Αρχική » Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής » Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα » CD » CD 1ο & 2ο

CD 1ο & 2ο

ΤΙΜΙΩΤΕΡA ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝOΥ ΤOΥ ΕΞ ΑΓΧΙΑΛOY (Τέλος 16ου αι.)
ΤΙΜΙΩΤΕΡΑ ΔΑΜΙΑΝΟΥ ΒΑΤΟΠΕΔΙΝΟΥ (β΄ μισό 17ου αι.)

Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής - Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής - Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα

Set 2 CD (ΜΟ 01 - ΜΟ 02)
Διάρκεια 46'.34'' (CD 1ο) και 48'.42'' (CD 2ο)
Ηχογράφηση: Μάιος, Απρίλιος 1993
Ψάλλουν: Ιερομόναχος Αντίπας , Ιερομόναχος Αμφιλόχιος , Ιερομόναχος Φιλόθεος , Μοναχός Ιωσήφ

Ένθετο Βιβλίο 116 σελ.
Αθήνα 2001, ISBN 960-8009-14-6

Σχολιασμός

Τιμιωτέρα Κωνσταντίνου

Η οκτάηχη Τιμιωτέρα του Κωνσταντίνου του εξ Αγχιάλου (CD 1ο) είναι ένα σημαντικό και πρωτότυπο έργο με ιδιάζουσα και ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Νεώτερης εκκλησιαστικής μουσικής. Καταρχήν, πρέπει να σημειωθεί ότι σώζεται, πιθανότατα, το αυτόγραφο (κολοβό). Πρόκειται για ένα δίφυλλο (ενσωματωμένο στο χφ αρ. 48 της Μονής Υψηλού στη Λέσβο), το οποίο φέρει την χαρακτηριστική επίτιτλη ένδειξη: τιμιωτέρα άπερ αδεται κατά την θη ανα | ποδισμός δύχωρος και οκτάηχος ποιηθείσα | παρεμού Κωνσταντίνου α' ψάλτου εξ Αγχιάλου. Η γραφή του χειρογράφου πάντως παραπέμπει στην ίδια εποχή (γύρω στο 1600).

Πρώτο χαρακτηριστικό της Τιμιωτέρας, η οποία στη σύγχρονη και στη μετέπειτα χειρόγραφη παράδοση χαρακτηρίζεται συχνά ως «πάνυ έντεχνος», είναι η πρωτοτυπία στη φόρμα. Πρόκειται για το πρώτο γνωστό, μέχρι στιγμής, οκτάηχο μέλος της μορφής ήχος-κράτημα. Ως κείμενο χρησιμοποιείται το γνωστό Θεοτοκίο της θ' Ωδής: Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν, αλλά με τη μορφή του αναγραμματισμού («αναποδισμού») κατά την παλαιότερη Βυζαντινή συνήθεια. Έτσι, στο μέλος του Κωνσταντίνου, και σε συμπλοκή με τα παρεμβαλλόμενα κρατήματα, το Θεοτοκίο αυτό έχει την ακόλουθη μορφή και δόμηση: Την όντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν την όντως Θεοτόκον. Τον - τοτο [ηχ α'] || Σέ μεγαλύνομεν, σέ μεγαλύνομεν την όντως Θεοτόκον. Το - οτομ [ηχ β']. || Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ. Τιριρίμ [ηχ γ'] || Και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ. Τιριριν [ηχ δ'] || Την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν. Αuεuα [ηχ πλ α']. || Άξιον εστίν. Σέ μεγαλύνομεν. Ε - τετε [ηχ πλ β'] || Την όντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν την όντως Θεοτόκον. Τον - τοτο [ηχ βαρύς]. || Σέ μεγαλύνομεν την όντως Θεοτόκον. Το - οτο [ηχ πλ δ']. || Την όντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν [ηχ α']. Όπως διαπιστώνεται, ο πραγματικός αναγραμματισμός του Θεοτοκίου ολοκληρώνεται στους πέντε πρώτους ήχους (ηχ α' - πλ α'). Στους υπόλοιπους (ηχ πλ β' - πλ δ' με την επάνοδο στον α' ήχο), με αφετηρία το παρέμβλητο και βεβαιωτικό «Άξιον εστίν», αναδιπλώνεται συνεχώς η τελική φράση «Την όντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν» που δίνει την αίσθηση ενός οιονεί κυματισμού του κειμένου (και που υποστηρίζεται λαμπρά και με την ανάλογη μουσική διατύπωση). Πρέπει να προστεθεί ακόμη ότι η μετάβαση από το Κείμενο στο Κράτημα πραγματοποιείται με αναδίπλωση του τελικού φωνήεντος της τελευταίας συλλαβής και σε συνδυασμό με τα προθέματα «τ», «ρ» ή «ν» (την Θεοτόκον = τον - τοτο, Χερουβείμ = τιριριμ, τεκούσαν = αuεuα, κλπ.). Με τον τρόπο αυτόν δημιουργείται μια έντεχνη μετάβαση στην περαιτέρω κανονική ανάπτυξη του Κρατήματος. Στα δομικά στοιχεία του μέλους ανήκει επίσης και ο τρόπος μετάβασης από ήχο σε ήχο. Δηλαδή το τέλος κάθε ήχου καταλήγει, με μιαν εσωτερική και ομαλή μετατροπία, στην τονική και στο χρώμα του επόμενου. Έτσι, ο α' ήχος καταλήγει, στο τέλος του Κρατήματος, στον β', ο β' στον γ', και ούτω καθεξής. Πρόκειται μάλιστα για πρακτική που έχει μείνει έκτοτε σταθερά καθιερωμένη στον τύπο αυτόν των οκτάηχων μελών. Η ευρηματική αυτή σύνδεση δίνει στο σύνολο μέλος ευστάθεια και συνοχή παρά την επιμέρους έντονη, συνήθως, διαφοροποίηση και εναλλαγή των ήχων. Με τα δεδομένα αυτά, η Τιμιωτέρα του Κωνσταντίνου του εξ Αγχιάλου δημιούργησε, ήδη από τότε, ένα κλασικό, και άξιο για μίμηση, πρότυπο στη φόρμα.

Πέρα ωστόσο από την πρωτοτυπία στη φόρμα, η Τιμιωτέρα είναι, και από άποψη ουσίας, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μέλος στο σύνολό του. Καταρχήν, ύφος, φράσεις, θέματα, όλα παραπέμπουν σε προηγούμενα παλαιά πρότυπα, με διάχυτο όμως παντού το ανανεωτικό πνεύμα. Η κυρίαρχη κλασική γραμμή διανθίζεται στα επιμέρους με νεωτερικά εκφραστικά στοιχεία και σχήματα, ενώ το σύνολο μέλος διαπνέεται από βαθύτατη πίστη και αισιόδοξη διάθεση. Γενικότερα, η οκτάηχη Τιμιωτέρα του Κωνσταντίνου του εξ Αγχιάλου, μέλος κλασικό και νεωτερικό ταυτόχρονα, παραμένει ένα σπουδαίο δείγμα των ανανεωτικών τάσεων μιας μεταβατικής, και δημιουργικά ανήσυχης, εποχής (τέλος 16ου - αρχές 17ου αι.), εγκαινιάζοντας μάλιστα τη συγκεκριμένη αυτή μορφή οκτάηχων Μαθημάτων. Επιπλέον, αποτελεί στην πράξη (διαμέσου της Τιμιωτέρας του Δαμιανού του Βατοπεδινού) το ουσιαστικό πρότυπο στο αριστουργηματικό οκτάηχο Θεοτόκε Παρθένε του Πέτρου Μπερεκέτη (ακμή 1680-1710).

Στην παρούσα έκδοση την Τιμιωτέρα ψάλλουν (ηχογράφηση Μάϊος 1993) οι Αγιορείτες μοναχοί Αντίπας, Αμφιλόχιος, Φιλόθεος, Ιωσήφ, και κατά τη μεταγραφή του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος (Εθν. Βιβλ. Της Ελλάδος, ΜΠΤ αρ. χφ 704, φ 210r-12v). Το οκτάηχο αυτό μέλος, αντίθετα από άλλες περιπτώσεις, δεν έχει επιβιώσει στη λειτουργική πράξη. Πρέπει να σημειωθεί ότι η δυσκολία (και η ευθύνη) για την εκτέλεση μελών που δεν επιβιώνουν πια είναι πολύ μεγάλη. Από την άποψη αυτή, η επιλογή των Αγιορειτών πατέρων κρίθηκε η πιο πρόσφορη, καθώς το βίωμα, η εμπειρία, η γνώση, η ζωντανή ακόμη ερμηνευτική παράδοση μπορούσαν να προσεγγίσουν περισσότερο αποτελεσματικά την ουσία και τον χαρακτήρα ενός τόσο παλαιού μέλους. Έτσι, στην ερμηνεία της Τιμιωτέρας από τη συγκεκριμένη τετράδα των Αγιορειτών πατέρων διαπιστώνονται πολλά και σπουδαία (εσωτερικά και εξωτερικά) γνωρίσματα. 1) Η ταυτοφωνία στην εκφορά. O τρόπος αυτός μας εισάγει σε μιαν ιδιότυπη, για τον κοινό ακροατή, ακουστική πραγματικότητα: την ταυτόφωνη κοινοβιακή ψαλμωδία (με άκουσμα τόσο διαφορετικό από το δυτικότροπο χορωδιακό). Κατ' αυτήν, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, οι ψάλλοντες αναιρούν και υποτάσσουν την ατομικότητα στο κοινό βίωμα, στο κοινό ήθος, στην κοινή έκφραση. O ερμηνευτικός αυτός τρόπος αναδεικνύει έξοχα την παλαιότροπη υπόσταση του ιστορικού αυτού μέλους. 2) Το ήθος. Δηλαδή, η αποτύπωση στην ερμηνεία του ειδικού ψυχικού και πνευματικού φορτίου των εκτελεστών και του οικείου Αθωνικού χώρου. Μέσα σε πνεύμα ταπεινοφροσύνης και στιβαρότητας υμνείται όντως και δοξάζεται, στην παρούσα εκτέλεση, το πρόσωπο της Παναγίας, με πίστη και χωρίς καμιάν επιτήδευση. Από την άποψη αυτή, στην ερμηνεία εδώ υπηρετείται λαμπρά ο ουσιαστικός, και βαθύτερος, στόχος της εκκλησιαστικής ψαλμωδίας. 3) Το ύφος. Έντεχνο και καλλιεπές, αδρό, στιβαρό, ήπιο. Συνακόλουθος και ο ρυθμός, με τον ισχυρό τονισμό στα Κείμενα και τον περισσότερο ταχύ δίσημο βηματισμό στα Κρατήματα. Η ποικιλία αυτή, χωρίς να αναιρεί το επίσημο εκκλησιαστικό ύφος, αντίθετα τονίζει και πλουτίζει το ευάρεστο άκουσμα. Και στο σημείο αυτό ένα ενδιαφέρον υπόδειγμα πολυπρόσωπης «από χορού» εκτέλεσης. 4) Τα ποικίλματα. Κατά την επιμέρους εκτέλεση, πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα, δεν γίνεται απλή ερμηνευτική ανάγνωση της χειρόγραφης μεταγραφής του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος. Αντίθετα, το μέλος πλουτίζεται με πολλά ποικίλματα (και αναλύσεις) κατά την προφορική παράδοση του Αγ. Όρους, τα οποία ωστόσο εντάσσονται και εδώ φυσιολογικά μέσα στην κανονική ροή του όλου ερμηνευτικού σχήματος. Τα στοιχεία αυτά, ύφος, ήθος, επιμέρους εκτέλεση, καθιστούν την ερμηνεία υποδειγματική (για τα σύγχρονα δεδομένα) και, ταυτόχρονα, λειτουργική και ζώσα. Η Τιμιωτέρα του Κωνσταντίνου του εξ Αγχιάλου, μέλος έντεχνο και πρωτότυπο, και με ιδιάζουσα θέση στην ιστορία της Εκκλησιαστικής μουσικής, με πλούσια επίσης χειρόγραφη παράδοση, γίνεται σήμερα για πρώτη φορά ακουστικά γνωστή, ενώ αναδεικνύεται έξοχα, με την παρούσα ερμηνεία, ο ουσιαστικός και περίτεχνος χαρακτήρας της. Με τον τρόπο αυτόν, προάγεται και εδώ η ορθή γνώση (και η ανάδειξη) ενός τόσο σπουδαίου, και παραμελημένου μέχρι σήμερα, μουσικού πολιτισμού.

Κατέβασμα
Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο

Αυτόγραφο Τιμιωτέρας Κωνσταντίνου του εξ Αγχιάλου σελίδα 1 Αυτόγραφο Τιμιωτέρας Κωνσταντίνου του εξ Αγχιάλου σελίδα 2

Αυτόγραφο Τιμιωτέρας Κωνσταντίνου του εξ Αγχιάλου (Λέσβος Μονή Υψηλού αρ.χφ 48, φ 7r-8r) (Πηγή: Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής, "Μνημεία και Σύμμεικτα Εκκλησιαστικής Μουσικής. Εκδοτικές Σειρές - Κείμενα και Σχολιασμοί (1999-2010)", Έκδοση Κέντρου Ερευνών και Εκδόσεων, Αθήνα 2011, όπου πλήρες το αυτόγραφο και η μεταγραφή του Χουρμουζίου).

Τιμιωτέρα Δαμιανού

Η οκτάηχη και δίχορη Τιμιωτέρα του Δαμιανού του Βατοπεδινού (CD 2ο) είναι έργο σημαντικό και σπουδαίο, με ιδιάζουσα και αυτό θέση (όπως και η Τιμιωτέρα του Κωνσταντίνου) στην ιστορία του Νεώτερου εκκλησιαστικού μέλους. Πρόκειται για ένα από τα πιο κλασικά και έντεχνα δείγματα των αργών και οκτάηχων μαθημάτων της Παπαδικής και από τα σπουδαία της συνθετικής δράσης του Δαμιανού (έχει επισημανθεί ήδη σε χειρόγραφο του 1686). Μορφολογικά έχει συντεθεί με πρότυπο την Τιμιωτέρα του Κωνσταντίνου, μετά την οποία καταγράφεται άλλωστε στη χειρόγραφη παράδοση.

Ως κείμενο χρησιμοποιείται και εδώ το γνωστό Θεοτοκίο της θ' Ωδής Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ με τη μορφή και πάλι του αναγραμματισμού (κατά τη Βυζαντινή συνήθεια). Τα εξωτερικά δομικά στοιχεία είναι όμοια με εκείνα της Τιμιωτέρας του Κωνσταντίνου του εξ Αγχιάλου. 1) Καταρχήν, και εδώ υιοθετείται το ίδιο κύριο δομικό οκτάηχο σχήμα. Μάλιστα, ο πραγματικός αναγραμματισμός ολοκληρώνεται επίσης στους πέντε πρώτους ήχους (α' - πλ α'), ενώ στους υπόλοιπους (πλ β' - πλ δ' με την επάνοδο στον α'), με αφετηρία και πάλι το παρέμβλητο και βεβαιωτικό «Άξιον εστίν», αναδιπλώνεται συνεχώς η ίδια τελική και κύρια φράση «Την όντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν». 2) Όμοιος είναι και ο τρόπος σύνδεσης των Κρατημάτων με το Κείμενο. Δηλαδή, και στην περίπτωση εδώ αναδιπλώνεται συνήθως το τελικό φωνήεν της τελευταίας συλλαβής σε συνδυασμό με το κατάλληλο πρόθεμα. Έτσι δημιουργείται και πάλι ένα δομικά έντεχνο πέρασμα προς την περαιτέρω ανάπτυξη του όλου κρατήματος. 3) Προστίθεται ότι όμοια είναι, τέλος, και η μετάβαση από ήχο σε ήχο. Ωστόσο, παρά την υιοθέτηση του προηγούμενου συμθετικού δομότυπου (που παραπέμπει πιστά στην Τιμιωτέρα του Κωνσταντίνου του εξ Αγχιάλου), υπάρχει ήδη, σε επιμέρους σημεία, αισθητή διαφοροποίηση. Καταρχήν, εδώ τονίζεται, και αναδιπλώνεται συνεχώς, η σημειολογική φράση «Σέ μεγαλύνομεν», η οποία δίνει τον τόνο, αλλά και συμπορεύεται μελικά με τον δοξαστικό και υμνητικό χαρακτήρα του όλου συνθέματος. Δεύτερον, διαπιστώνεται μια μεγαλύτερη ελευθερία όχι μόνο στην τυπική σύνδεση Κειμένου - Κρατημάτων (με καταλήξεις και προθέματα), αλλά και στην όλη ανάπτυξη και επεξεργασία του κάθε μεμονωμένου Κρατήματος. Στο σημείο αυτό γίνεται πραγματική υπέρβαση της πρότυπης φόρμας. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι και το μέλος ολόκληρο παρουσιάζεται περισσότερο σύμμετρο σε ό,τι αφορά στη σύνολη έκταση (Κειμένου και Κρατήματος) των επιμέρους οκτώ ήχων.

Ωστόσο, εκεί που βρισκόμαστε πράγματι μπροστά σ’ ένα καινούριο μέλος, στην Τιμιωτέρα του Δαμιανού του Βατοπεδινού, είναι η εσωτερική πλοκή και σύνθεση, και κατ’ επέκταση ο νεότροπος χαρακτήρας και το ύφος. Στο σημείο αυτό δεν διαφέρει μόνο αισθητά από την Τιμιωτέρα του Κωνσταντίνου, αλλά αποτελεί, και από μόνο του, ένα ιδιόφωνο και πρωτότυπο μέλος. Διαπιστώνεται δηλαδή και εδώ αυτό που ισχύει επίσης στην Εκκλησιαστική εικονογραφία: τις διάφορες εξελικτικές φάσεις δεν διαφοροποιεί ο τύπος (που παραμένει συνήθως σταθερός), αλλά ο εσωτερικός χαρακτήρας και το ύφος. Από την άποψη αυτή, το μέλος απαιτεί ειδικό σχολιασμό. 1) Το πρώτο και κύριο, στην περίπτωσή του, είναι η ισχυρή υψιφωνία. Η υψιφωνία αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στον α' και στον β' ήχο, στον πλ β', σ' ένα τμήμα του πλ δ' και στον καταληκτικό α', και επισημαίνεται συγκεκριμένα στην αναδιπλούμενη συνεχώς φράση “Σέ μεγαλύνομεν”. Με τον τρόπο αυτόν δεν εξαίρεται μόνο η σημασία του “μεγαλύνομεν”, αλλά και ολόκληρο το μέλος αποκτά έτσι τον αναγκαίο δοξαστικό και υμνητικό χαρακτήρα. Ωστόσο, η χαρακτηριστική αυτή υψιφωνία (προπομπός μάλιστα του υψίτονου πολλών επίσης μελών του Πέτρου Μπερεκέτη) δεν αποτελεί μια συνεχόμενη, επίπεδη κατάσταση, αλλά συμπλέκεται αριστοτεχνικά με χαμηλότονα αντιφωνικά σχήματα κατά τρόπο που το μέλος να ηχεί παντού αρμονικό και ευάρεστο. Έτσι, το εξαγγελτικό υψίτονο Κείμενο στον α' ήχο διαδέχεται το αντιφωνικά βαθύτονο Κράτημα, το ίδιο και στον β'. Στη συνέχεια, η συμπλοκή υψίτονων – βαθύτονων μερών γίνεται σταθερά κατά τις νοηματικές ανάγκες του κειμένου και κατά τις γενικότερες απαιτήσεις της μελωδικής ισορροπίας. 2) Ένα δεύτερο, ιδιότυπο επίσης χαρακτηριστικό είναι οι νεωτερικές θέσεις και τα νεωτερικά εκφραστικά στοιχεία. Τα εκφραστικά αυτά στοιχεία, λαϊκότροπα τα περισσότερα, είναι διάχυτα σ’ όλο το μέλος και συμπλέκονται άριστα με άλλα παλαιότερα και καθιερωμένα. Στην ουσία αποτελούν προσωπικό εκφραστικό υλικό του συνθέτη και Αγιορείτη μοναχού Δαμιανού του Βατοπεδινού, κινούνται ωστόσο μέσα στο γενικότερο ανανεωτικό πνεύμα του χώρου και της εποχής. O νεωτερικός, και λαϊκότροπος, χαρακτήρας της Τιμιωτέρας πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα και αποδεικνύει ότι, σε περιόδους πραγματικής δημιουργίας, η πρωτοτυπία και η ελευθερία είναι από τα κύρια συστατικά της καλλιτεχνικής έμπνευσης. 3) Η υψιτονία, τα ποικίλα και νεωτερικά εκφραστικά στοιχεία, επίσης το καθόλου νεωτερικό πνεύμα, όλα προσδίδουν στο μέλος και ένα νέο, καινότροπο ύφος. Το ύφος αυτό, νεωτερικό παράλληλα, δυναμικό και υψίτονο, είναι αισθητό και διάχυτο σ’ όλο το μέλος και αποτελεί επίσης κυρίαρχο διακριτικό του οκτάηχου αυτού μαθήματος. Από την άποψη αυτή, η Τιμιωτέρα του Δαμιανού βρίσκεται στον αντίποδα του ύφους της Τιμιωτέρας του Κωνσταντίνου. Oι νέες ιστορικές συνθήκες, η αναγεννησιακή ορμή του σύγχρονου τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, ακόμη η μεγάλη λαϊκή μουσική παράδοση του Όρους της ίδιας εποχής, όλα αυτά αποτυπώνονται εξαίρετα στο ύφος και στον εσωτερικό χαρακτήρα της Τιμιωτέρας.

Η Τιμιωτέρα του Δαμιανού του Βατοπεδινού έχει παραδοθεί σε τρεις (3) μεταγραφές: του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος, η περισσότερο κλασική, και ανέκδοτη (Εθν. Βιβλ. της Ελλάδος, ΜΠΤ αρ. χφ 704, φ 212v-15v)· του Γρηγορίου πρωτοψάλτου, η οποία δημοσιεύεται στην Πανδέκτη (Κων/πολη 1850-1851, τόμ. Β', σ. 509-23)· και του Πέτρου Εφεσίου, η οποία καταχωρείται στην άγνωστη μέχρι πρόσφατα (βλ. Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής, περ. O Ερανιστής, τόμ. 18, 1986, σ. 149-50) σπουδαία Ανθολογία του (Βουκουρέστι 1830, σ. 386-402). Από τις τρεις, η πιο ενδιαφέρουσα παραμένει σήμερα η μεταγραφή του Πέτρου Εφεσίου (η οποία και εκτελείται εδώ) ως περισσότερο μελισματική και αναλυτική. Βρίσκεται δηλαδή στον αντίποδα της λιτής μεταγραφικής άποψης (και εμπειρίας) των Πατριαρχικών μουσικών και δασκάλων. Αν και μαθητής των Τριών (Χουρμουζίου - Γρηγορίου - Χρυσάνθου) ο Πέτρος ο Εφέσιος φαίνεται πως καταγράφει, στην πράξη, μιαν εξω-πατριαρχική παράδοση.

Την Τιμιωτέρα εκτελούν και εδώ οι Αγιορείτες μοναχοί Αντίπας, Αμφιλόχιος, Φιλόθεος, και Ιωσήφ. Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1993. Πρέπει να σημειωθεί ότι με τους ίδιους συντελεστές έχει εκτελεσθεί και η μεταγραφή του Γρηγορίου πρωτοψάλτου (Αρχείο). Η ερμηνεία των Αγιορειτών πατέρων στην Τιμιωτέρα του Δαμιανού του Βατοπεδινού παρουσιάζει τα ίδια σπουδαία γνωρίσματα, τα οποία έχουν ήδη επισημανθεί και στην Τιμιωτέρα του Κωνσταντίνου: καλή γνώση και καλή χρήση του ιστορικού υλικού, πίστη, αισιοδοξία, στιβαρότητα, ήθος, ταπεινοφροσύνη, και μάλιστα όπως αυτή εκφράζεται και πάλι μέσα από την ταυτόφωνη ομαδική ψαλμωδία. Ωστόσο, εδώ πρέπει να τονισθούν επιπλέον δύο ιδιαίτερα στοιχεία. 1) Το πρώτο αναφέρεται στην πεποικιλμένη αναλυτική εκτέλεση. Πρόκειται για την πιστή εκτέλεση του κειμένου της μεταγραφής του Εφεσίου χωρίς καθόλου πρόσθετα ποικίλματα από την προφορική παράδοση του Όρους (όπως, αντίθετα, συμβαίνει στην Τιμιωτέρα του Κωνσταντίνου). Παρόμοιος εμπλουτισμός της ερμηνείας κρίθηκε (ασφαλώς) περιττός, όχι μόνο γιατί θα οδηγούσε σε εμφανή επιτήδευση, αλλά και γιατί (προφανώς) πολλά ποικίλματα της Αγιορειτικής παράδοσης καλύπτονται από τη συγκεκριμένη πλούσια μελισματική μεταγραφή. Έτσι, στο σημείο αυτό διατηρείται ισχυρό το αίσθημα της σοφίας και του μέτρου. 2) Το δεύτερο, σε αντίθεση με την προηγούμενη αντιμετώπιση, είναι ο επιβεβλημένος τονισμός, από την ουσία του μέλους, του δυναμικού και νεότροπου ύφους. Εδώ εξαίρονται ιδιαίτερα η έμφαση, η σιγουριά, το στεντόρειο, ερμηνευτικά στοιχεία που ανταποκρίνονται άριστα στον χαρακτήρα του μέλους. Και αυτά πάντως με αυτοπειθαρχία και έλεγχο, χωρίς να ακυρώνεται έτσι ο εσωτερικός στόχος της ερμηνείας (που είναι ο ύμνος και το εγκώμιο της Παναγίας). Με τα δεδομένα αυτά, το μέλος ηχεί στην εκτέλεση υψήγορο, δυναμικό, ελεύθερο και, ταυτόχρονα, σεμνοπρεπές, βαθύ, ήρεμο.

Η Τιμιωτέρα του Δαμιανού του Βατοπεδινού είναι ένα μέλος καθαρά Αγιορείτικο, το οποίο, στην παρούσα συγκυρία, ερμηνεύεται επίσης από Αγιορείτες μοναχούς με πνεύμα και ήθος καθαρά Αγιορείτικο. Γενικότερα, αποτελεί ένα από τα πιο σπουδαία ιστορικά μέλη που προάγει αποφασιστικά την καθόλου εκκλησιαστική σύνθεση. Στην πράξη μάλιστα θεωρείται το άμεσο πρότυπο στο αριστουργηματικό Θεοτόκε Παρθένε του μαθητή, και σύγχρονου, του Δαμιανού Πέτρου Μπερεκέτη (βλ. CD αρ. 3 & 4 της ίδιας Σειράς).

Κατέβασμα
Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο