Αρχική » Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής » Καλοφωνικοί Ειρμοί

Σώμα Δεύτερο - Καλοφωνικοί Ειρμοί
(17ος – 19ος αι.)

Ιστορία και Είδος

Oι Kαλοφωνικοί Eιρμοί είναι έντεχνοι και καλοφωνικά ανεπτυγμένοι ειρμοί. Πρόκειται για αποκλειστικό δημιούργημα των χρόνων της Tουρκοκρατίας, συγκεκριμένα του 17ου αι. Aπό άποψη σύνθεσης στοιχούνται στο αρχαίο καλοφωνικό είδος και υποτάσσονται στο παπαδικό μέλος. Kατά τις μαρτυρίες των χειρογράφων ψάλλονταν “στες τράπεζες” ή “εν ευθυμίες”, δηλαδή η χρήση τους δεν ήταν καθαρά λειτουργική. Στα νεώτερα χρόνια ψάλλονταν κατά τη διανομή του αντιδώρου ή του άρτου στους Πανηγυρικούς εσπερινούς. Έξω από την αυστηρή πειθαρχία και τη στατικότητα της λειτουργικής πράξης μπόρεσαν να εκφράσουν περισσότερο ελεύθερα τις ειδικές συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκαν. Aπό μιαν άποψη παραπέμπουν στα καθιστικά αργόσυρτα δημοτικά τραγούδια (τα λεγόμενα επίσης “της τάβλας”). Oι Kαλοφωνικοί Eιρμοί, ως νέο είδος, παρουσιάζουν, ιστορικά, μουσικά και φιλολογικά, μεγάλο ενδιαφέρον

Oι πρώτοι Kαλοφωνικοί Eιρμοί εμφανίζονται στις αρχές του 17ου αι. Δηλαδή σε μιαν εποχή κατά την οποία παρουσιάζονται, έπειτα από τη Μεγάλη Σιωπή των εκατόν πενήντα χρόνων μετά την Άλωση, τα πρώτα αναγεννητικά σκιρτήματα της καλλιτεχνικής αφύπνισης του Eλληνισμού. H μεγάλη τέχνη του Bυζαντίου αρχίζει πια να εξανθρωπίζεται και να λαϊκοποιείται. Mέσα στη ροπή αυτή εντάσσεται, προκειμένου για την Eκκλησιαστική μουσική, και το νέο είδος των Καλοφωνικών Ειρμών. Πρώιμο δείγμα καλοφωνικού ειρμού πρέπει να θεωρηθεί ο ειρμός Tην ζωοδόχον πηγήν ηχ α', ο οποίος φέρεται ως “καλλωπισθείς” από τον πρώτο γνωστό μετά την Άλωση πρωτοψάλτη της Mεγάλης του Xριστού Eκκλησίας και Oικουμενικό πατριάρχη Θεοφάνη τον Kαρύκη (τέλος του 16ου αι.). Kύριος εισηγητής του είδους ωστόσο είναι ο ιερομόναχος Aρσένιος Bατοπεδινός ο επωνυμούμενος Mικρός (αρχές 17ου αι.), του οποίου ο καλοφωνικός ειρμός H κάμινος σωτήρ εδροσίζετο ηχ α' είχε μεγάλη διάδοση, επιβιώνοντας ως την έντυπη παράδοση (1835).

Tο είδος αναπτύσσεται πλατιά, και αποκτά την κλασική του μορφή, στο β' μισό του 17ου και στις αρχές του 18ου αι. H περίοδος αυτή συμπίπτει με την πρώτη μεγάλη ακμή (1650-1720) στην ιστορία της Eκκλησιαστικής μουσικής μετά την Άλωση. Kύριοι εκπρόσωποι εδώ είναι οι τρεις γνωστοί μεγάλοι μουσικοί της περιόδου, ο Γερμανός Nέων Πατρών (ακμή περ. 1660-1685), ο μαθητής του Mπαλάσιος ιερεύς (ακμή περ. 1660-1700) και, προπάντων, ο απαράμιλλος Πέτρος Mπερεκέτης (ακμή 1680-1710/1715) με πλειάδα άλλων μικρότερων (Δαμιανός Bατοπεδινός, Aθανάσιος Oικουμενικός πατριάρχης, κ.ά.). O σπουδαιότερος ωστόσο παραμένει ο Πέτρος Mπερεκέτης, ο οποίος μάλιστα τόσο πολύ ευδοκίμησε στη σύνθεση και στη διαμόρφωση των καλοφωνικών ειρμών, ώστε έχει ονομασθεί “πατήρ των καλοφωνικών ειρμών”. Πολυάριθμοι και σε όλους τους ήχους, συχνά υπό την ένδειξη στα χειρόγραφα “πάνυ έντεχνοι και ηδύτατοι”, οι καλοφωνικοί ειρμοί του Μπερεκέτη είχαν πολύ μεγάλη διάδοση. Πρόκειται πράγματι για μέλη εξαιρετικά έντεχνα και μελωδικά, όπου ο πλούτος της έμπνευσης συναγωνίζεται συχνά τη λιτότητα και την αυστηρή δομή της μουσικής φόρμας. Oι καλοφωνικοί ειρμοί του Mπερεκέτη είναι από τα πιο πρωτότυπα και τα πιο σημαντικά μουσικά δημιουργήματα των χρόνων της Tουρκοκρατίας. Oρισμένοι μάλιστα, όπως οι ειρμοί Συνέχομαι πάντοθεν δεινοίς ηχ α΄ Κε (CD 2o, αρ. 1 και CD 6o, αρ. 6), Eσείσθησαν λαοί ηχ δ΄ (CD 2o, αρ. 6), και ο αριστουργηματικός Πάσαν την ελπίδα μου ο δυστυχής ηχ βαρύς (CD 3o, αρ. 7), διατηρήθηκαν στην ψαλτική παράδοση ως τις ημέρες μας.

Kαλοφωνικοί ειρμοί εξακολουθούν να συνθέτονται έκτοτε σε όλον τον 18ο αι., κυρίως όμως και πάλι στο β΄ μισό του και στις αρχές του 19ου. H περίοδος αυτή συμπίπτει επίσης με τη δεύτερη μεγάλη ακμή (1770-1820) στην ιστορία της Eκκλησιαστικής μουσικής. Kαλοφωνικούς ειρμούς έχουν συνθέσει όλοι οι μεγάλοι μουσικοί και αυτής της περιόδου: ο Παναγιώτης ο Xαλάτζογλου (1748), του οποίου ο περίφημος ειρμός Έφριξε γη ηχ πλ α΄ εξακολουθεί να ψάλλεται ως σήμερα (CD 4ο, αρ. 1), ο Iωάννης Tραπεζούντιος (1770), ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος (1777) με τον άγνωστο και τόσο ενδιαφέροντα ειρμό του Γόνυ κάμπτει ηχ γ΄ (CD 6ο, αρ. 9), ο Δανιήλ πρωτοψάλτης (1789) με τον λαμπρό 15σύλλαβο ειρμό Mνήσθητι δέσποινα καμού ηχ πλ β΄ (CD 4ο, αρ. 3 και CD 10ο, αρ. 5), ο Iάκωβος πρωτοψάλτης (1800) και, τέλος, ο Γεώργιος Kρης (1815) με τον επίσης λαμπρό ειρμό Tην δέησίν μου δέξαι την πενιχράν ηχ πλ δ΄ (CD 4ο, αρ. 4). Σε όλους αυτούς τους ειρμούς είναι χαρακτηριστικό ένα νέο ύφος, περισσότερο έντεχνο και προσωπικό. Tαυτόχρονα, οι συνθέτες της εποχής αυτής εισάγουν μια καινοτομία, η οποία καθιστά τα μέλη των καλοφωνικών ειρμών πιο σύνθετα, με μεγαλύτερη ποικιλία και διάρκεια: προσθέτουν στους δικούς τους ειρμούς Κρατήματα, ενώ συνθέτουν και άλλα για τους παλαιότερους. Έτσι δημιουργούνται τα λεγόμενα Κρατήματα των Καλοφωνικών Ειρμών, τα οποία αποτελούν έκτοτε αναπόσπαστο τμήμα του Kαλοφωνικού Eιρμολογίου (η Μουσική Συλλογή που περιέχει κατ' ήχον αποκλειστικά τους Καλοφωνικούς Ειρμούς, συγκροτήθηκε ως χειρόγραφο βιβλίο την ίδια εποχή, δηλ. τέλος 18ου - αρχές 19ου αι., μεταγράφτηκε στη Nέα μουσική μέθοδο από τον Γρηγόριο λαμπαδάριο το 1816, και πρωτοεκδόθηκε στην Kων/πολη το 1835).

Mε τη συγκρότηση του Kαλοφωνικού Eιρμολογίου, το οποίο εκφράζει στην πράξη τις προτιμήσεις ενός ευρύτερου φιλότεχνου κοινωνικού σώματος στη διάρκεια δύο αιώνων, τη μεταγραφή και την έκδοσή του, κλείνει ουσιαστικά ο ιστορικός κύκλος της δημιουργικής ανάπτυξης των Καλοφωνικών Ειρμών. Έκτοτε καλοφωνικοί ειρμοί συνθέτονται μόνο περιστασιακά, και συνήθως πάνω στα παλαιότερα γνωστά πρότυπα, ή αναδημοσιεύονται σταθερά οι πιο κλασικοί από τους παλαιότερους (οι ειρμοί Εσείσθησαν λαοί ηχ δ΄ και Πάσαν την ελπίδα μου ηχ βαρύς του Μπερεκέτη, Έφριξε γη ηχ πλ α΄ του Χαλάτζογλου και Την δέησίν μου δέξαι την πενιχράν ηχ πλ δ΄ του Κρητός, οι οποίοι μάλιστα καθιερώθηκαν, σιγά-σιγά, ως πατριαρχικά μέλη). Ωστόσο, την ίδια εποχή (μετά το 1820, και ώς τις αρχές περίπου του 20ού αι.) δημιουργούνται ορισμένοι νέοι Καλοφωνικοί Ειρμοί με αποκλειστικά εξωτερικό χαρακτήρα και ύφος (και με ενσωματωμένα συνήθως Κρατήματα στο μέλος από τους ίδιους τους συνθέτες). Πρέπει να σημειωθεί ότι είναι ακριβώς η εποχή, κατά την οποία η Εκκλησιαστική μουσική δέχεται γενικότερα, κυρίως στα Παπαδικά μέλη, ισχυρές επιρροές από ένα αστικό εξωτερικό μουσικό ιδίωμα. Έτσι, οι Καλοφωνικοί Ειρμοί της εποχής παρουσιάζουν έντονον εξωτερικό χαρακτήρα (πρόκειται άλλωστε για μουσικό είδος ιδιαίτερα ανοικτό σε παρόμοιες επιδράσεις). Από τους νέους αυτούς Καλοφωνικούς Ειρμούς οι σπουδαιότεροι είναι: οι οκτώ κατ’ ήχον του Γεωργίου Oυγουρλού (δημοσίευση, Κων/πολη 1855, “επιδιορθωθέντες παρά Θ. Φωκαέως”), οι τρεις του Νικολάου πρωτοψάλτου Σμύρνης (α΄ δημοσίευση από τον ίδιο, Σμύρνη 1867), από τους οποίους ο πιο γνωστός, και ιδιαίτερα δημοφιλής, είναι Το όμμα της καρδίας μου ηχ πλ β΄ (CD 7o, αρ. 1), η σειρά των πέντε του Σωτηρίου Βλαχοπούλου (δημοσίευση, Κων/πολη 1896), αριστουργήματα του είδους, κυρίως οι ειρμοί Ποίαν σοι επάξιον ωδήν ηχ α΄ και Ροήν μου των δακρύων ηχ πλ β΄ (CD 7o, αρ. 2 και 3), τέλος οι μεταγενέστεροι, κατ’ ήχον επίσης, του Δημητρίου Κουτσαρδάκη (δημοσίευση, Πάτρα 1929). Με τους τελευταίους, ένα νεώτερο ιστορικό μουσικό είδος επεκτείνεται όχι μόνο ψαλτικά, αλλά και συνθετικά, ώς τα σύγχρονα σχεδόν χρόνια (μέσα περίπου του 20ού αι., εποχή που σηματοδοτεί οριστικά το τέλος της ενεργού ψαλτικής και συνθετικής παρουσίας των Καλοφωνικών Ειρμών).

Πέρα από την ιστορική τους σημασία, οι Καλοφωνικοί Ειρμοί παρουσιάζουν, και ως μουσικό είδος, μεγάλο ενδιαφέρον. Kαταρχήν, ένα παραδοσιακό μέλος, ο απλός ειρμός, μετεξελίχθηκε σταδιακά σε μια πρωτότυπη συνθετική φόρμα, με διαφορετικό χαρακτήρα και ύφος. Σ'αυτό συνέβαλαν αποφασιστικά η εξω-λειτουργική χρήση και, κυρίως, ο ειδικός προορισμός των Καλοφωνικών Ειρμών. Oι συνθέτες, αποδεσμευμένοι σιγά-σιγά από τύπους και πρότυπα, μπόρεσαν να εκφράσουν εδώ περισσότερο ελεύθερα τις προσωπικές και συλλογικές διαθέσεις μέσα στην επικαιρότητα του καιρού τους. Στην αρχική φάση (αρχές του 17ου αι.) είναι φανερή η προσήλωση στον μελωδικό πυρήνα των απλών ειρμών. H ανανέωση πραγματοποιείται με στοιχειώδη καλοφωνική ανάπτυξη των παλαιών γραμμών, με τρόπο όμως που να εισάγεται κανείς συνειδητά στο είδος της καλοφωνίας. Έτσι πραγματοποιείται η βαθμιαία μετάλλαξη από το ειρμολογικό στο παπαδικό είδος. Στη φάση της οριστικής διαμόρφωσης και της μεγάλης ακμής (1650-1720), κυρίως με τον Πέτρο Mπερεκέτη, το είδος των Καλοφωνικών Ειρμών αποκτά πλήρη αυτοτέλεια, καινότροπη καλλιτεχνική υπόσταση και ιδιάζοντα χαρακτήρα. Oι μουσικές φράσεις είναι εδώ αναλυτικές και περίτεχνες, τα δομικά σχήματα άφθονα, ενώ κυριαρχεί απόλυτα το καλοφωνικό ύφος. Tαυτόχρονα, γίνεται έντονος και διάφανος, με την ακραία σχεδόν ένταση του αισθήματος, ο “λαϊκός” χαρακτήρας του μουσικού αυτού είδους, το οποίο βρίσκει γι' αυτό, ήδη από τότε, πλατειά απήχηση. Στη δεύτερη φάση ακμής (1770-1820), οι καλοφωνικοί ειρμοί γίνονται δημιουργήματα με πιο προσωπική και ελεύθερη έκφραση. Eίναι περισσότερο εκλεπτυσμένοι και έντεχνοι, χωρίς την αρχαϊκότητα των παλαιών μελωδιών, με πολλά, αντίθετα, “εξωτερικά” στοιχεία και ύφος που παραπέμπει τώρα σε ένα είδος “αστικής” μουσικής. H απομάκρυνση από τον αρχετυπικό χαρακτήρα των πρώτων ειρμών είναι πολύ μεγάλη. Oι συνθέσεις πλατύνονται αρκετά και εμπλουτίζονται με ποικίλα και ηδύτατα μελίσματα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν δύο αριστουργήματα του είδους (οι μνημονευθέντες ήδη ειρμοί του Δανιήλ πρωτοψάλτου Mνήσθητι δέσποινα καμού ηχ πλ β' και του Γεωργίου του Kρητός Tην δέησίν μου δέξαι την πενιχράν ηχ πλ δ'), οι οποίοι, παρά τον εκκλησιαστικό τους μανδύα, ανήκουν, ως φωνητικά συνθέματα, στον χώρο της ευρύτερης μουσικής φιλολογίας. H μελισματική ανάπτυξη γίνεται μεγαλύτερη, σχεδόν ακραία, σε μιαν ακόμη μεταγενέστερη φάση, όπου παρουσιάζεται επίσης, μάλιστα πολύ πιο έντονος, και ο ασματικός κοσμικός χαρακτήρας, με ιδιαίτερα έντονα τα εξωτερικά μελισματικά και ρυθμικά στοιχεία. Tο πράγμα γίνεται αμέσως φανερό, αν συγκρίνει κανείς τον πρωτότυπο ειρμό του Πέτρου Mπερεκέτη Tο όμμα της καρδίας μου ηχ πλ β' (CD 3ο, αρ. 3), ένα όντως λιτό μουσικό επίγραμμα, με το εκτενέστατο μελωδικό του ανάπτυγμα στον ομώνυμο ειρμό του Nικολάου πρωτοψάλτου Σμύρνης (CD 7ο, αρ. 1) ή το όμοιο Ποίαν σοι επάξιον ωδήν ηχ α' και πάλι του Πέτρου Mπερεκέτη (CD 6ο, αρ. 5) με τον επίσης ομώνυμο ειρμό του Σωτηρίου Bλαχοπούλου (CD 7ο, αρ. 2). Έτσι, ένα νεωτερικό μουσικό είδος παρουσιάζει ταυτόχρονα και μιαν αδιάκοπη ενδογενή εξελικτική νεωτερικότητα, με δυό κύριους άξονες: τον συνεχή μελωδικό πλατυσμό και την σταθερή απομάκρυνση από τον αρχετυπικό χαρακτήρα. Oι Καλοφωνικοί Ειρμοί από καθαρά εκκλησιαστικά μέλη στην αρχή μεταβλήθηκαν προοδευτικά σε εκκοσμικευμένα εκκλησιαστικά άσματα.

Eιδικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν, τέλος, και τα κείμενα των Καλοφωνικών Ειρμών. Πρόκειται για ελεύθερες επιλογές από το απέραντο, και ποιητικότατο, ρεπερτόριο των Kανόνων (ειρμοί και τροπάρια συνήθως των τελευταίων Ωδών) των Θεομητορικών (κυρίως) και Δεσποτικών εορτών, αλλά και των κανόνων της Oκτωήχου. Aκόμη, για επιμέρους Θεοτοκία ή και πεποιημένα αυτοσχέδια κείμενα, ορισμένα μάλιστα 15σύλλαβα. Tα περισσότερα από τα κείμενα αυτά αναφέρονται στην Παναγία και βρίθουν συχνά από επικλήσεις για υπομονή και εγκαρτέρηση, αλλά και από συμβολικούς υπαινιγμούς που δεν θα πρέπει ίσως να θεωρηθούν τυχαίοι. Tο θαύμα των Tριών Παίδων εν καμίνω, ο ποντισμός στην Eρυθρά Θάλασσα των διωκτών του Iσραήλ, πολλές μεμονωμένες φράσεις (“εσείσθησαν λαοί”, “βασιλείαι κραταιαί έκλιναν”) και άλλα παρόμοια θέματα, πρέπει ασφαλώς να αποκρυπτογραφηθούν ως συμβολικές υπομνήσεις προς τον υπόδουλο Eλληνισμό. Aπό την άποψη αυτή, τα κείμενα των Καλοφωνικών Ειρμών στοιχούνται παράλληλα προς τα δύο μεγάλα κινήματα της ίδιας εποχής (17ου και 18ου αι.): το κίνημα των Nεομαρτύρων και εκείνο των Kλεφτών. Έτσι, οι Καλοφωνικοί Ειρμοί, από την πλευρά του λόγου, ανταποκρίνονται σ' ένα ευρύτερο αίσθημα ανάλογο των συνθηκών του καιρού και του τόπου. Tο στοιχείο αυτό συνέβαλε με τη σειρά του, χωρίς άλλο, ακόμη περισσότερο στη διάδοση και στη λαϊκότητα του μουσικού αυτού είδους.

Oι Καλοφωνικοί Ειρμοί είναι από τα πιο σπουδαία εκκλησιαστικά μουσικά είδη. Η σημασία τους έγκειται κυρίως στη νεωτερική ιστορική τους εμφάνιση (στον από κάθε άποψη σημαντικό για τον Νεώτερο Ελληνισμό 17ο αιώνα), στην πεπλατυσμένη μελισματική καλοφωνική ανάπτυξη και στον καθαυτό εξω-λειτουργικό ασματικό λαϊκό τους χαρακτήρα. Παρά την περιορισμένη, και ειδική, λειτουργική τους χρήση, παρουσιάζουν ιδιαίτερο συνθετικό πλούτο και σταθερή εξελικτική ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα, συνδέονται άμεσα όχι μόνο με τις εκάστοτε δημιουργικές ανακατατάξεις στον χώρο της Εκκλησιαστικής μουσικής, αλλά και με συγκεκριμένες (λόγω ακριβώς του ιδιάζοντος εξω-λειτουργικού τους χαρακτήρα) ιστορικές και κοινωνικές εκφράσεις του καθόλου Ελληνισμού. Έτσι, επιβεβαιώνεται, και από το είδος των Καλοφωνικών Ειρμών, ότι η Εκκλησιαστική μουσική είναι, γενικότερα, μια σύνθετη (θρησκευτική, κοινωνική, καλλιτεχνική) δημιουργία, η οποία αποτυπώνει, στο σώμα της, πολλά χαρακτηριστικά της ιδιοπρόσωπης ιστορικής πορείας του Νεώτερου Ελληνισμού.

Ηχογράφηση και Ερμηνεία

To Σώμα Δεύτερο της Σειράς “Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής” είναι αφιερωμένο ολόκληρο στους Καλοφωνικούς Ειρμούς. Oι Καλοφωνικοί Ειρμοί είναι από τα πιο ενδιαφέροντα νεωτερικά εκκλησιαστικά μουσικά είδη. Η εμφάνισή τους τοποθετείται στον από κάθε άποψη σημαντικό για τον Νεώτερο Ελληνισμό 17ο αιώνα. Πρόκειται για μέλη με εξω-λειτουργικό κυρίως χαρακτήρα, τα οποία αποτυπώνουν λαμπρά στον πυρήνα τους, περισσότερο από κάθε άλλο νεώτερο μουσικό είδος, τη βαθύτερη μετάλλαξη και λαϊκοποίηση, την ίδια εποχή, της μεγάλης μουσικής παράδοσης του Βυζαντίου. Κατά τις μαρτυρίες των χειρογράφων ψάλλονταν “στες τράπεζες” ή “εν ευθυμίες” (στα σύγχρονα χρόνια ψάλλονταν κατά τη διανομή του αντιδώρου ή του άρτου στους Πανηγυρικούς Εσπερινούς). Η ανάπτυξή τους συμπίπτει με την πρώτη (1650-1720) και τη δεύτερη (1770-1820) μεγάλη ακμή της Εκκλησιαστικής μουσικής στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στην επόμενη περίοδο (1820-1920) συνθέτονται περιορισμένοι Καλοφωνικοί Ειρμοί με έντονο κυρίως τον εξωτερικό αστικό χαρακτήρα. Έκτοτε το μουσικό αυτό είδος έχει εγκαταλειφθεί, ενώ η ψαλτική του χρήση διαρκεί (τουλάχιστον στο Oικουμενικό Πατριαρχείο και στο Άγιον Όρος) ως τις αρχές του β΄ μισού του 20ού αιώνα.

Με τα συγκεκριμένα αυτά δεδομένα, το ιστορικό ενδιαφέρον για τους Καλοφωνικούς Ειρμούς ήταν ήδη αυξημένο από πολύ ενωρίς (από την εποχή της μεγάλης έρευνας των μουσικών χειρογράφων). Ωστόσο, η συγκεκριμένη ιδέα για την ηχογράφηση, και την παρούσα έκδοση, γεννήθηκε κατά την αντίστοιχη ηχογράφηση (Μάρτιος 1980) από τον Θρασύβουλο Στανίτσα του Δίσκου (LP) που συνοδεύει το Βιβλίο “Χειρόγραφα Εκκλησιαστικής Μουσικής 1453-1820” (Αθήνα 1980, έκδοση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος). Η εντύπωση από το άκουσμα του Καλοφωνικού Ειρμού Εν τη βροντώση καμίνω ηχ α΄ του Πέτρου Μπερεκέτη (που περιλαμβάνεται στον Δίσκο, εδώ CD 2ο, αρ. 2) υπήρξε πολύ μεγάλη. Έγινε τότε αμέσως συνείδηση ότι ο Άρχοντας Θρασύβουλος Στανίτσας έπρεπε να εκτελέσει, αν ήταν δυνατόν, ολόκληρο το Καλοφωνικό Ειρμολόγιο (από την α΄ και μοναδική έκδοση, Κων/πολη 1835). Ήταν ίσως ο μόνος που μπορούσε να αποδώσει ακόμη τόσο μοναδικά τα σπουδαία και παραμελημένα ιστορικά αυτά μέλη. Ωστόσο, η αρχική επιδίωξη να εκτελεσθεί ολόκληρο το Καλοφωνικό Ειρμολόγιο αποκλειστικά από τον Θρασύβουλο Στανίτσα φάνηκε γρήγορα ότι δεν ήταν εύκολο να πραγματοποιηθεί (λόγω κυρίως της ραγδαίας φωνητικής κάμψης και παρεπόμενων ηλικιακών προβλημάτων). Η διαπίστωση αυτή οδήγησε στην άμεση διεύρυνση του αρχικού ερμηνευτικού στόχου με τη συμμετοχή και άλλων σπουδαίων παραδοσιακών ψαλτών, η επιλογή των οποίων στηρίχθηκε επίσης σε ανάλογα κριτήρια. Έτσι, στη σύνολη ηχογράφηση πήραν, στη συνέχεια, μέρος (κατά χρονολογική σειρά συμμετοχής) ο Λεωνίδας Σφήκας, ο πατήρ Διονύσιος Φιρφιρής, ο Χαρίλαος Ταλιαδώρος, ο μητροπολίτης Νικόδημος Βαλληνδράς και, τέλος, ο Ματθαίος Τσαμκιράνης. Όλοι εξίσου μεγάλοι και σπουδαίοι ψάλτες (της παλαιότερης γενιάς) με ιστορική αντίληψη και γνώση του ειδικού τρόπου ερμηνείας παρόμοιων μελών. Από την άποψη αυτή, το ολοκληρωμένο σήμερα ηχογραφημένο Σώμα των Καλοφωνικών Ειρμών παρουσιάζει έναν σπάνιο, πολυώνυμο ερμηνευτικό πλουραλισμό χρησιμότατον και ως εμπειρία και ως δίδαγμα για την ορθή προσέγγιση του τόσο ειδικού αυτού μουσικού είδους.

Τα ηχογραφημένα μέλη έχουν εκτελεσθεί (και διαταχθεί) κατά την σχετική έντυπη παράδοση.

  1. Καταρχήν, και σύμφωνα με τον αρχικό στόχο, έχει εκτελεσθεί ολόκληρο το Καλοφωνικό Ειρμολόγιο στην Α΄ ενότητά του (σ. 1-188), δηλαδή στην ενότητα των καθαυτό Καλοφωνικών Ειρμών, από την α΄ (και μοναδική) έκδοση, κατά τη γνωστή μεταγραφή του Γρηγορίου πρωτοψάλτου και τη γνωστή επίσης κατ’ ήχον διάταξη (Κων/πολη 1835, φωτοτυπική επανέκδοση, εκδόσεις “Κουλτούρα”, Αθήνα [1990]). Ειδικότερα, έχει εκτελεσθεί το σύνολο σχεδόν των Καλοφωνικών Ειρμών που περιέχονται (78 από τους 86).
  2. Το ίδιο, κατά τη Β΄ ενότητά του, τα κατ’ ήχον Κρατήματα (σ. 189-262), τα οποία έχουν εκτελεσθεί επίσης όλα, χωρίς καμιάν εξαίρεση (23 συνολικά). Πρόκειται, όπως σημειώνεται στην προμετωπίδα, για Κρατήματα “μελισθέντα παρά των νεωτέρων μουσικών διδασκάλων” που συγκεντρώθηκαν και ενσωματώθηκαν στο Καλοφωνικό Ειρμολόγιο (ως Β΄ Μέρος) ήδη κατά τον χειρόγραφο τύπο του.
  3. Oρισμένοι Καλοφωνικοί Ειρμοί έχουν εκτελεσθεί και κατά το Ταμείον Ανθολογίας (Κων/πολη 1824), στη μεταγραφή εδώ του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος, και μάλιστα με τα συσωματωμένα (από τον ίδιο) αντίστοιχα Κρατήματα. Η εκτέλεση των Καλοφωνικών αυτών Ειρμών κρίθηκε χρήσιμη και για την εμπειρία της ειδικής έντυπης μορφής με τα Κρατήματα (πρότυπης έκτοτε) και, κυρίως, για την εμπειρία της διαφορετικής μεταγραφής.
  4. Τέλος, έχουν εκτελεσθεί και ορισμένοι Καλοφωνικοί Ειρμοί της ύστερης περιόδου (μέσα 19ου αι. κ.εξ.), με ειδικό εξωτερικό χαρακτήρα, σπουδαίων και αντιπροσωπευτικών συνθετών (Νικολάου πρωτοψάλτου Σμύρνης και Σωτηρίου Βλαχοπούλου) από ανάλογες μεταγενέστερες εκδόσεις, και πρώτες πάντοτε δημοσιεύσεις (Σμύρνη 1867, Κων/πολη 1896).

Από το σύνολο ακριβώς όλων αυτών των ηχογραφήσεων έχει καταρτισθεί το Σώμα των Καλοφωνικών Ειρμών (ως Σώμα Δεύτερο της Σειράς “Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής”), και το οποίο περιλαμβάνει δεκατέσσερεις (14) ψηφιακούς δίσκους (CD), καταταγμένους όλους κατά τους ψάλτες-ερμηνευτές, με ταυτόχρονην ωστόσο εσωτερική χρονολογική διάταξη για τους Ειρμούς. Έτσι, με την παρούσα δομική συγκρότηση, καλύπτονται πλήρως η διαχρονική ανάπτυξη του είδους, ο πολυώνυμος συνθετικός πλούτος με όλα τα σχετικά αριστουργήματα (που αναδείχθηκαν μάλιστα στην πράξη), τέλος, η απορρέουσα από τον όγκο του υλικού αναγκαιότητα (και χρησιμότητα) μιας πολυπρόσωπης ερμηνευτικής προσέγγισης.

Σημασία της Έκδοσης

Το παρόν δισκογραφικό Σώμα των Καλοφωνικών Ειρμών συγκροτεί, από πολλές απόψεις, σπάνια περίπτωση στην ιστορία της καθόλου Εκκλησιαστικής μουσικής, ειδικά της νεώτερης. Δομή και περιεχόμενο συστήνουν, από κοινού, τον ουσιαστικό και πρωτότυπο χαρακτήρα του. Καταρχήν, πρόκειται για μιά σύμμεικτη, συνολική Αρχειακή και Συλλεκτική ιστορική έκδοση, η οποία συμπυκνώνει στον πυρήνα της πολλά ιδιόσημα και ασυνήθιστα χαρακτηριστικά.

  1. Το πρώτο, και βασικό, από αυτά είναι ότι εμπεριέχει όλους σχεδόν τους σπουδαίους Καλοφωνικούς Ειρμούς που η παράδοση ανέδειξε στην πράξη, με τη σταδιακή συγκρότηση και τον εμπλουτισμό του χειρόγραφου Καλοφωνικού Ειρμολογίου, αλλά και αρκετούς από τους μετέπειτα περισσότερο εξωτερικούς και νεωτερικούς (δηλαδή ένα ιστορικό υλικό τριακοσίων περίπου χρόνων, αρχές 17ου - αρχές 20ού αι.). Συγκεκριμένα: Από την πρώτη περίοδο, την καθαυτό κλασική (1600-1720), εκτός από τον πρώτο, καταστατικό ειρμό Η κάμινος σωτήρ ηχ α΄ του Αρσενίου του μικρού, περιέχονται επίσης ειρμοί του Γερμανού Νέων Πατρών (4), του πρώτου που καλλιέργησε ουσιαστικά το είδος, του μαθητή του Μπαλασίου ιερέως (9), του οποίου πολλοί ειρμοί είναι, στην πράξη, ποικιλματικές αναπτύξεις ειρμών του δασκάλου του, ορισμένοι των Δαμιανού Βατοπεδινού (1), Αθανασίου πατριάρχου (1) και Μελετίου Σιναΐτου του παλαιού (2), τέλος πολυάριθμοι του Πέτρου Μπερεκέτη (22), του σπουδαιότερου συνθέτη του συγκεκριμένου αυτού μουσικού είδους. Εδώ πρέπει να αναφερθούν ο περίφημος ειρμός Έφριξε γη ηχ πλ α΄ του Παναγιώτου Χαλάτζογλου και ορισμένα (4) Κρατήματα. Από την επόμενη (1720-1820) περιέχονται όλοι οι γνωστοί, και μοναδικοί, ειρμοί των μεγάλων μουσικών της περιόδου, του Ιωάννου πρωτοψάλτου Παιδοτόκον Παρθένον ηχ γ΄, του Πέτρου Πελοποννησίου Γόνυ κάμπτει ηχ γ΄, του Δανιήλ πρωτοψάλτου Μνήσθητι δέσποινα ηχ πλ β΄ και του Γεωργίου του Κρητός Την δέησίν μου δέξαι ηχ πλ δ΄. Εδώ πρέπει να προστεθούν επίσης και τα Κρατήματα (17 συνολικά) των δασκάλων της ίδιας περιόδου που έχουν συντεθεί αποκλειστικά ως συμπληρώματα στους παλαιούς και νέους Καλοφωνικούς Ειρμούς. Τέλος, από την ύστερη και τελευταία περίοδο (1820 - 1900) περιέχονται, κυρίως ως χαρακτηριστικά δείγματα νεωτερικών και εξωτερικών Καλοφωνικών Ειρμών, ο περίφημος Το όμμα της καρδίας μου ηχ πλ β΄ του Νικολάου πρωτοψάλτου Σμύρνης και τρεις του καινοτόμου στο είδος Κωνσταντινουπολίτη μουσικού Σωτηρίου Βλαχοπούλου (οι δύο με τα ειδικά Κρατήματά τους). Σύνολο Καλοφωνικών Ειρμών που περιέχονται στο Σώμα σαράντα εννέα (49), από τους οποίους οι δεκαπέντε (15) σε διπλή, από διαφορετικούς ερμηνευτές, εκτέλεση. Επίσης είκοσι (20) Κρατήματα.
  2. Το δεύτερο, και σπουδαιότερο (στην ουσία πολυτιμότατο), δεδομένο της παρούσας Έκδοσης είναι η πολυπρόσωπη συμμετοχή και, κυρίως, ο τρόπος ερμηνείας των μελών από τους συγκεκριμένους μεγάλους παραδοσιακούς ψάλτες. Πρόκειται για μοναδικό ιστορικό τεκμήριο, το οποίο πρέπει να θεωρείται ήδη ως εθνικό κειμήλιο και ως ζωντανό “ες αεί” ακουστικό Μνημείο. Και το οποίο έχει συντελεσθεί, πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα, χάρη στην έγκαιρη, αποφαστική σύλληψη, στη συντονισμένη επιλογή των πιο κατάλληλων (λαμπρών) ερμηνευτών και στην ακλόνητη εμμονή για ολοκλήρωση του στόχου. Καταρχήν, πρέπει να εξαρθεί ιδιαίτερα η πολύτιμη, από κάθε άποψη, συμμετοχή του Θρασύβουλου Στανίτσα. Πρώτα, γιατί καταγράφει μια μεγάλη ψαλτική παράδοση σε Ειρμούς που ψάλλονταν ακόμη, στον Χώρο του Oικουμενικού Πατριαρχείου, ως την εποχή του (Πάσαν την ελπίδα μου - Έφριξε γη - Εσείσθησαν λαοί - Συνέχομαι - Την δέησίν μου). Oι Ειρμοί αυτοί, από τους ωραιότερους και επισημότερους του είδους, επικράτησαν να ψάλλονται εκεί από πολύ ενωρίς (κωδικοποιημένοι ήδη στην Πανδέκτη, Κων/πολη 1850/1851, και από αυτήν στη Μουσική Συλλογή του Γεωργίου Πρωγάκη, Κων/πολη 1909/1910), αποτυπώνοντας λαμπρά το εκλεπτυσμένο επιχώριο αισθητήριο μιας ευρύτατης συλλογικής αποδοχής και διαχρονίας. Στο σημείο αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα (και απολύτως χαρακτηριστική) η μαρτυρία για την εκτέλεση των ειρμών Πάσαν την ελπίδα μου - Εσείσθησαν λαοί από τον Πρίγγο και τον Στανίτσα αντίστοιχα, σε Πατριαρχικό Πανηγυρικό Εσπερινό (στην Κωνσταντινούπολη του 1942), και η ισχυρή εντύπωση που προκαλούσαν στο εκκλησιαστικό κοινό ("Oι ψάλτες του Oικουμενικού Πατριαρχείου", έκδοση Συνδέσμου των εν Αθήναις Μεγαλοσχολιτών, Αθήνα 1996, σ. 68-69, και Ανθολογίες, Κασετίνα, τόμ. Α΄, σ. 78). Παρόμοια υπήρξεν επίσης και η αντίδραση ενός άλλου κοινού, όταν ο Στανίτσας έψαλλε σε Αθηναϊκό ναό το Έφριξε γη του Χαλάτζογλου (το 1962 καταχειροκροτούμενος). Ωστόσο, η μεγάλη ερμηνευτική τέχνη του Στανίτσα διαφαίνεται κυρίως στους υπόλοιπους πρωτο-ερμηνευόμενους Καλοφωνικούς Ειρμούς. Η απαράμιλλη αυτή πρωτογενής ερμηνεία, η οποία αναδεικνύει έξοχα τον βαθύτερο και ειδικό χαρακτήρα των μελών αυτών, καταφαίνεται περισσότερο στους κατεξοχήν έντεχνους και δομικά πιο σύνθετους ειρμούς του Μπερεκέτη Εν τη βροντώση καμίνω - Εν βυθώ κατέστρωσε ποτέ - Χαίρε πύλη Κυρίου - Από των πολλών μου αμαρτιών - Μουσικών οργάνων συμφωνούντων, όπως και στο συνθετικό αριστούργημα του είδους, τον ειρμό του Δανιήλ πρωτοψάλτου Μνήσθητι δέσποινα καμού. Τέλος, μοναδική πρέπει να θεωρηθεί, για την καθόλου ιστορία της Εκκλησιαστικής μουσικής, και η ερμηνεία του Στανίτσα στα Κρατήματα των Καλοφωνικών Ειρμών. Δεν είναι μόνο σ’ αυτά ο απαράμιλλος έγχρονος ρυθμός (ταχύς, ευκίνητος, σχεδόν ορχηστικός, όπως π.χ. στον τρίσημο του Αuεuα του Ιωάννου), αλλά και η με μοναδική φαντασία και αίσθηση απόδοση του εκάστοτε ειδικού ηχοχρώματος, πάνω απ’ όλα η συνεκτική (οργανική στην ουσία) εκφορά του σύνολου μελωδικού σχήματος. Δεδομένα τα οποία πρέπει να θεωρηθούν σήμερα ως κύριες συντεταγμένες, γενικότερα, του ερμηνευτικού “Κανόνα” των Κρατημάτων. Έτσι, το τρίπτυχο αυτό της ερμηνευτικής συμβολής του Στανίτσα στο ηχογραφημένο εδώ Σώμα των Καλοφωνικών Ειρμών αποτελεί μοναδικό ιστορικό τεκμήριο και σπουδαίο, ταυτόχρονα, καλλιτεχνικό μάθημα.

    Oι ερμηνείες του πατρός Διονυσίου Φιρφιρή στέκονται, από άποψη ιστορικής σημασίας, δίπλα σ’ εκείνες του Θρασύβουλου Στανίτσα. Πρώτα, γιατί οι ερμηνευτικές συντεταγμένες είναι κοινές (αρκεί να παραβληθούν οι δύο παράλληλες εκτελέσεις του ειρμού Συνέχομαι πάντοθεν δεινοίς, CD 2o, αρ. 1, Στανίτσας, και CD 6o, αρ. 6, πατήρ Διονύσιος), έπειτα, γιατί καταγράφεται και εδώ μια αντίστοιχη μεγάλη ερμηνευτική παράδοση (όπως αυτή του Αγίου Όρους), τέλος, γιατί και ο πατήρ Διονύσιος αποτυπώνει ένα προσωπικό ερμηνευτικό στίγμα εξαιρετικά ιδιότεχνο και απαράμιλλα εκφραστικό. Ειδικότερα, οι ερμηνείες του στους νεωτερικούς, εξωτερικούς Ειρμούς (του Νικολάου πρωτοψάλτου Σμύρνης και του Σωτηρίου Βλαχοπούλου) αποτελούν μοναδικό άκουσμα και περίτεχνο αποτύπωμα του ειδικού χαρακτήρα των μελών αυτών. Αντίθετα, οι ερμηνείες του μητροπολίτου Νικοδήμου Βαλληνδρά και εκείνες του Λεωνίδα Σφήκα έχουν μιαν άλλη, εξίσου ενδιαφέρουσα, διάσταση. Πέρα και εδώ από την ακραιφνή ιστορική προσέγγιση (που επικεντρώνεται στο ύφος, στον ρυθμό, στο χρόνο, ακόμη, στην ανάλυση και απόδοση των ειδικών μουσικών χαρακτήρων και φράσεων), το σπουδαιότερο και στους δύο είναι η αυτόματη σχεδόν απόδοση του αρχαϊκού χαρακτήρα των μελών αυτών (καθώς μάλιστα ψάλλουν ειρμούς μόνο της πρώτης περιόδου). Η πρωτογενής αυτή ερμηνεία, που δεν στηρίζεται (ακριβώς και γι’ αυτόν τον λόγο) σε ανάλογη ψαλτική οικείωση, καταδεικνύει πόσο καίρια μπορούν να αποδώσουν οι παλαιοί ψάλτες ακόμη και μέλη στα οποία δεν υπάρχει οικεία ακουστική εμπειρία. Από τις υπολειπόμενες, η ερμηνεία του Τσαμκιράνη συνδυάζει την πρωτογενή προσέγγιση με την ειδική γνώση και αίσθηση (στοιχούμενη περισσότερο προς την έντεχνη του Στανίτσα, της οποίας προφανώς είναι γνώστης και μέτοχος), ενώ, τέλος, του Ταλιαδώρου διαφοροποιείται απ’ όλες τις προηγούμενες, προσωπική, ιδιότεχνη, μετα-παραδοσιακή, γι’ αυτό και ηχεί στην ουσία, μέσα στο σύνολο, ως αλλότριον άκουσμα.

    Η σημασία όλων αυτών των ερμηνειών εξαίρεται ακόμη περισσότερο αν ληφθεί υπόψη η διπλή (καμιά φορά και τετραπλή) εκτέλεση πολλών ειρμών (15 συνολικά) από διαφορετικούς ψάλτες (ερμηνευτικά δείγματα σπουδαία για τις συγκλίσεις, αλλά και αποκλίσεις, που διαπιστώνονται). Η ιδιαιτερότητα, και η σημασία των ερμηνειών αυτών, διαφαίνεται ακόμη περισσότερο αν συγκριθούν, στο σύνολό τους, με άλλες ανάλογες που επισημαίνονται στη σύγχρονη δισκογραφία (μέσα στο πνεύμα της νεο-παραδοσιακής αναβίωσης των παλαιών μελών). Oι οποίες, επίπεδες και δύσκαμπτες οι περισσότερες, έξω συνήθως από οποιαδήποτε ιστορική αντίληψη, αποδεικνύουν, άλλη μια φορά, την πολύτιμη συμβολή της προφορικής ερμηνευτικής παράδοσης στην ορθή απόδοση παρόμοιων μελών. Και καθώς πολλά, στον τόπο αυτόν, ανακαλύπτονται συνήθως όταν χαθούν, πρέπει να θεωρηθεί μεγάλο ευτύχημα η συγκυρία να καταγραφεί ηχητικά το σπάνιο αυτό ιστορικό μουσικό είδος, έστω και στην έσχατη δύση του ζωντανού ερμηνευτικού του βίου. Έτσι, μια μακρόχρονη και επίμονη προσπάθεια βρίσκει εδώ την πρακτική της δικαίωση προσφέροντας το σπάνιο αυτό πολυώνυμο συνθετικό και ερμηνευτικό Σώμα των Καλοφωνικών Ειρμών. Το οποίο θα πρέπει να θεωρείται ήδη μοναδικό στην ιστορία όχι μόνο της Εκκλησιαστικής, αλλά και της καθόλου, γενικότερα, Εθνικής μουσικής και μουσικολογίας.

Συμπληρωματικά

Όλοι οι δημοσιευόμενοι (78) Καλοφωνικοί Ειρμοί και τα αντίστοιχα (20) Κρατήματα των Καλοφωνικών Ειρμών στους 14 ψηφιακούς Δίσκους παρουσιάζονται και σχολιάζονται αναλυτικά, και διατεταγμένοι χρονολογικά, με τις επιμέρους Ερμηνείες τους, στο συνοδευτικό Βιβλίο (τομ. Α', σ. 49 – 133 της Έκδοσης και σήμερα στο αντίστοιχο αυτόνομο υπό τον τίτλο “Μνημεία και Σύμμεικτα Εκκλησιαστικής Μουσικής. Εκδοτικές Σειρές - Κείμενα - Σχολιασμοί (1999-2010)”, Έκδοση Κέντρου Ερευνών και Εκδόσεων, Αθήνα 2011, και υπό τα γενικά κεφάλαια “Επιμέρους Μέλη και Σχολιασμοί” για τους Καλοφωνικούς Ειρμούς (σ. 189 – 236) και “Κρατήματα Καλοφωνικών Ειρμών” (σ. 236- 51).

Συγκεκριμένα παρουσιάζονται:

Από την “Περίοδο Πρώτη 1600-1720” ο Ειρμός Η κάμινος σωτήρ ήχ α' του Αρσενίου του μικρού (σ. 189-90), οι 4 του Γερμανού Νέων Πατρών (σ. 190-93), οι 9 του Μπαλασίου ιερέως (σ. 193-98), οι Ειρμοί του Δαμιανού Βατοπεδινού, του Αθανασίου Πατριάρχου, του Μελετίου Σιναϊτου του Παλαιού (σ. 198-201), οι 22 του Πέτρου Μπερεκέτη (σ. 201-25) και ο Ειρμός Έφριξε γη ηχ πλ α' του Παναγιώτου Χαλάτζογλου (σ. 225-27).

Από την “Περίοδο Δεύτερη 1720-1820” οι Καλοφωνικοί Ειρμοί Παιδοτόκον Παρθένον ήχ γ' του Ιωάννου πρωτοψάλτου (σ. 228-29), Γόνυ κάμπτει ηχ γ' του Πέτρου Πελοποννησίου (σ. 229-30), Μνήσθητι Δέσποινα καμού ηχ πλ β' του Δανιήλ πρωτοψάλτου (σ. 230-31), και Την δέησίν μου δέξαι την πενιχράν ηχ πλ δ' Γεωργίου του Κρητός (σ. 231-32)

Από την “Περίοδο Τρίτη 1820-1900” οι Καλοφωνικοί Ειρμοί Το όμμα της καρδίας μου ηχ πλ β' του Νικολάου πρωτοψάλτου Σμύρνης (σ. 233-34) και οι 3 του Σωτηρίου Βλαχοπούλου (σ. 234-36).

Από τα “Κρατήματα Καλοφωνικών Ειρμών” παρουσιάζονται, και σχολιάζονται, με τις ερμηνείες τους τα είκοσι (20) Κρατήματα της Έκδοσης, συγκεκριμένα του Μελετίου Σιναϊτου (1), του Παναγιώτου Χαλάτζογλου (2) και (1) Ανώνυμο του 18ου αι. (σ. 137-38), τα πέντε (5) του Ιωάννου πρωτοψάλτου (σ. 138-42), τα δύο (2) του Δανιήλ πρωτοψάλτου (σ. 142-43), τα έξι (6) του Πέτρου Πελοποννησίου (σ. 243-47), τέλος τα Κρατήματα του Ιακώβου πρωτοψάλτου (1), Γεωργίου του Κρητός (2), και Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος (2) (σ. 247-51).