Αρχική » Βιβλία » Ύφος και ήθος στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου

Ύφος και ήθος στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου

Ύφος και ήθος στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου

[ Το μικρό αυτό κείμενο δόθηκε για δημοσίευση με τη σημείωση ότι «πρόκειται για απόσπασμα από εκτενέστερη διδακτική δοκιμή που έχει τον γενικό τίτλο "Σπουδή και Ερμηνεία Νεοελληνικών Κειμένων". Το έργο αυτό ωστόσο έχει μείνει έκτοτε αδημοσίευτο. Αναδημοσιεύεται εδώ μικρό χαρακτηριστικό απόσπασμα.]

Από κάθε άποψη, ο «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου αποτελεί, για την νέαν ελληνική πραγματικότητα, έργο σημαντικό και ανεπανάληπτο. Η ποιητική του στηρίζεται στη φυσική συνύπαρξη γνήσιων καλλιτεχνικών νόμων, ενώ η ιδεολογία, η εκφραστική και το ήθος του φέρνουν παντού έντονα τα διακριτικά της ελληνικής ιθαγένειας. Έτσι, και στις δύο περιπτώσεις, η προσωπική κατάκτηση του Κορνάρου γίνεται αναπότρεπτα το καύχημα του εθνικού συνόλου.

Όπως γίνεται φανερό, από πρώτη μόνο ανάγνωση, ολόκληρη η σύνθεση του έργου ακολουθεί μιά τεθλασμένη κίνηση με ευδιάκριτη την έντονη εναλλαγή του ποιητικού χρώματος: το λυρικό Α΄ Μέρος διαδέχεται το επικότατο Β΄· στο Γ΄ επανέρχεται κυρίαρχος και μεστός ο λυρικός τόνος, ενώ το Δ΄ είναι γεμάτο από περιγραφές μαχών και ηρωϊκών πράξεων· τέλος, στο Ε΄ Μέρος κορυφώνεται η έξαρση του λυρικού και ερωτικού στοιχείου, που αναδύνει πιστά το άδολο πάθος και τη θερμή αγωνία της νεανικής ψυχής. Η ισόμετρη αυτή εναλλαγή (λυρικό-επικό-λυρικό-επικό-λυρικό) ποικίλλει και διασπά την άτεχνη μονοτονία, που είναι (συνήθως) το κυριότερο μειονέκτημα στα μεγάλα αφηγηματικά έργα, όταν δεν έχουν ανάλογη θεματική ευελιξία. Η αύξηση του επικού τόνου στα δυό αυτά μέρη (Β΄ και Δ΄), τα οποία έχουν σχεδόν πολεμικό χαρακτήρα, παρουσιάζεται απόλυτα ενισχυμένη μόνο στο ελληνικό έργο. Είναι ακριβώς τα δυό κύρια σημεία, στα οποία ο ποιητής απομακρύνεται (αξίζει να υπογραμμισθεί) πάρα πολύ από το ξένο πρότυπο. Η διαφοροποίηση, επομένως, αυτή ανήκει αποκλειστικά σε ενσυνείδητη πρόθεση του Βιτσέντζου Κορνάρου, ο οποίος, καθώς φαίνεται, είχε άμεση αντίληψη του αισθητικού αποτελέσματος που προκαλεί. Έτσι, ήδη στη γενικότερη πλοκή, όπου οι δομικοί περιορισμοί είναι επιβαλλόμενοι (αφού το έργο υιοθετεί τον καμβά ενός γνωστού μύθου) παρουσιάζεται με έντονα διακριτικά η ανεξαρτησία και η ισορροπημένη κίνηση της καλλιτεχνικής ευαισθησίας του Κορνάρου.

Κάτι ανάλογο, βαθύτερο ωστόσο και πιο ουσιαστικό, πραγματοποιείται και στην εσωτερική υφή του έργου. Ο ιδεολογικός πυρήνας μένει στη βάση του αμετάβλητος. Στην πραγματικότητα ο «Ερωτόκριτος», όπως άλλωστε και το γαλλικό μυθιστόρημα τού «Παρίση και της Βιένας», είναι «μια ιστορία της αγάπης, τίποτε άλλο» (Σεφέρης). Δίπλα στην αγάπη προβάλλει, ωστόσο, αμείωτη η έξαρση της ιπποσύνης και της παλληκαριάς. Η ανδρεία είναι η συνάλληλη ωστική δύναμη που δικαιώνει την αγάπη και συντελεί στην ολοκλήρωση του μύθου. Οι δυό αυτές κυρίαρχες ιδέες πλαισιώνονται από ικανό πλήθος συγγενικών αισθημάτων, που δίνουν στο έργο εντονότερη φυσική ζωή και υπόσταση: η σταθερή και αφοσιωμένη φιλία, η τρυφερή στοργή της παραμάνας (που συνυπάρχει πάντως με την περίεργη μητρική σκληρότητα), η πειθαρχία του υπηκόου (που δεν καταλήγει ποτέ στη δουλοπρέπεια), η φιλοπατρία και η υπερήφανη ανδρική φιλοδοξία. Όλα αυτά προεκτείνουν τη μυθική επιβίωση του κεντρικού θέματος και δίνουν ανθρώπινα ερείσματα στην επιβλητική δράση του Έρωτα. Ακόμα και η αμετάπειστη εμμονή του βασιλιά-πατέρα, που φτάνει σε απαράδεκτες ακρότητες (πολύχρονη βασανιστική φυλάκιση), γίνεται μέσο για την απόλυτη προβολή της ερωτικής αφοσίωσης. Έτσι όλα στο έργο, από τα απλά επεισόδια ως τα βαθύτερα ανθρώπινα αισθήματα, υπηρετούν, με σκοπιμότητα και πάθος, την ιδεολογική παρουσία της παντοδυναμίας του έρωτα.

Πέρα όμως από την ιδέα που υπηρετεί, ο «Ερωτόκριτος» ενδιαφέρει περισσότερο για το ήθος που υποβάλλει. Παντού αναδύνει ένα θερμό ανθρώπινο αίσθημα, συνυφασμένο, σ΄ όλη την έκταση, μ΄ αρχοντική χάρη και ευγένεια. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια παίρνει, ταυτόχρονα, καινούργια διάσταση και δίνει το μέτρο της εσωτερικής ελευθερίας του ατόμου. Η ηθική βούληση προεκτείνει την ύπαρξη πέρα από τα στενά όρια της ζωϊκής παρουσίας, με την περιφρόνηση της κοσμικής βίας ή του θανάτου, και αποκαλύπτει το μυστικό βάθος της ερωτικής ψυχής. Εντούτοις, με το αίσιο τέλος αποφεύγεται κάθε μεταφυσική και τραγική λύση (όπως ο θάνατος), που θα ταίριαζε μόνο στη δυναμική λύτρωση μιας αρνητικής προσωπικότητας. Εδώ το έργο καταφάσκει απόλυτα απέναντι στη ζωή και στην ολοκλήρωση της χαράς της, κάτι που αγγίζει περισσότερο την προσδοκία του συνόλου. Συμμετέχει επομένως στην ουσία του λαϊκού ανθρώπου, ο οποίος διοχετεύει πάντοτε στον αξεδιάλυτο κόσμο μιας μυθικής και απερίγραπτης πραγματικότητας το (αναμενόμενο) αίσιο τέλος των παραμυθιακών του διηγήσεων. Ό,τι όμως προέχει στον «Ερωτόκριτο» είναι προπάντων το ήθος της ερωτικής συμπεριφοράς. Είναι, πράγματι, εκπληκτική η ωριμότητα του πάθους, η οποία ωστόσο, σε δυό τουλάχιστον σημεία (στην ώρα του αποχωρισμού και στη μεγάλη στιγμή της αναγνώρισης), οδηγεί την ηρωΐδα (και την αφήγηση) έξω από την φυσική έκφραση των αισθημάτων του πόνου ή της ανέλπιστης χαράς. Ανεξάρτητα πάντως από τα επεισόδια αυτά (χωρίς, άλλωστε, ιδιαίτερη σημασία) το έργο ολόκληρο διαπνέει ένα βαθύ αίσθημα αγνότητας, συνδυασμένο άριστα με τη σεμνή αιδώ της πρώτης εφηβείας. Η ανεπιτήδευτη απλότητα, που προδίνει τον μυστικό κόσμο της ανυπόκριτης αγάπης, κυριαρχεί στις εκδηλώσεις των δύο ερωτευμένων, που γίνονται έτσι ζωντανές ανθρώπινες φιγούρες, χωρίς διόλου γλυκερή ή ψυχρή αίσθηση. Τον φραστικό πληθωρισμό διαχέεται εδώ η λιτή χειρονομία της ποιητικής πράξης, η οποία αναδεικνύει, έστω ιδεογραφικά, την πλούσια διδακτική φύση του Κορνάρου.

Το θέμα του ήθους συνδέεται παράλληλα και με μιαν άλλη μοναδική ικανότητα του ποιητή: την άνετη ευστοχία και την πλαστική ενάργεια στη φυσική διαγραφή των χαρακτήρων. Η παρατήρηση καλύπτει κάθε κινούμενη μορφή, είτε εισάγεται επεισοδιακά (όπως ο Άριστος στο Δ΄ Μέρος ή τα Ρηγόπουλα και οι διάφοροι «Αφέντες» στο Β΄) είτε στηρίζει μόνιμα τη γενική πλοκή του μύθου (η Νένα, ο Πολύδωρος, προπάντων τα κύρια πρόσωπα του έργου, κλπ.). Απλή εξωτερική ένδειξη, αν και χωρίς ιδιαίτερη σημασία (μπορεί να χρησιμεύσει μάλλον σαν δείκτης της γλωσσικής επάρκειας του Κορνάρου), αποτελεί η ονοματολογία του έργου, όπου σχεδόν κάθε κύριο όνομα υποδηλώνει χαρακτηριστικά το πιο σημαντικό γνώρισμα των ηρώων (Ερωτόκριτος = ο κρινόμενος από τον έρωτα, Αρετούσα = υπόδειγμα αρετής και σεμνότητας, Ηράκλης = η συμβολική έκφραση της εξουσίας και της δύναμης, Άριστος = ο άριστος πολεμιστής, Πολύδωρος = ο γεμάτος χάρες και δώρα φυσικά, Φροσύνη = η πραγματική ενσάρκωση της λαϊκής φρόνησης. Το ίδιο υποφαίνεται και στα δευτερεύοντα πρόσωπα: Σπιδόλιοντας = ο άγριος Καραμανίτης, Χαρίδημος = το αρχοντόπουλο της Κρήτης, η χαρά δηλαδή του λαού, Κυπρίδημος = το ρηγόπουλο της Κύπρου, Πιστέντης = ο «μπιστικός» δούλος του Ερωτόκριτου, κλπ.). Την ονοματικήν αυτή χαρακτηρολογία συνοδεύει προπάντων βαθιά γνώση της ανθρώπινης ψυχής και πλούσια πείρα, παράλληλα μια απόλυτη σχεδόν ελληνική αίσθηση, που δίνει στα πρόσωπα ξεχωριστή φυσικότητα και έντονη ακτινοβολία. Η μορφή της Αρετούσας γίνεται αληθινό ποιητικό και ανθρώπινο σύμβολο με το σεμνό παρθενικό ήθος και την καρτερική αφοσίωση. Η λιτή ευστοχία και η φυσική ακρίβεια στη διαγραφή των χαρακτήρων, η πλήρης μεταμόρφωση και προσαρμογή σε οικείους τύπους ηρώων (ο Ερωτόκριτος αναθυμίζει τον Διγενή, η Αρετούσα, την Αρετή των ακριτικών τραγουδιών και την αδελφή του Μαυριανού) γεμίζουν το έργο από πυκνή ελληνική ουσία και αλήθεια. Στον «Ερωτόκριτο» προβάλλονται, σε σαφή και απλά περιγράμματα, εξαίρετα υποδείγματα νεοελληνικού ήθους και αρχοντιάς.

Όλα αυτά (το ήθος, οι ιδέες, τα πρόσωπα), καθώς έχουν αποβάλει κάθε ξένο ή παρεπίδημο ύφος, δίνουν στο έργο αυτόχθονη προέκταση στις εθνικές ρίζες και υποβάλλουν παντού την αίσθηση μιας βαθιάς ελληνικότητας. Η ελληνική αυτή αίσθηση ενισχύεται ωστόσο, ακόμα πιο πολύ, από την ίδια τη μορφή. Ο εθνικός στίχος και οι πλούσιες εκφραστικές συνηχήσεις από τη λαϊκή παράδοση ενδυναμώνουν την εθνική υπόσταση του έργου και δίνουν ουσιαστικά την πρώτη, έστω εξωτερική, μαρτυρία της συνειδητής ελληνοπρέπειας του ποιητή. Ανεξάρτητα ωστόσο από την ειδική σημασία των εξωτερικών δεδομένων, η ποιητική μορφή του «Ερωτόκριτου» δικαιώνει απόλυτα τις γνήσιες εσωτερικές αρετές του και αποκαλύπτει παράλληλα την καλλιτεχνική μεγαλοφυΐα του Κορνάρου. Οι άφθονες παρομοιώσεις, το θερμό αντίκρυσμα της φύσης, η άνετη επική αφήγηση, η δύναμη της περιγραφής, προπάντων όμως ο πλούσιος λυρικός λόγος και η ζεστή ανθρώπινη έκφραση, όλα αυτά μαζί με τη θαυμαστή γλώσσα και την άψογη σχεδόν στιχουργία δίνουν στο έργο αυτόνομη υπεροχή και έντονη αισθητική αυτάρκεια. Ο «Ερωτόκριτος» αναπαύει (με την κατάκτηση του ποιητικού λόγου) την εκφραστική αγωνία της νεοελληνικής ψυχής.