο, και αυτό εξωτερικό, που σχετίζεται όμως και με την ουσία της καλλιτεχνικής σύνθεσης, είναι η τεχνικότατη δόμηση. Και στο σημείο αυτό είναι το μοναδικό οκτάηχο μέλος με μιαν ανάλογη τεχνική στη δομή. Στην πραγματικότητα, ο οκτάηχος Oίκος Ψάλλοντές σου τον τόκον χωρίζεται σε δύο Μέρη, τεχνικά όμοια και σχεδόν ισόχρονα: Μέρος Α' ηχ α'-ηχ δ' με κράτημα (διάρκεια 65'.04'') και Μέρος Β' ηχ πλ α'-ηχ πλ δ' επίσης με κράτημα (διάρκεια 72'.41'' με την επάνοδο στον α' ήχο). Ωστόσο, και στο κάθε Μέρος είναι ευδιάκριτη μια εσωτερική τομή, που το χωρίζει και πάλι σε δυό επίσης ισόχρονες μουσικές ενότητες: ηχ α' με το ήχημα (30'.31'') + ηχ β'-ηχ δ' με το κράτημα (34'.30'') και ηχ πλ α' - ηχ πλ δ'( 36'.19'') + ολόκληρο το κράτημα με την επάνοδο στον α' ήχο (36'.18''). Επιπλέον, στο τελικό Κράτημα επισημαίνεται και μια άλλη ευρηματική και ευφάνταστη σύλληψη: δηλαδή σ’ αυτό αναδιπλώνεται εκνέου το τετράηχο σύστημα του Β' Μέρους (ηχ πλ α' -ηχ πλ δ') κατά τρόπο μάλιστα εξαιρετικά έντεχνο και με δυσδιάκριτα, αριστοτεχνικά περάσματα (“γέφυρες”) ανάμεσα στους ήχους. Πιο συγκεκριμένα, η δόμηση αυτή, σε σχέση με το Κείμενο, έχει ως εξής. Μέρος Α': Ψα-Αuεuα. Ψάλλοντές σου τον τόκον ανυμνούμεν σε πάντες [ηχ α'] || Ως έμψυχον ναόν, Θεοτόκε· εν τη ση γαρ οικήσας γαστρί ο συνέχων πάντα τη χειρί Κύριος, ηγίασεν, εδόξασεν, εδίδαξε βοάν σοι πάντας· Χαίρε, σκηνή του Θεού και Λόγου· χαίρε, αγία αγίων μείζων [ηχ β']. || Χαίρε, κιβωτέ χρυσωθείσα τω Πνεύματι· χαίρε, θησαυρέ της ζωής αδαπάνητε [ηχ γ']. || Χαίρε, τίμιον διάδημα βασιλέων ευσεβών· χαίρε, καύχημα σεβάσμιον ιερέων ευλαβών. Πάλιν· Χαίρε. Τε-ετε [ηχ δ'] - Μέρος Β': Χαίρε, της Εκκλησίας ο ασάλευτος πύργος· χαίρε [ηχ πλ α'] || Χαίρε της βασιλείας το απόρθητον τείχος [ηχ πλ β']. || Χαίρε, δι’ ης εγείρονται τρόπαια· χαίρε, δι’ ης εχθροί καταπίπτουσι [ηχ βαρύς]. || Χαίρε, χρωτός του εμού θεραπεία· χαίρε, ψυχής της εμής σωτηρία [ηχ πλ δ']. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Τετέ [ηχ πλ α' - ηχ πλ δ']. || Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε [ηχ α']. Η διμερής (και, με τα επιμέρους, τετραμερής) αυτή δομή (η οποία πρέπει να επισημανθεί και να τονισθεί, καθώς περνά απαρατήρητη μέσα στην αδιάσπαστη, συνεχόμενη χειρόγραφη καταγραφή) διακρίνεται και εδώ για την απόλυτη, χωρίς υπερβολή, ισομετρία και ισορροπία. Ακριβώς, αυτός ο ισόρροπος διαμερισμός του όλου μελωδικού και χρωματικού οκτάηχου φάσματος, με τις δυό ακροτελεύτιες εκτροπές, είναι πράγματι μια από τις μεγάλες, και ευρηματικές, αρετές του εκτεταμένου λαμπρού αυτού μέλους. Διαπιστώνεται έτσι ότι η ισορροπία και ισομετρία στη δομή είναι, γενικότερα, μια από τις σταθερές καλλιτεχνικές συνιστώσες του συνολικού Έργου του Πέτρου Μπερεκέτη. Επομένως, και το Ψάλλοντες είναι, από την άποψη αυτή, ένα καθαρό και γνήσιο ελληνικό έργο. 3) Ένα τρίτο, εξωτερικό επίσης και ιδιάζον χαρακτηριστικό του μαθήματος, είναι η μεγάλη φωνητική έκταση μέσα στην οποία κινείται. Πρόκειται για το σύστημα του δις διαπασών, το οποίο μάλιστα το μέλος υπερβαίνει σε ορισμένες (χαμηλές) θέσεις. Ίσως και η ένδειξη σε κάποια χειρόγραφα ότι “ψάλλεται μετά βαστακτών” να υπαινίσσεται ακριβώς την ανάγκη ειδικών βοηθών για τις θέσεις αυτές (και γενικότερα για την όλη εκτέλεσή του). Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι είναι το μοναδικό, και στο σημείο αυτό, τόσο υψίφωνο εκκλησιαστικό μέλος (μαζί με το δηλωμένο στα χειρόγραφα ως “δις διαπασών” επίσης και “οργανικόν την σύνθεσιν” γνωστό σύντομο Κράτημα του Αρσενίου του Μικρού, αρχές 17ου αι.). Έτσι, το Ψάλλοντες συντάσσεται με τα πολλά άλλα τόσο χαρακτηριστικά υψίφωνα μέλη του Πέτρου Μπερεκέτη (και τα οποία, πιθανότατα, υπαινίσσονται και μιαν ανάλογη υψιφωνία του ίδιου). Με τα τρία αυτά, εξωτερικά κυρίως, χαρακτηριστικά, τη διάρκεια, τη δομή και τη μεγάλη φωνητική έκταση, γίνεται φανερή, ευθύς εξαρχής, όχι μόνο η τεχνική ιδιοτυπία, αλλά και η συνακόλουθη ιδιάζουσα σημασία του μέλους.

Ωστόσο, πέρα από τα τεχνικά, ο Μπερεκέτης αποδεικνύεται και στην ουσία της σύνθεσης (κυρίως εδώ) ένας απαράμιλλος δεξιοτέχνης. 1) Καταρχήν, στο θέμα της ουσιαστικής σύνθεσης, συμπλέκει αριστοτεχνικά τις δικές του νεωτερικές θέσεις (τις οποίες και σταχυολογεί από το σύνολο του έργου του) με άλλες παλαιότερες, ενσωματώνοντας συχνά στο μέλος και ολόκληρα μοτίβα-θέματα από την προηγούμενη παράδοση. Το τελευταίο είναι κυρίως φανερό στα Κρατήματα (αρχικό - ενδιάμεσο - τελικό). Ειδικότερα μάλιστα, το εισαγωγικό ήχημα εκτυλίσσεται πάνω σε αρχαία μελωδικά σχήματα, τα οποία μορφοποιούνται και συμπλέκονται κατά νέον εντελώς και αριστοτεχνικότατο τρόπο. Αλλά και η αρχή (Τετέ) του τελικού Κρατήματος είναι προφανώς (επεξεργασμένη) η υπό των παλαιών λεγομένη “Σάλπιγξ” (και από τους νεώτερους “Κράτημα της Τρουμπέτας”), καθώς απηχεί, μιμούμενο, τον ήχο της Σάλπιγγας. Η χρήση (και η συμπλοκή) Κρατημάτων μέσα στη σύνθεση (χαρακτηριστικό το ήχημα) παραπέμπει βέβαια στη μεγάλη περίοδο ακμής της Βυζαντινής μουσικής (14ος-15ος αι.), αλλά για την εποχή του Μπερεκέτη είναι πράξη όντως νεωτερική (και προδρομική), καθώς εξαγγέλλει, με τη σειρά της, τη μεγάλη ανάπτυξη των Κρατημάτων στην επόμενη περίοδο αναδημιουργίας και άνθισης (1770-1820) της Εκκλησιαστικής μουσικής. 2) Αλλά και στα επιμέρους, ο πλούτος και η ευρηματικότητα της σύλληψης είναι στοιχεία κυρίαρχα και εντυπωσιακά. Καταρχήν, χρησιμοποιούνται παντού, και αλληλοδιαδόχως, σε όλη την έκταση της σύνθεσης, ποικίλα εκφραστικά και ρυθμικά σχήματα: το κλιμακωτό, το επάλληλο, το σπειροειδές, η αντιφωνία. Η όλη πλοκή είναι επίσης ιδιαίτερα ευρηματική με φανερό στόχο την ανεξάντλητη μελωδική εναλλαγή και ποικιλία. Η βασική κίνηση της μελωδίας πραγματοποιείται, ανάλογα και με τον ήχο, μέσα από τις κλασικές τονικές περιοχές. Ωστόσο, σε ορισμένες θέσεις η κάθοδος του μέλους είναι εξαιρετικά αισθητή, ενώ, ταυτόχρονα, οι κορυφώσεις του ιδιαίτερα χαρακτηριστικές. Σε τρία μάλιστα σημεία (στο ήχημα, στον πλ α' και στο τελικό κράτημα) οι γραμμές περιστρέφονται στα όρια της φυσικής φωνής (αγγίζοντας τον άνω Κε). Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι η συμπλοκή (και βαθμιαία μεταβολή) των ήχων γίνεται ανεπαίσθητα, με τρόπους επίσης ευρηματικούς, ώστε το πέρασμα από τον έναν ήχο στον άλλο να είναι σχεδόν δυσδιάκριτο, ήπιο, αρμονικό. Έτσι υπηρετείται παντού, παρά την έκταση, η πυκνή και συμπαγής μελωδική γραφή, ανελικτική, πρωτότυπη, αποτελεσματική. Και μόνο με τα δεδομένα αυτά το μέλος αξίζει όντως τον χαρακτηρισμό του συνθετικού αριστουργήματος. 3) Άμεσα συνδεδεμένα με την πλοκή και τη σύνθεση είναι επίσης ο χαρακτήρας του μέλους και το ύφος, που όμως σχετίζονται, ταυτόχρονα, και με τη βαθύτερη ουσία και την έννοια του κειμένου (Ύμνος και Εγκώμιο της Παναγίας). Έτσι, ο δοξαστικός και υμνητικός χαρακτήρας είναι διάφανος σε όλο το μέλος, κυρίως όμως εξαίρεται στον β', στον γ' και στον δ' ήχο και, προπάντων, από τον πλ α' και εξής. Απεναντίας, στον α' ήχο (συγκεκριμένα στο ήχημα) αναδύεται κυρίαρχος ένας αυξομειούμενος μελωδικός κυματισμός, ηδύς και χαρμόσυνος. Το ίδιο και το ύφος: υψιπετές, ευφρόσυνο, αβίαστο, φυσικό, ρέον. O μελικός πλούτος, η τεχνικότατη πλοκή, το σφρίγος και η ένταση, η αβίαστη φυσική ροή και έμπνευση, όλα καθιστούν τον οκτάηχο αυτόν Oίκο αριστουργηματικό έργο, κορυφαίο μέσα στην καθόλου ιστορία της Εκκλησιαστικής μουσικής. Στην ουσία, πρόκειται για μια μεγάλη φωνητική συμφωνία μοναδική ασφαλώς μέσα στον χώρο της παγκόσμιας μουσικής φιλολογίας.

Το Α' Μέρος έχει μια τριμερή, κυκλική φόρμα: ήχημα - ηχ α' έως ηχ δ' - κράτημα. O α' ήχος αφιερώνεται ολόκληρος στον αρχικό στίχο Ψάλλοντές σου τον τόκον ανυμνούμεν σε πάντες. Μετά την “παρακλητική” (ένα είδος απηχήματος), η οποία εκφωνείται στον φθόγγο “Ψα-”, ακολουθεί το ήχημα Αuεuα. Πρόκειται για ένα εκτεταμένο (και εισαγωγικό) μελωδικό ανάπτυγμα (κατά την παλαιότερη Βυζαντινή συνήθεια) εξαιρετικά ενδιαφέρον. Oλόκληρο ανελίσσεται μέσα σε μια τεχνικότατη πλοκή και κίνηση, ήρεμη στην ουσία και πλατειά, η οποία όμως εμπλουτίζεται, κατά τη διαδρομή της, από οξυκόρυφες και βαθυκόρυφες διακυμάνσεις. Ιδιαίτερα πρέπει να τονισθεί, στο σημείο αυτό, το κυκλικό και περίτεχνο κλιμακωτό σχήμα που επισημαίνεται (το ανερχόμενο από τον φυσικό Πα ως τον άνω Κε και κατερχόμενο, στη συνέχεια, από τον άνω Κε ως τον κάτω Γα -Δι, για να καταλήξει γρήγορα και πάλι στον φυσικό Πα). O πρώτος ήχος ολοκληρώνεται με την έναρξη του κειμένου, όπου επιβάλλεται αριστοτεχνικά ο θριαμβικός χαρακτήρας του μέλους (κυρίως στις αναδιπλούμενες και κατάλληλα επενδυμένες λέξεις “ψάλλοντες” - “ανυμνούμεν”). O β' ήχος, αντίθετα από τον πρώτο (και τους υπόλοιπους), εκτείνεται σε μεγάλο μέρος του κειμένου: ως έμψυχον ναόν, Θεοτόκε· εν τη ση γαρ οικήσας γαστρί ο συνέχων πάντα τη χειρί Κύριος, ηγίασεν, εδόξασεν, εδίδαξε βοάν σοι πάντας· Χαίρε, σκηνή του Θεού και Λόγου· χαίρε, αγία αγίων μείζων. Μελικά ο δεύτερος ήχος ανελίσσεται μέσα σε μιά ταχύρυθμη “στιχηραρική” φόρμα, πυκνή και ευκίνητη, διαφορετική από την αναλυτική του α' ήχου, και η οποία δεσπόζει σταθερά στην τονική του φυσικού Δι, γύρω από τον οποίο το μέλος στρέφεται συνεχώς. Με την διπλή αυτή επιλογή, τη “στιχηραρική” φόρμα και την τονική στη βάση του Δι, διεκπεραιώνονται αποτελεσματικά δύο προφανείς στόχοι του δευτέρου ήχου: να αναλωθεί, με αυτόν, μεγάλο μέρος του κειμένου και να επιβληθεί ο διθυραμβικός χαρακτήρας στο μέλος. Έτσι, ο δεύτερος ήχος ηχεί, στο σύνολό του, δυναμικός, στεντόρειος, δρομαίος. O γ' ήχος καλύπτει, όπως σχεδόν και οι άλλοι στη συνέχεια, δύο στίχους του κειμένου: Χαίρε, κιβωτέ χρυσωθείσα τω Πνεύματι· χαίρε, θησαυρέ της ζωής αδαπάνητε. Από μελική άποψη ο ήχος αυτός οδεύει κανονικά, περιστρεφόμενος στην κλασική τονική (του Γα), με στιβαρές και ηχηρές φράσεις, μερικές άκρως μελωδικές και ηδύτατες (όπως στη λέξη θησαυρέ) και με την καταληκτική χρωματική μετατροπία (στο αδαπάνητε). Και ο τρίτος ήχος ηχεί δυναμικός και στεντόρειος, με ύφος και εδώ διθυραμβικό και χαρμόσυνο. O δ' ήχος περιλαμβάνει επίσης δύο στίχους: Χαίρε, τίμιον διάδημα βασιλέων ευσεβών· χαίρε, καύχημα σεβάσμιον ιερέων ευλαβών. Στον ήχο αυτόν επισημαίνεται μια ευφάνταστη, μελωδική πρωτοτυπία. Αρχικά οδεύει στη βάση του Δι (Άγια), συνεχίζοντας έτσι το προηγούμενο δυναμικό ύφος, βαθμιαία όμως μετασχηματίζεται και οδεύει στην ηπιότερη βάση του Βου (Λέγετος). Ακριβώς στον ήπιο τρόπο του αφηγηματικού λεγέτου θα συνεχίσει και το Κράτημα (Τετε). Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι ανάμεσα στο Κείμενο και στο Κράτημα παρεμβάλλεται, ως λειτουργικός κρίκος, ένα βεβαιωτικό “Πάλιν” (το οποίο, στην παρούσα εκτέλεση, εκφωνούν ταυτόφωνα, όλοι μαζί, ψάλτες και ισοκράτες) και η εκνέου επανάληψη του υμνητικού “Χαίρε” (του οποίου το τελευταίο φωνήεν “ε” με το ανάλογο πρόθεμα “τ” ονοματοποιεί και εδώ το κράτημα Τετε). Με τον αριστοτεχνικό αυτόν τρόπο, το μέλος εδώ, ύστερα από μια μακρυνή δυναμική διαδρομή, ηρεμεί και πραΰνεται. Μια ανάπαυλα, πριν από την εκτίναξη και πάλι στις οξυκόρυφες (και από τις πιο διθυραμβικές) περιοχές του επόμενου (πλ α') ήχου.

Το Β' Μέρος διαπνέεται ολόκληρο από την ίδια μεγάλη δημιουργική πνοή και τέχνη. O πλ α' περιλαμβάνει έναν μόνο στίχο, ο οποίος όμως αναδιπλώνεται κατά το δεύτερο ημιστίχιο: Χαίρε, της Εκκλησίας ο ασάλευτος πύργος· [ο ασάλευτος πύργος χαίρε]. Πρόκειται για έναν στέρεο νοηματικά στίχο που εκφράζει καίρια τη βαθύτερη πίστη στην πραγματική στερέωση της Εκκλησίας. Το σημείο αυτό είναι το κεντρικότερο του μέλους και πρέπει να θεωρηθεί συνειδητή η επιδίωξη να συμπέσει ο συγκεκριμένος στίχος με τον πλάγιο του πρώτου. O δοξαστικός οίστρος βρίσκεται εδώ στην απόλυτη κορύφωσή του και πραγματώνεται με συνεχείς ευφάνταστες, ηχηρές δυναμικές φράσεις, προπάντων όμως με τις αλλεπάλληλες αναδιπλώσεις του “Χαίρε” και τις εξαιρετικά υψικόρυφες επιφωνήσεις του (κυρίως του επαναλαμβανόμενου, που και εδώ αγγίζει τον άνω Κε). O πλάγιος του πρώτου αποτυπώνει ένα από τα πιο έντεχνα και τα πιο δυναμικά μέρη του σύνολου μέλους. O πλ β' που ακολουθεί περιλαμβάνει επίσης έναν στίχο του κειμένου: Χαίρε, της βασιλείας το απόρθητον τείχος. Και εδώ το μέλος διατηρεί, στο ακέραιο, τον υμνητικό και δοξαστικό του χαρακτήρα, κινείται όμως σε χαμηλότερους και ηπιότερους τόνους (σε σχέση με τον πλ α'), μέσα στο κλασικό ηχόχρωμα του ήχου αυτού, χωρίς πολλές και μεγάλες ηχητικές διακυμάνσεις. Δεν είναι μόνο η εσκεμμένη προφανώς, και αναπόφευκτη, μελωδική κατιούσα που επιβάλλει τους ηπιότερους τόνους, αλλά και οι περιορισμένες δυνατότητες του ήχου αυτού να εκφράσει έντονα δοξαστικές καταστάσεις. Γι’ αυτό ασφαλώς και η παρουσία του πλαγίου δευτέρου στο σύνολο μέλος είναι σύντομη και διαβατική. Η μελωδική κατιούσα συνεχίζεται εντονότερα με τον βαρύ, ο οποίος και πάλι (όπως ο γ' και ο δ' ήχος) περιλαμβάνει δύο στίχους: Χαίρε, δι’ ης εγείρονται τρόπαια· χαίρε, δι’ ης εχθροί καταπίπτουσι. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του βαρύ εδώ είναι ότι κινείται, κατά τον αρχαίο τρόπο, στη χαμηλότονη, κάτω περιοχή του Ζω (σε αντίθεση π.χ. με το Θεοτόκε Παρθένε, όπου ο βαρύς κινείται, ως επί το πλείστον, στον αντιφωνικό άνω Ζω). Έτσι, ο ήχος αυτός ηχεί, σ’ όλη την έκτασή του, με άκουσμα ευρύ και βαθύτονο, εξαιρετικά επιβλητικό και όντως “βαρύ” (και το οποίο αναδεικνύεται έξοχα με την ωραία εκτέλεση). Το ίδιο, οι φράσεις όλες ηχούν παντού εκφραστικές και διάφανες αποδίδοντας παραστατικότατα τις έννοιες του κειμένου (όπως π.χ. στη λέξη “καταπίπτουσι”). Στην ουσία, το τμήμα του βαρύ είναι ένα από τα πιο ηδύφωνα και τα πιο βαρύτονα επιβλητικά μέρη του όλου μαθήματος. O πλ δ' καλύπτει επίσης δύο στίχους του κειμένου: Χαίρε, χρωτός του εμού θεραπεία· χαίρε, ψυχής της εμής σωτηρία. Στον ακροτελεύτιο αυτόν ήχο ο συνθετικός οίστρος βρίσκεται σε πλήρη έξαρση. Περισσότερο αναλυτικός και εκτεταμένος (απ’ ότι οι προηγούμενοι) ο πλάγιος του τετάρτου διακρίνεται εδώ για το ασυνήθιστο ηχόχρωμά του (κινείται συνήθως στην θριαμβική τονική του Γα και λιγότερο του ηπιότερου Νη) και για τον εξίσου έντονα δοξαστικό και υμνητικό του χαρακτήρα. Αρχίζει με μιαν εξαγγελτική θριαμβική (και εκτενή) φράση - ήχημα (uε) και συνεχίζει με πολλές άλλες το ίδιο ηχηρές και θριαμβικές (ορισμένες μάλιστα αντιφωνικές), όπου κυριαρχούν και εδώ οι αλλεπάλληλες αναδιπλώσεις του “Χαίρε” (του πρώτου και, κυρίως, του δεύτερου), για να καταλήξει, με μιαν αριστοτεχνική μετατροπία, στον αρχικό πλ α' (του Β' Μέρους). Στον ήχο ακριβώς του πλαγίου πρώτου εκφωνείται, ως τελική θριαμβική κορωνίδα, και το Εφύμνιο του κειμένου: Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Το Β' Μέρος ολοκληρώνεται με εκτενέστατο Κράτημα, στο οποίο αναδιπλώνεται, ευρηματικότατα, όλο το προηγούμενο τετράηχο σύστημα του κειμένου (ηχ πλ α' - ηχ πλ δ'). Πρόκειται για ένα πολυειδές και πολύηχο μελωδικό ανάπτυγμα, το μεγαλύτερο στη μορφή και στο είδος του στην ιστορία της εκκλησιαστικής μουσικής, όπου κυριαρχεί ο ανεξάντλητος πλούτος της έμπνευσης και η αείροη ρυθμική κίνηση. Με αφετηρία τον πλ α' του Εφυμνίου (όπου και εδώ το ακροτελεύτιο “-τε” του κειμένου ονοματοποιεί το αρχόμενο κράτημα Τετε) οδεύει, μέσα από έναν καταιγισμό μελωδικών και ρυθμικών σχημάτων, ως τον τελικό πλ δ'. Ειδικά πρέπει να σχολιασθεί η αρχή του πλαγίου πρώτου ήχου, η οποία είναι, στην πραγματικότητα, επεξεργασμένη η λεγομένη από τους παλαιούς “Σάλπιγξ” (και από τους νεώτερους “Κράτημα της Τρουμπέτας”), καθώς απηχεί, μιμούμενο, τον ήχο της Σάλπιγγας. Με αλλεπάλληλες ρυθμικές, τρίφωνες συνήθως, και όμοιες συμπλεκόμενες φράσεις αναπτύσσεται ένα ηχηρό και στιβαρό σχήμα σε μορφή δοξαστικού εμβατηρίου. Πρόκειται πράγματι για ένα εξαιρετικά εύρυθμο και ευάρεστο άκουσμα (και το οποίο αποδίδεται με λαμπρό τρόπο στην εκτέλεση). Το Β' Μέρος, όπως και το σύνολο μέλος, ολοκληρώνεται με την επανάληψη του Εφυμνίου στον αρχικό τώρα α' ήχο του όλου συνθέματος, όπου το μέλος περνά από τον πλάγιο του τετάρτου με μιαν αριστοτεχνική και εδώ μετατροπία. Έτσι, με τον οκτάηχο κλασικό κύκλο και την επάνοδο στον α' ήχο κλείνει το μεγάλο αυτό αριστούργημα της εκκλησιαστικής και φωνητικής μουσικής σύνθεσης.

Η εκτέλεση (και η ερμηνεία) του οκτάηχου Oίκου Ψάλλοντές σου τον τόκον παρουσίαζε, από την πρώτη στιγμή, πολλές τεχνικές δυσκολίες (εξαιτίας της διάρκειας, της πολυτροπίας και, κυρίως, εξαιτίας της μεγάλης φωνητικής του έκτασης). Τα δεδομένα αυτά επέβαλλαν να αναζητηθούν ψάλτες από τη νεώτερη γενιά. Έπειτα, η απευθείας εκτέλεση από τη χειρόγραφη μορφή, χωρίς καμιά προηγούμενη ερμηνευτική εμπειρία και παράδοση, απαιτούσε οι εκτελεστές να έχουν τουλάχιστον γνώση των παλαιών γραμμών και, πάνω απ’ όλα, βίωση του ιστορικού ερμηνευτικού τρόπου και ήθους. Έτσι, η επιλογή των Αγιορειτών πατέρων Αντίπα και Αμφιλόχιου (από τους ικανότερους της σύγχρονης γενιάς) υπήρξε, από κάθε άποψη, η πιο πρόσφορη και η πιο ενδεδειγμένη. Στην συγκεκριμένη έκδοση η εκτέλεση (ηχογράφηση, Φεβρουάριος 1997) πραγματοποιείται από τη μεταγραφή του Γρηγορίου πρωτοψάλτου, καθώς η μεταγραφή αυτή παρουσιάζεται περισσότερο μελισματική και “ψαλτική” (σε αντίθεση ακριβώς με την πιο πυκνή και λιτή του Χουρμουζίου). Η εκτέλεση του οκτάηχου αυτού μαθήματος από τους Αγιορείτες μοναχούς πρέπει να θεωρηθεί, στην πράξη, ένας ερμηνευτικός άθλος. Όχι μόνο γιατί γίνεται, κατά την εκτέλεση αυτή, θετική υπέρβαση όλων των τεχνικών δυσκολιών, αλλά και γιατί, επί της ουσίας, επιχειρείται μια ερμηνευτική κατάθεση εξαιρετικά σημαντική. Στη διαπίστωση αυτή οδηγούν όλα τα επιμέρους δεδομένα της ερμηνείας. O ρυθμός, στιβαρός, αρχαιοπρεπής, επίσημος. Τετράσημος στα κείμενα (με αγωγή δίσημου) και ελαφρά αργός (πιο ενδεδειγμένος πάντως ένας συντομότερος “στιχηραρικός”) ηχεί ωστόσο με εύρος και δύναμη υπηρετώντας λαμπρά τον υμνητικό και δοξαστικό χαρακτήρα του μέλους. Απεναντίας, στα Κρατήματα ηχεί συντομότερος (ως κανονικός δίσημος), απόλυτα ακριβής, εμβατηριακός. Έτσι, το σύνολο άκουσμα σ’ όλη την έκτασή του (και εξαιτίας αυτής) παρουσιάζεται με την ανάλογη ποικιλία και ρυθμική εναλλαγή. O τονισμός, ισχυρός (στη θέση) και, γι’ αυτό, έντονος, εκφραστικός, ιδιότυπος. O ειδικός αυτός τονισμός, χαρακτηριστικός μόνο σε ορισμένους παλαιούς ψάλτες (και μάλλον αρχαία παράδοση της Πόλης), επιβάλλει στο μέλος ιδιαίτερη έμφαση και ευρύνει, ακόμη περισσότερο, το ηχηρό του άκουσμα. Έτσι, και με τον τρόπο αυτόν, υποστηρίζεται επίσης, δυναμικά και αποτελεσματικά, ο υμνητικός και δοξαστικός χαρακτήρας του μέλους. Η εκφορά, αναλυτική, πεποικιλμένη, πλούσια. Παντού στα κείμενα (σπάνια στα κρατήματα) η εκτέλεση εμπλουτίζεται με πολλά κλασικά ποικίλματα (και αναλύσεις) από την προφορική παράδοση του Όρους, επίσης και με άλλα λογιότροπα και αρχαιοπρεπή. Τα ποικίλματα αυτά ηδύνουν ακόμη πιο πολύ το ήδη ηδύ και έντεχνο άκουσμα. Και μάλιστα, καθώς εντάσσονται μέσα στις φράσεις ήπια και φυσιολογικά, χωρίς καμιάν απολύτως έμφαση ή επιτήδευση. Το ύφος, σεμνοπρεπές, εκκλησιαστικό, βαθύ. Πρόκειται για χαρακτηριστικά που σπανίζουν σήμερα στην εκτέλεση εκκλησιαστικών μελών, κυρίως ιστορικών, και τα οποία ανταποκρίνονται άριστα στον ουσιαστικό χαρακτήρα του Αθωνικού χώρου, αλλά και του ίδιου του μέλους, επίσης στο ιδιαίτερο ψυχικό και πνευματικό φορτίο των ερμηνευτών. Πολύ περισσότερο που οι ψάλλοντες αναιρούν και υποτάσσουν (και εδώ) την ατομικότητα στο κοινό βίωμα, στην κοινή έκφραση, στο κοινό ήθος, τα οποία μάλιστα και οι δυό υπηρετούν εξαίρετα σε απόλυτη αρμονία και ταύτιση.

O οκτάηχος Oίκος Ψάλλοντές σου τον τόκον του Πέτρου Μπερεκέτη είναι, από κάθε άποψη, κορυφαίο έργο της καθόλου εκκλησιαστικής μουσικής φιλολογίας και σύνθεσης. Πρόκειται για έργο απολύτως έντεχνο και προσωπικό, αλλά και με χαρακτήρα βαθύτατα λαϊκό. Η πρωτοτυπία στη φόρμα, η αριστοτεχνική πλοκή και σύνθεση, η ηδύτητα των μουσικών γραμμών και φράσεων, το υψιπετές και δοξαστικό ύφος, ακόμη η διάρκεια και η δις διαπασών έκταση, όλα καθιστούν το μέλος αυτό μοναδικό όχι μόνο μέσα στον χώρο της εκκλησιαστικής, αλλά και μέσα στον χώρο της παγκόσμιας φωνητικής μουσικής. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μείζον έργο του Ελληνισμού, ειδικότερα για μείζον έργο της αυτόχθονης νεοελληνικής νεωτερικότητας. Και μάλιστα, όπως αναδεικνύεται έξοχα με τη λαμπρή ερμηνεία των δύο Αγιορειτών πατέρων.

Κατέβασμα
Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο

Κατέβασμα
Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο