Μουσικός Θησαυρός της Κω (Εκλογή)
Αρχειακές Ηχογραφήσεις 1964-1968
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Η δημοσιευόμενη εδώ Αρχειακή Συλλογή των 12 ψηφιακών Δίσκων (CD), με τον γενικό τίτλο «Μουσικός Θησαυρός της Κω» (και διάρκειας 11 ωρών, 25΄ και 22΄΄), είναι μια παλαιά τοπική, και απολύτως προσωπική, ηχογράφηση (των ετών 1964-1968). Επί της ουσίας, πρόκειται για επιλογή από ένα πολύ πλουσιότερο ηχογραφημένο Υλικό (συνολικής διάρκειας περίπου 30 ωρών). Η σημασία του συνολικού αυτού Υλικού, παρά τα οποιαδήποτε τυχόν ηχογραφικά μειονεκτήματα (σύμφυτα με μια τόσο παλαιά ερασιτεχνική ηχογράφηση, και εξαιτίας των οποίων δεν έγινε δυνατό να επιλεγεί ένα ακόμη περισσότερο, ικανοποιητικά ακροάσιμο, υλικό) πρέπει να θεωρείται σήμερα πραγματικά ανυπολόγιστη. Η συγκεκριμένη δεκαετία της ηχογράφησης ήταν για την Κω (όπως και για ολόκληρη τη Δωδεκάνησο) μια ιστορικά «παραδοσιακή» ακόμη εποχή. Η έως πρόσφατα τότε μακραίωνη ξενική κατάκτηση (Οθωμανική ως το 1912 και Ιταλική στη συνέχεια ως το 1943), επιπλέον η μεγάλη, και δυσπρόσιτη, απόσταση από το εθνικό κέντρο μετά την Ενσωμάτωση (1948) κράτησε τον τοπικό προφορικό πολιτισμό εξαιρετικά ζωντανό, αυθεντικό, και αναλλοίωτο. Σ’ αυτό βοήθησε αποτελεσματικά και ο κλειστός αγροτοκτηνοτροφικός χαρακτήρας του νησιού, με τον σχετικό παραγωγικό του πλούτο και την ανάλογη βιοτική αυτάρκεια. Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο πρέπει επίσης να αξιολογηθεί ιδιαίτερα για την περίπτωση, είναι η μεγάλη εγγύτητα της Κω με την Μικρασιατική Ακτή (στον μυχό του ομώνυμου Κόλπου, απέναντι ακριβώς από την αρχαία Αλικαρνασσό, σημερινό Πετρούμι για τους ντόπιους, Bodrum για τους Τούρκους) και η σταθερή και αδιάλειπτη επικοινωνία, ως την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, με τον εκεί ανθοφορούντα Ελληνισμό, και ιδιαίτερα με το ονομαστό αστικό του κέντρο τη Σμύρνη. Τα γεωφυσικά και ιστορικά αυτά δεδομένα βοήθησαν να διατηρηθεί στην Κω ένας μεγάλος, διαρκώς εμπλουτιζόμενος, προφορικός πολιτισμός (ιδιαίτερα ο μουσικός) ως τα σύγχρονα χρόνια, με βαθειές παράλληλα ρίζες, και πλούσια κατάλοιπα, που φτάνουν ως το ύστερο Βυζάντιο. Το ουσιαστικό τέλος της συγκεκριμένης αυτής ιστορικής πραγματικότητας θα επισυμβεί ακριβώς την κρίσιμη, από πολλές απόψεις, δεκαετία του 1960-1970. Και πρέπει να θεωρηθεί, γενικότερα, μεγάλο ευτύχημα η συγκυρία της ηχογράφησης (και καταγραφής) του σπουδαίου αυτού μουσικού και προφορικού πολιτισμού την κατάλληλη, και καίρια εκείνη, ιστορική στιγμή.
Πέρα ωστόσο από την ιστορική συγκυρία, στα ιδιαίτερα δεδομένα της ηχογράφησης θα πρέπει να συνυπολογισθούν και ορισμένα άλλα, τα οποία και οριοθετούν εξίσου το ειδικό καίριο στίγμα της. Καταρχάς, η φιλολογική ιδιότητα, η μουσική κατάρτιση, και η εντοπιότητα του ηχογραφέα. Η τριπλή αυτή συνύπαρξη έχει αφήσει ισχυρό το αποτύπωμά της στον τρόπο και στον χαρακτήρα, γενικότερα στο ήθος, της συγκεκριμένης ηχογράφησης. Πολύ περισσότερο που ο ηχογραφημένος αυτός κόσμος (ήχοι και πρόσωπα) αποτελούσε (και εξακολουθεί να αποτελεί) μιαν ανεξίτηλη βιωματική παιδική εμπειρία. Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε με φορητό μαγνητόφωνο ρεύματος και μπαταρίας (Grundig TK 23), μοντέλο μιας ιδιαίτερα εξελιγμένης για την εποχή τεχνολογίας (φορτιζόταν όπως τα σύγχρονα κινητά τηλέφωνα – η Κως δεν είχε ακόμη τότε ηλεκτρικό ρεύμα στα Χωριά της), και το οποίο βρέθηκε τη συγκεκριμένη στιγμή, από αγαθή επίσης συγκυρία, στην κατοχή του ηχογραφέα. Οι τεχνικές αυτές ιδιότητες έδωσαν τη δυνατότητα οι ηχογραφήσεις όλες να πραγματοποιηθούν στους οικείους φυσικούς χώρους (στα σπίτια και στις αυλές) των αφηγητών και αφηγητριών. Αν σ’ αυτό προστεθεί επιπλέον η αναγνωρισιμότητα του οικογενειακού ονόματος και του προσώπου του ηχογραφέα, και η εξαιτίας αυτού οικειότητα και προθυμία, θα γίνει αντιληπτή η τόσο χαρακτηριστική άνεση, η φυσικότητα, και ο πηγαίος αυθορμητισμός που αναδύονται από όλα όσα ιστορούνται και τραγουδιούνται εδώ (τα έλεγαν μπροστά στο μικρόφωνο όπως ακριβώς μόνοι τους, στο δικό τους καθημερινό οικείο περιβάλλον).
Ανεξάρτητα από αυτά πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικός (και ασυνήθιστος για την εποχή) υπήρξε και ο τρόπος ηχογράφησης. Καταρχάς, η ηχογράφηση δεν είχε (και δεν μπορούσε να έχει τότε) την πρόθεση της δισκογραφικής παρουσίασης, και μάλιστα όπως αυτή προβάλλεται σήμερα χάρη, και εξαιτίας, της νέας τεχνολογίας. Ήταν απλώς βοηθητική για την καταγραφή των κειμένων και, κυρίως, για την αποτύπωση (από τους ειδικούς) της μουσικής φόρμας σε βυζαντινή και ευρωπαϊκή σημειογραφία (και για την οποία αρκούσε μόνο η ηχογραφημένη καταγραφή των πρώτων μουσικών φράσεων). Όπως ακριβώς είχε αρχίσει να γίνεται και στη συγκεκριμένη εδώ περίπτωση σε πολλά τραγούδια παράλληλα με την τρέχουσα τότε ηχογράφηση (βλ. σχετικά δείγματα, σ. 338-40). Μια κατ’ οικονομίαν συμβατική εκδοτική μέθοδος, η οποία μπορούσε να καταγράψει έτσι μόνο τους βασικούς μελικούς άξονες, σε καμιά περίπτωση τον ποικιλματικό χαρακτήρα του ηχοχρώματος, πολύ περισσότερο το ειδικό εκάστοτε ήθος της προσωπικής εκφοράς. Και την οποία εξακολουθούν να χρησιμοποιούν ορισμένοι και σήμερα, χωρίς πλέον κανένα επιστημονικό έρεισμα μέσα στα νέα δεδομένα της σύγχρονης τεχνολογίας. Αντίθετα ακριβώς προς τα τότε καθιερωμένα, η παρούσα ηχογράφηση έγινε ενστικτωδώς, όπως μπορεί να κριθεί αναδρομικά σήμερα, σύμφωνα με τα πιο σύγχρονα δεδομένα της εθνομουσικολογικής και φιλολογικής έρευνας. Και πρώτα, η πρωτοβουλία για το τί και πώς θα ειπωθεί αφηνόταν αποκλειστικά στους αφηγητές και στις αφηγήτριες, χωρίς καμιάν απολύτως υπόδειξη ή παρέμβαση. Έτσι, που ο καθένας να λέει αυτά που γνώριζε, όπως τα γνώριζε, κατά τρόπον απολύτως βιωματικό και οικείο (ακόμη και με τις τυχόν παραφθορές, τους συμφυρμούς, και άλλα σχετικά, όπως ακριβώς απαιτεί μια αρχειακή καταγραφή). Ένα δεύτερο ήταν, τα πολύστιχα αφηγήματα, οι λεγόμενες Στιχοπλακιές, να εκφωνούνται με το μέλος μέχρι το τέλος, όχι απλώς ένα αρχικό μικρό δείγμα (οι εξαιρέσεις υπήρξαν ελάχιστες). Έτσι έγινε δυνατό να καταγραφεί το σύνολο ήθος της εκφοράς, με τις ποικίλες επιμέρους ηχοχρωματικές αποχρώσεις και την ανάλογη εκφραστική μέθεξη του αφηγητή. Επιπλέον, το ίδιο πρόσωπο συνήθως, μετά τη μελωδική εκφορά, επαναλάμβανε τη Στιχοπλακιά απαγγελτά («λόγια λόγια» όπως έλεγαν), εφόσον υπήρχαν ζωντανές παράλληλα και οι δύο παραδόσεις (και οι οποίες παραπέμπουν απευθείας στη διπλή επίσης παράδοση εκφοράς, ασματική και απαγγελτική/ραψωδική, των Ομηρικών επών, πρωτίστως της «Οδύσσειας»). Με αποτέλεσμα να έχει διασωθεί στην ηχογράφηση μεγάλη ποικιλία εκδοχών (με το ίδιο ή διαφορετικό μέλος) και σε πολλαπλές, ταυτόχρονα, ιδιόσημες απαγγελτικές εκφορές. Δεδομένα όλα τα οποία σηματοδοτούν και αυτά, από μόνα τους, το ειδικό στίγμα της παρούσας ηχογραφημένης Αρχειακής Συλλογής.
Στην τετραετία (1964-1968) ηχογραφήθηκε συστηματικά ολόκληρη η Κως, χωριό προς χωριό, σπίτι προς σπίτι. Καταρχάς το Πυλί (ο καθαυτό γενέθλιος τόπος), στη συνέχεια η Αντιμάχεια και η Καρδάμενα, δύο χωριά με μεγάλη μουσική (και ψαλτική) παράδοση, τέλος η Κέφαλος, το Ασφενδιού, και η Πόλη της Κω. Καταγράφθηκε έτσι όλη η ζωντανή φωνητική παράδοση σε όλες της τις εκφράσεις, απλοί σκοποί και τραγούδια, του γάμου, κάλαντα και θρήνοι, μοιρολόγια, παιδικά, σατυρικά, αποκριάτικα, ακόμη πολυάριθμες Στιχοπλακιές, άσματα ιστορικά και αφηγηματικά, μουσικές εκδοχές του Ερωτόκριτου, οργανικά, χορευτικά, και άλλα. Και όλα αυτά, είδη, μέλη, ρυθμοί, ζωντανά, στα χείλη όλων, στην εργασία, στο δρόμο, στις «ποσπερίδες» (βραδυνές συγκεντρώσεις στα σπίτια, κυρίως τις μακριές νύχτες του χειμώνα), επίσης στις ειδικές εκδηλώσεις της ζωής, στις παρέες, στους γάμους, στις κηδείες, στους επίσημους εορτολογικούς κύκλους, σε κάθε χαρούμενη στιγμή της ζωής ή στιγμή θλίψης. Ασυνήθιστο, πράγματι, εύρος καταγραφών, το οποίο συμβαίνει να καλύπτει έναν μόνο τόπο σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Στα δύο (2) εδώ CD της Εκλογής περιέχονται μέλη από τα ωραιότερα και τα πιο χαρακτηριστικά από αυτά που καταχωρούνται στα δώδεκα (12) CD συνολικά της Κύριας Έκδοσης, και υπό τον ίδιο γενικό τίτλο «Μουσικός Θησαυρός της Κω». Ειδικότερα, στο πρώτο περιέχονται, και κατά τον υπότιτλο, Σκοποί και Τραγούδια, Αποκριάτικα, του Γάμου, και Μοιρολόγια. Όλα ακούσματα μοναδικής, πράγματι, εμπειρίας και πανδαισίας. Καταρχάς, η γνωστή «Μπεναγιούλα» / «Παναγιούλα») και το ιδιαίτερα παλαιότροπο «Η Ροδοσταμένη» (παραπέμπει σε ανάλογα, ενσωματωμένα στο μεσαιωνικό νεοελληνικό μυθιστόρημα «Λίβιστρος και Ροδάμνη»), και τα δύο σε λαμπρή εκτέλεση από τον (62χρονο) Σταύρο Σακελλάρη (Πυλί, Χριστ. 1966). Το ίδιο και τα επόμενα, «Ήθελα νά ’μουν όμορφος» και η πολύ γνωστή «Κορδελιάστρα», και τα δύο σε λαμπρές επίσης εκτελέσεις από την (66χρονη) Στεργούλα Χαζηγιακουμή-Ρόκκου και την (40χρονη) Χαριτωμένη Γιαλίζη (Πυλί, Χριστ. 1966). Η ενότητα κλείνει με το ιδιόθεμο «Χίλια καλώς ορίσατε», τραγούδι «στο γλέντι, στην υποδοχή της παρέας», από τον μοναδικό (81χρονο) Στέργο Χαζηνικολάου (Καρδάμενα, Σεπτ. 1968) και τα πολύ γνωστά «Περνούν τα χρόνια και χολιώ» και το παράλληλο «Τα παλαιά μου βάσανα» από τον (62χρονο) αισθαντικό Στέλιο Χαζηπέτρο (Πυλί, Οκτ. 1967). Ακολουθούν πέντε από τα ωραιότερα όλης της Συλλογής, η «Βάρκα», η «Γιόλα», «Ήθελα να ’ρθώ να σέ ’βρω», «Ήθελα με τη μοίρα μου», «Θυμάμαι και μαραίνομαι», όλα σε μοναδικές ερμηνείες της ανεπανάληπτης (30χρονης) Ευφημίας Βαρκά (Αντιμάχεια, Οκτ. 1968). Στο ίδιο μοτίβο και τα άλλα δύο «Ελένη» και «Κοντακιανή μου λεμονιά», από τον (62χρονο και ψάλτη) Νικόλα Αυγουλά (επίσης Αντιμάχεια, Οκτ. 1967). Η επόμενη ενότητα περιλαμβάνει σκοπούς και τραγούδια που εκτελούνται από ένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ανδρικό τρίδυμο, «Πές μου να ζεις και να χαρείς», «Γιατί καρδιά μου δϊατί», από τον (65χρονο) Χρήστο Παναγιώτου, «Είχα και ηστερήθηκα», «Θυμήθου μόνο» από τον (46χρονο) Ζαχαρία Ψύρη, «Παντού υπάρχουν βάσανα» σε στροφική εναλλάξ εκφορά από τους δύο προηγούμενους (Καρδάμενα, Σεπτ. 1968), επίσης «Τί έχουν τα ματάκια σου» και το «Παραπονιάρικο» από τον (61χρονο) Μηνά Χαζηστεφανή (και την 28χρονη Μαρία Παναγιώτου) με συνοδεία λαούτου από τον δωρικό Αντώνη Γερασκλή, τέλος το σατυρικό «Ρέλλου-λλού» από τους ίδιους και εδώ με τη συνοδεία του λαούτου (Καρδάμενα, Χριστ. 1968). Το CD κλείνει με μια τελευταία ενότητα από μοναδικά στην ουσία ακούσματα, ένα σκοπό του «Λυγκεριού» «Πάνω στα πεντοδάχτυλα» (στο λυγκέρι ο Μανόλης Β. Χαζηγιακουμής), το γαμήλιο «Ήρταν πουλάκια τ’ ουρανού», και το μοιρολόι «Ποθάνανε πολλοί γιατροί», μοναδικό άκουσμα στη σύνολη εθνική Βιβλιογραφία του είδους (διαρκεί 11,5 λεπτά), το οποίο παραπέμπει απευθείας σε «κομμό» αρχαίας τραγωδίας, όλα από τη μοναδική επίσης και ανεπανάληπτη (40χρονη) Χαριτωμένη Γιαλίζη (Πυλί, Μάιος 1967). Ένα CD σύμμεικτο, στο σύνολό του, από χαρακτηριστικούς ωραίους σκοπούς και με χαρακτηριστικούς επίσης ηδύφωνους ερμηνευτές.
Στο δεύτερο CD της Εκλογής περιλαμβάνονται κυρίως Στιχοπλακιές (αρ. 1-12), ορισμένα άσματα αφηγηματικά (αρ. 13-15) και μία ιδιαίτερη εμμελής εκδοχή του «Ερωτόκριτου» (αρ. 16). Ως Στιχοπλακιές αποκαλούνται στην τοπική παράδοση τα πολύστιχα, συχνά και με δραματικό περιεχόμενο, αφηγήματα (οι γνωστές, κατά την κοινή ορολογία, ως «Παραλογές»). Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά, και τα πιο ενδιαφέροντα, είδη του λαϊκού προφορικού λόγου, και ειδικότερα για την Κω ασφαλώς το σημαντικότερο. Με διπλή μάλιστα παράδοση εκφοράς, ασματική/τραγουδιστική και απαγγελτική/ραψωδική, και η οποία παραπέμπει απευθείας στην όμοια ασματική-ραψωδική των Ομηρικών επών (πρωτίστως της αφηγηματικής, και με δραμ ατικό επίσης περιεχόμενο, «Οδύσσειας»). Από τις σαράντα (40) περίπου Στιχοπλακιές της Κύριας Έκδοσης καταχωρούνται εδώ δεκατρείς (13), οι πιο χαρακτηριστικές και ενδιαφέρουσες είτε σε εμμελή είτε σε απαγγελτική εκφορά. Καταρχάς, οι δύο πρώτες (αρ. 1-2), η εντυπωσιακή «Έναν Τουρκίν τουρκόπουλο», όπου ένα Τουρκόπουλο που αγαπά μια Ρωμιοπούλα «κι εκείνη δεν το θέλει» παρουσιάζεται στο τέλος ως βαπτισμένος Χριστιανός, σε ιδιαίτερα αργόρρυθμο, παλαιότροπο μέλος, και η άλλη, η γνωστή Στιχοπλακιά «Τ’ Άη-Γιώργη», σε γοργόρρυθμο εδώ βηματισμό και μέλος, και οι δύο σε λαμπρή ποικιλματική εκτέλεση, με άκρα τονική ακρίβεια και ουσιαστικό, ανεπιτήδευτο ήθος εκφοράς, από την (66χρονη) Στεργούλα Ιπποκράτη Χαζηγιακουμή-Ρόκκου (Πυλί, Χριστ. 1966). Ακολουθούν (αρ. 3-7), «Τρεις καλογέροι Κρητικοί», σε γοργόρρυθμο και εδώ συλλαβικό μελικό σχήμα και αδιόρατο μελαγχολικό ύφος εκφοράς από την (65χρονη) Μαρία Διακονικολή (Πυλί, Χριστ. 1966), «Ο Διγενής ψυχομαχεί», σε χαρακτηριστικό οικείο προς τα αφηγούμενα ηχόχρωμα, από την (52χρονη) Γιασεμή Οικονόμου (Πυλί, Χριστ. 1966), «Τα Εκατό Λόγια», σε απαγγελτική, χειμαρρώδη εκφορά από την (75χρονη) Κοκκώνα Χαζηχαραλάμπους (Πυλί, Ιαν. 1965), «Η Μαρουδιά» (το γνωστό «Γεφύρι της Άρτας») από τον (62χρο- νο) Σταύρο Σακελλάρη (Πυλί, Χριστ. 1966), τέλος η πολύ γνωστή και συνηθισμένη και ως «Αρμενοπούλα» «Ηφύεν ο καλός μου» από τον (72χρονο) Ασλάνη Ζάρακα, και εδώ σε ήπιο θρηνητικό ύφος και ηχόχρωμα ομόλογο προς τα ιστορούμενα (Πυλί, Μάιος 1967). Οι τρεις επόμενες (αρ. 8-10) είναι επίσης από τις πιο χαρακτηριστικές και τις πιο ενδιαφέρουσες. Η πρώτη με τον τίτλο ο «Άης Γιάννης» (και σε άλλη εκδοχή «Κάτω στον Άη-Γιάννη»), με αναφορά προφανώς στον ακριτικό ήρωα Γιάννη/Γιαννάκη, σε χαρακτηριστικό μεικτό μελικό σύστημα (διστίχου με μονόστιχο) και σε ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα εκτέλεση από την (82χρονη) Μαριγώ Ρούσου· η πασίγνωστη, και με πιθανή Κρητική προέλευση, «Σούσα», σε μορφή ρίμας (ομοιοκα τάληκτα δίστιχα), την οποία μαχαιρώνει ο αδελφός της όταν διαπι στώνει ότι συζεί με τον Σερήφαγα, εδώ σε λαμπρή ασματική εκτέλεση από την ηδύφωνη (40χρονη) Άννα Πλαγγέτη· και η ιδιόθεμη «Πέρα στην πέρα γειτονιά», σε ωραία και εδώ εκτέλεση από την ηδύφωνη επίσης (57χρονη) Αναστασία Μηνά (και οι τρεις, Καρδάμενα, Χριστ. 1968). Την ανθολογημένη εκλογή συμπληρώνουν ακόμη δύο Στιχοπλακιές, η «Σούσα» (και πάλι) και η λεγόμενη «Μικρο-κουμπάρα», πραγματικά μνημεία αρχαιότροπης απαγγελτικής εκφοράς απο μια μοναδική αφηγήτρια, την (90χρονη) Φιλίνα Κασιώτη από την Κέφαλο, με την ιδιάζουσα ρυθμοτονική μουσικότητα του τοπικού ιδιώματος και την τόσο έντονη, οιονεί θεατρική, παραστατικότητα (Κέφαλος, Αύγ. 1965). Ακολουθούν τρία από τα χαρακτηρισμένα ως άσματα αφηγηματικά (αρ. 13-15), ο «Καπετάνος», εξαιρετικού ενδιαφέροντος σκοπός σε ιδιαίτερα λιτή, εκφραστική εκτέλεση από τον (81χρονο) Στέργο Χαζηνικολάου (Καρδάμενα, Σεπτ. 1968), «Κάτω στη Ρόδο στη Ροδοπούλα»), όπου μια Ρωμιοπούλα αρνείται να παντρευτεί πλούσιο Τούρκο άντρα, ενώ η μάνα της τον προξενεύει, σε λαμπρή και εδώ εκτέλεση από την (52χρονη) Γιασεμή Οικονόμου (Πυλί, Χριστ. 1966), και η γνωστή «Διονίτσα» σε ωραία επίσης εκτέλεση από την ηδύφωνη (47χρονη) Κατίνα Κώστογλου (Πόλη της Κω, Ιαν. 1965). Το δεύτερο CD της Εκλογής κλείνει με μια εμμελή εκδοχή του «Ερωτόκριτου» (από τις 6 της Κύριας Έκδοσης). Πρόκειται για εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εκδοχή, ιδιαζόντως εκτενή (90 περίπου στίχοι), στην οποία συμφύρονται τα πιο δραματικά επεισόδια του Έργου, η σύγκρουση με τους στρατιώτες του βασιλιά Ηράκλη, η πάλη με τον Άριστο, η συνάντηση και στιχομυθία με τον πατέρα της Αρετούσας, το αίτημα για την αποφυλάκισή της, και, πρωθύστερα, η συζήτηση του Ερωτόκριτου με τον πατέρα του Πεζόστρατο να γίνει αυτός προξενητής στον βασιλιά. Και όλα αυτά σε μια δυναμική, ιδιαίτερα άνετη και ρέουσα εκτέλεση, στον γνωστό οικείο σκοπό του «Ερωτόκριτου», από τον (73χρονο) Δαμιανό Κατσαρό. Χαρακτηριστικό ακριβώς δείγμα της μεγάλης αποδοχής και λαϊκότητας του Έργου και έξω από τον φυσικό του χώρο την Κρήτη (Καρδάμενα, Σεπτ. 1968).
Η καταγραφή των Κειμένων και στα δύο αυτά CD της Εκλογής ακολουθεί τον τρόπο καταγραφής των Κειμένων στο σύνολο Σώμα της Κύριας Έκδοσης. Καταρχάς, δεν εφαρμόζεται πουθενά η φωνητική γραφή με τα γνωστά ειδικά σύμβολα (πρακτική των παλαιοτέρων και πολλών νεωτέρων συλλογέων-καταγραφέων). Θεωρήθηκε περιττή και άσκοπη, εφόσον ο ηχογραφημένος εδώ ήχος αποδίδει στο ακέραιο την αυθεντική φυσική εκφορά. Η φωνητική γραφή χρησιμοποιείται μόνο (και αυτή με κανονικά τυπογραφικά στοιχεία) στην απόδοση κάποιων ειδικών λέξεων και φωνημάτων (κυρίως στην απαγγελτική εκφορά των Στιχοπλακιών). Γενικότερα, στην περίπτωση εδώ εφαρμόζεται η επόμενη ειδική εκδοτική μέθοδος. Σε μια πρώτη καταγραφή αποτυπώνονται τα κείμενα όπως αυτά αναδομούνται και αναλύονται κατά τη μελική τους πλοκή και διατύπωση, με όλα τα αρχικά επιφωνήματα, τις επαναλήψεις, τις εσωτερικές αναδιπλώσεις, τα ένθετα τσακίσματα, τις επωδούς, με τρόπο που η όλη καταγραφή να εμφανίζει ταυτόχρονα την οικεία μουσική φόρμα. Μετά από κάθε παρόμοια καταγραφή ακολουθεί σε κάθε περίπτωση, αποκαταστημένο στη φυσική του εκφορά, και το κανονικό ποιητικό Κείμενο. Για να υπάρχει και η πρωτότυπη φυσική διατύπωση. Στα πολύστιχα αφηγήματα (όπως οι Στιχοπλακιές), στα οποία η μουσική φόρμα επαναλαμβάνεται αυτούσια ανά στίχο ή δίστιχο, καταγράφεται μόνο ένα αρχικό σχετικό δείγμα (κάποιων στίχων) και ακολουθεί στη συνέχεια πλήρης η πεζή καταγραφή. Το όλο εγχείρημα παραπέμπει στον τρόπο έκδοσης των Αρχαίων Επιγραφών. Μια ανάλογη μέθοδος εδώ, η οποία συνδυάζει την ακουστική ακρόαση/ανάγνωση με την αυτόνομη κανονική διατύπωση των Κειμένων. Τα Κείμενα άλλωστε αυτά είναι ακριβώς η βάση για τη μουσική κάθε φορά επένδυση. Λόγος και Μέλος στην οικεία συμπλοκή και μόνο Λόγος για την πρωτότυπη οικεία πρόσληψη.
Η αυθεντική δημοτική μουσική, η μουσική της Υπαίθρου, σε άμεση διάκριση από την Αστική, είναι κυρίως φωνητική, και μάλιστα μονωδιακή ως επί το πλείστον και σολιστική (παράλληλη ακριβώς προς την εκκλησιαστική). Η οργανική μουσική, εκτελούμενη στο νησιωτικό χώρο συνήθως από δύο όργανα (βιολί και λαούτο), ήταν προορισμένη για την επίσημη ομαδική διασκέδαση (γάμο, πανηγύρι, άλλη έκτακτη περίσταση), και αυτό επειδή ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για τον αναγκαίο χορό. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η κυρίαρχη εκφορά ήταν της ανθρώπινης φωνής. Όλοι τραγουδούσαν παντού, μόνοι ή και με άλλους. Στις εργασίες τους, στις διαδρομές τους (πεζοί ή στα υποζύγιά τους), στα καφενεία, στις βραδυνές τους συγκεντρώσεις (κυρίως του χειμώνα), σε κάθε άλλη στιγμή της ζωής τους. Η μονωδιακή αυτή σολιστική εκφορά είναι, επί της ουσίας, η ακραιφνής δημοτική παράδοση. Οι μεγάλες λαϊκές ορχήστρες, οι μεικτές πολυπρόσωπες χορωδίες, όπως προβ άλλονται σήμερα ως οικεία αυθεντικά ακούσματα, είναι έξω από τη γνήσια δημοτική παράδοση. Είναι μιμήσεις και εκφράσεις μιας αστικής, και μάλιστα όχι καθαρά ελληνικής, παράδοσης. Περισσότερο παράδοση των αστικών περιοχών της Μικρασιατικής Ακτής (ειδικότερα της νεώτερης Τουρκικής Κεμαλικής, ούτε καν της παλαιότερης Οθωμανικής). Η αστική αυτή αντίληψη έχει επηρεάσει και τις επίσημες εθνικές ηχογραφήσεις (της Ακαδημίας Αθηνών, του Σίμωνα Καρά, και άλλων), οι οποίες είναι στοχευμένες, αποκλειστικά σχεδόν, στην καταγραφή της (επαγγελματικής) οργανικής μουσικής. Με αποτέλεσμα να έχει αποθησαυρισθεί περισσότερο η εξειδικευμένη οργανική (και ως ευκολότερη επιπλέον καταγραφή για έναν επισκέπτη-καταγραφέα), σε βάρος της ιστορικότερης και συλλογικότερης φωνητικής. Με τα δεδομένα αυτά, θα πρέπει να θεωρηθεί ιδιαίτερα σημαντικό το ότι στην παρούσα Αρχειακή Συλλογή δεν καταγράφεται μόνο ένα αυθεντικό ηχογραφημένο μουσικό Υλικό. Το σπουδαιότερο, αποθησαυρίζεται μια αυτούσια φωνητική μουσική παράδοση (CD 1ο-11ο), με μόνο ένα συμπληρωματικό οργανικό δείγμα (CD 12ο), όπου και σ’ αυτό παραμένει ισχυρό το συνοδευτικό τραγούδι. Και στην οποία συμπυκνώνονται διακόσοι (200) περίπου διαφορετικοί «σκοποί», όλοι σε φωνητική εκφορά, μια μοναδική περίπτωση στην καθόλου εθνική Βιβλιογ ραφία του είδους. Και από τους οποίους πλέον ελάχιστοι επιβιώνουν σήμερα στην τοπική παράδοση. Σκοποί οι οποίοι καταγράφουν τον βαθύτερο, καθόλου νεωτερικό και μεταλλαγμένο, χαρακτήρα της διαχρονικής αυθεντικής δημ οτικής μουσικής παράδοσης. Μια ιστορική κατάθεση εδώ, ένα πραγματικό επί της ουσίας εθνικό Μνημείο και εθνικό Κειμήλιο.