Αρχική » Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής » Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα » CD » CD 12ο & 13ο

CD 12ο & 13ο

ΡΟΔΟΝ ΤΟ ΑΜΑΡΑΝΤΟΝ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΟΥ (1840) ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (†1887)
ΑΝΤΙΦΩΝΑ ΜΑΝΟΥΗΛ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΟΥ (1819)

Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής - Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής - Οκτάηχα Μέλη και Συστήματα

Set 2 CD (ΜΟ 12 - ΜΟ 13)
Διάρκεια 66'.41'' (36'.04'' + 30'.32'')(CD 12ο) και 65'.10''(CD 13ο)
Ηχογράφηση: Ιούνιος/Νοέμβριος 1993 (CD 12ο) - Μάιος 1993 (CD 13ο).
Ψάλλει: Ματθαίος Τσαμκιράνης

Ένθετο Βιβλίο 160 σελ.
Αθήνα 2003, ISBN 960-8009-20-0

Σχολιασμός

Pόδον το Αμάραντον Χουρμουζίου (1840) και Νικολάου (1887)

Το οκτάηχο Θεοτοκίο Ρόδον το Αμάραντον του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος (περ. 1770-1840) είναι ένα από τα σπουδαιότερα εξω-λειτουργικά μέλη των αρχών του 19ου αιώνα (CD 12o). Πρόκειται για ένα κλασικό καλοφωνικό μάθημα ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό των νέων συνθετικών αντιλήψεων και τάσεων. Ως κείμενο της εκκλησιαστικής Υμνογραφίας είναι τροπάριο του Ακαθίστου Ύμνου (της α΄ Ωδής του γνωστού κανόνα Ανοίξω το στόμα μου ηχ λέγετος) και υμνεί, με υψηλό ποιητικό τρόπο, την Παναγία που βλάστησε το Ρόδον το Αμάραντο (δηλαδή τον Χριστό). Ως οκτάηχο μάθημα, ακολουθεί τη γνωστή οκτάηχη μορφή ήχος-κράτημα, κατά το κλασικό πρότυπο του Θεοτόκε Παρθένε του Πέτρου Μπερεκέτη, και έχει την ακόλουθη μορφή και δόμηση: Ρόδον το αμάραντον [ηχ α΄] || χαίρε η μόνη βλαστήσασα [ηχ β΄]· || το μήλον το εύοσμον [ηχ γ΄] || χαίρε η τέξασα [ηχ δ΄]· || το οσφράδιον [ηχ πλ α΄] || του μόνου βασιλέως [ηχ πλ β΄]· || χαίρε απειρόγαμε [ηχ βαρύς] || κόσμου διάσωσμα [ ηχ πλ δ΄] || διάσωσμα [ηχ α΄]. Ως μέλος του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος αποτελεί πρωτότυπη σύνθεση, η οποία μάλιστα δεν φαίνεται να είχε λειτουργική χρήση (παρόλο που γράφτηκε για να ψάλλεται στην Αρτοκλασία αντί του Θεοτόκε Παρθένε του Μπερεκέτη, και το οποίο δεν μπόρεσε να εκτοπίσει). Επί της ουσίας, πρόκειται για ένα ασυνήθιστο και εξαιρετικά ενδιαφέρον εκκλησιαστικό άκουσμα. Νεωτερικό κατά βάση, απομακρύνεται αρκετά από τις παραδοσιακές, τις καθαρά “εκκλησιαστικές” γραμμές, με χαλαρή αλλά ιδιαίτερα έντεχνη μελωδική αφηγηματικότητα. Ειδικότερα, πρέπει να σχολιασθούν ο βαρύς, ο οποίος κινείται και εδώ στον αντιφωνικό άνω Ζω (σε Κείμενο και Κράτημα), και ο πλάγιος του τετάρτου, ο οποίος στο Κράτημα ακολουθεί ένα κυκλικό σχήμα: χαμηλότονη περιοχή - υψηλότονη αντιφωνική του άνω Νη - για να καταλήξει και πάλι γρήγορα στη χαμηλότονη κανονική περιοχή του κάτω Νη. Το οκτάηχο αυτό μάθημα είναι γνωστό από την πρώτη έντυπη δημοσίευσή του (Ταμείον Ανθολογίας, Κων/πολη 1824, τόμ. Α΄, σ. 145-55, εκδότης ο ίδιος ο Χουρμούζιος). Παρά τον νεωτερικό του χαρακτήρα στάθηκε αδύνατο να αντικαταστήση στην πράξη το κλασικό, και αριστουργηματικό, Θεοτόκε Παρθένε του Πέτρου Μπερεκέτη.

Το ομώνυμο, και οκτάηχο επίσης, Ρόδον το Αμάραντον του Νικολάου πρωτοψάλτου Σμύρνης (περ. 1790 - 1887) είναι χρονικά μεταγενέστερο (πρωτοδημοσιευμένο και αυτό από τον ίδιο τον συνθέτη, Νέον Ταμείον Μουσικής Ανθολογίας, τόμ. Α΄, Σμύρνη 1862, σ. 166-76) και η σύνθεσή του προϋποθέτει το αντίστοιχο μέλος του Χουρμουζίου. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για συντομευμένη διατύπωση του μαθήματος του Χουρμουζίου, με περισσότερο πυκνή μελωδική γραφή και κάποια στοιχεία ηδυπάθειας. Από την άποψη αυτή, το Ρόδον του Νικολάου έχει αποκτήσει τον δικό του χαρακτήρα και το ιδιάζον προσωπικό ύφος του σπουδαίου αυτού εκκλησιαστικού συνθέτη. Μάλιστα το νέο αυτό μέλος, αντίθετα από το πρωτότυπο, επικράτησε στην ψαλτική παράδοση και παρέμεινε ενεργό έως σήμερα, τουλάχιστον στο Άγιον Όρος (ψαλλόταν εκεί, έως πρόσφατα, κατά τη διανομή του Αντιδώρου). Το Ρόδον το Αμάραντον του Νικολάου πρωτοψάλτου Σμύρνης είναι από τις πιο χαρακτηριστικές νεώτερες οκτάηχες συνθέσεις με μεγάλη διάδοση και ευρεία ψαλτική αποδοχή ως τις ημέρες μας.

Η ερμηνεία από τον πρωτοψάλτη Καβάλας Ματθαίο Τσαμκιράνη (2006) παρουσιάζεται, και στα δύο αυτά μέλη (ηχογράφηση Ιούνιος/Νοέμβριος 1993), εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Δεν είναι μόνο η λαμπρή ηδυφωνία, το διαυγές ηχόχρωμα, ο στιβαρός ήχος και ρυθμός, αλλά, επιπλέον, ο οίστρος και η μέθεξη, το πλούσιο συναισθηματικό υπόστρωμα, το αναγκαίο ανειμένο ύφος και η ένταση (κυρίως σε ορισμένους ήχους, π.χ. στον βαρύ). Ειδικότερα στο Ρόδον του Νικολάου διαπιστώνεται μια μεγαλύτερη σύγκλιση προς τον βαθύτερο χαρακτήρα του μέλους (και η οποία οφείλεται ασφαλώς στην ενεργή ψαλτική παράδοσή του). Το μέλος του Νικολάου έχει εκτελεσθεί, κατά μιαν ευτυχή και σπάνια συγκυρία, και από τον πατέρα Διονύσιο Φιρφιρή (Απρίλιος 1989). Η ερμηνεία του πατρός Διονυσίου, η οποία μάλιστα καταγράφει την μεγάλη ψαλτική παράδοση του μέλους στο Άγιον Όρος, διατηρεί στο ακέραιο τη σημασία της (Αρχείο, δύο επίσης στίχοι, ο α΄ και ο γ΄ ήχος, σε αντιστοιχία με εκείνους του Χουρμουζίου, στην Τρίτη Ανθολογία των “Μνημείων”). Λιτή και στιβαρή, με οργανικό, πειθαρχημένο ύφος και ρυθμό, με ιδιάζουσα, επιπλέον, ψυχική μέθεξη και διεισδυτικότητα, πάνω απ’ όλα κλασική και υποδειγματική, η ερμηνεία αυτή θα παραμείνει, για το συγκεκριμένο μέλος, ιστορική και ανεπανάληπτη.

Κατέβασμα
Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο

Κατέβασμα
Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο

Αντίφωνα Mανουήλ Πρωτοψάλτου (1819)

Τα Αντίφωνα της Oκτωήχου του Μανουήλ πρωτοψάλτου (CD 13o) είναι μέλη που εντάσσονται μέσα στην ιστορική ροπή σύνθεσης σύντομων (και αργοσύντομων) εκκλησιαστικών μελών της δεύτερης μεγάλης ακμής της Εκκλησιαστικής μουσικής (1770-1820) στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Καταρχήν, τα “Αντίφωνα της Oκτωήχου”, γνωστά και με τον υπέρτιτλο “Αναβαθμοί της Oκτωήχου”, ως τυπικά λειτουργικά μέλη, ψάλλονται πάντοτε στον Όρθρο (προ του Εωθινού Ευαγγελίου), κατ’ εκλογήν στον αρμόδιο ήχο της ημέρας. Στην πράξη, πρόκειται για ένα μικρό Σύστημα τροπαρίων (10 συνολικά), με την ίδια τυπική διάταξη σε όλους τους ήχους, αλλά με διαφορετικό κάθε φορά περιεχόμενο. Υποδιαιρείται σε τρία μικρότερα τμήματα, το Α΄, Β΄ και Γ΄ Αντίφωνο (από δώ, κατά συνεκδοχή, και η κοινή ονομασία Αντίφωνα), με τρία επίσης τροπάρια το καθένα που κλείνουν μ’ ένα ακόμη, ακροτελεύτιο (το Προκείμενο). Στα δύο πρώτα τροπάρια των Αντιφώνων γίνεται, σταθερά, επίκληση (σε α΄ πρόσωπο) για φύλαξη από τον νοερό εχθρό και για σωτηρία, ενώ το τρίτο (το Δόξα και Νυν) αφιερώνεται παντού στην ουσία και στις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. Από άποψη περιεχομένου, τα Αντίφωνα είναι, στο σύνολό τους, κείμενα μικρά, ιδιότυπα, με αμεσότητα και ζωηρούς εκφραστικούς τρόπους. Με λεκτικό και ύφος μεικτό (θεολογικό και λόγιο, ταυτόχρονα ωστόσο απλουστευτικό και λαϊκότροπο) εξαίρεται σ’ αυτά η αγωνία (κυρίως η μοναστική) για την αγιοσύνη και τη νίκη του αγωνιζόμενου ανθρώπου επί της αμαρτίας.

Ως μέλη τα Αντίφωνα της Oκτωήχου βρίσκονται ήδη καταχωρημένα, σε ενιαία ενότητα, στο Ειρμολόγιο του Μπαλασίου (β΄ μισό 17ου αι.). Στη νεώτερη εποχή (1770-1820) έχουν μελοποιηθεί από τον Πέτρο τον Πελοποννήσιο μόνο τα Αντίφωνα του λεγέτου (ορισμένα τροπάρια) και του πλ α΄, μάλιστα σε μέλος λαμπρό (ψάλλονται σταθερά έως σήμερα), και πλήρες το οκτάηχο Σύστημα από τον Μανουήλ πρωτοψάλτη και τον Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα. Τα Αντίφωνα του Μανουήλ έχουν επισημανθεί σε χειρόγραφο της παλαιάς γραφής, αυτόγραφο του Απόστολου Κώνστα (Βιβλιοθήκη Oικουμενικού Πατριαρχείου, έτος 1811), με ενδείξεις για εκείνα του λεγέτου και του πλ α' ότι ανήκουν στον Πέτρο τον Πελοποννήσιο. Στην α΄ έντυπη δημοσίευση (Πέτρου Εφεσίου, Ανθολογία, Βουκουρέστι 1830) η ένδειξη περί Πέτρου αναφέρεται μόνο στα αντίφωνα του πλ α΄ ενώ επιπλέον προσημειώνεται σ’ αυτά ως επίτιτλος: Αντίφωνα κατ’ ήχον Μανουήλ πρωτοψάλτου, μετενεχθέντα εις την νεωτέραν γραμμήν της μουσικής παρά Πέτρου Εφεσίου κατά την εν τη παλαιά γραμμή παράδοσιν του δομεστίχου Μάρκου και φοιτητού του ποιητού. Στις μεταγενέστερες, και επίσημες (Κωνσταντινουπολίτικες), δημοσιεύσεις οι ενδείξεις για τον Πέτρο τον Πελοποννήσιο δεν υπάρχουν. Τα Αντίφωνα του Μανουήλ, στη μεταγραφή του Πέτρου Εφεσίου, αντιπροσωπεύουν μια περισσότερο αναλυτική και περισσότερο πεποικιλμένη ψαλτική παράδοση, η οποία, με τη σειρά της, στοιχείται πιο πιστά σε παλαιότερα πρότυπα. Επί της ουσίας, είναι μέλη εύρυθμα, με ύφος αρχαιοπρεπές και επίσημο, στα οποία εξαίρεται ιδιαίτερα η μελωδική απόδοση των νοημάτων (και των αισθημάτων). Αν και παραμελημένα (και άγνωστα) πρόκειται για λαμπρά σύντομα λειτουργικά μέλη και χαρακτηριστικά δείγματα της τόσο μεγάλης και δημιουργικής αυτής περιόδου στην ιστορία της Εκκλησιαστικής μουσικής. Στη συγκεκριμένη ερμηνεία (ηχογράφηση Μάιος 1993) του Ματθαίου Τσαμκιράνη (2006) διακρίνονται: το λιτό και, ταυτόχρονα, πλουσιότροπο ύφος, στιβαρό επιπλέον, φυσικό και αρμόδιο· ο έγχρονος ρυθμικός βηματισμός (παρά την ελαφρά αστάθεια σε κάποια σημεία) που αναδεικνύει έξοχα τον ταχύχρονο χαρακτήρα των Αντιφώνων· ο γενικότερος εκκλησιαστικός τρόπος που ηχεί και επιβάλλει ως οικεία τα, σε μεγάλο βαθμό, ανενεργά αυτά λειτουργικά μέλη. Η ερμηνεία του Ματθαίου Τσαμκιράνη στα ιστορικά αυτά μέλη τα καθιστά εύηχα, προσιτά και επίκαιρα, ενώ προβάλλει, ταυτόχρονα, ως ένα κλασικό υπόδειγμα ερμηνείας σύντομων ειρμολογικών μελών.

Τα Αντίφωνα της Oκτωήχου του Μανουήλ πρωτοψάλτου είναι μέλη ιστορικά και λειτουργικά, με ύφος εκκλησιαστικό, πατριαρχικό και επίσημο, αντιπροσωπευτικά του είδους των σύντομων ειρμολογικών μελών, αλλά και μιάς εποχής (1770-1820), στην οποία κυριάρχησαν, γενικότερα, τα σύντομα (και αργοσύντομα) εκκλησιαστικά μέλη. Στην παρούσα μάλιστα ερμηνεία του Ματθαίου Τσαμκιράνη, η οποία ηχεί παντού στιβαρή, μεστή και απέριττη, αναδεικνύεται έξοχα ο εκκλησιαστικός τους χαρακτήρας, ο ήχος και ο ρυθμός. Με τα Αντίφωνα του Μανουήλ πρωτοψάλτου, ιδιαίτερα στην σπάνια μεταγραφή (και έκδοση) του Πέτρου Εφεσίου, εμπλουτίζεται (και διευρύνεται) ακόμη πιο πολύ η πλούσια ήδη φιλολογική Σειρά των “Μνημείων”.

Κατέβασμα
Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο Μουσικό Κείμενο