Αρχική » Αρχείον Εκκλησιαστικής Μουσικής » Πατριαρχικά Μουσικά Αρχεία

Πατριαρχικά Μουσικά Αρχεία
Ζωντανές Ηχογραφήσεις στον Πατριαρχικό Ναό και σε άλλους Ναούς της Κωνσταντινούπολης (1956-1966)



ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ



ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Στους δημοσιευόμενους εδώ δεκαπέντε (15) ψηφιακούς δίσκους, με τους οποίους εγκαινιάζεται η Σειρά «Αρχείον Εκκλησιαστικής Μουσικής» (τρίτη μετά τα «Μνημεία» και «Σύμμεικτα»), περιέχεται πρωτογενές υλικό από τα «Πατριαρχικά Μουσικά Αρχεία». Πρόκειται για ζωντανές (ερασιτεχνικές) ηχογραφήσεις, οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί κυρίως στον Πατριαρχικό Ναό, και σε ορισμένους άλλους Ενοριακούς της ευρύτερης Κωνσταντινούπολης. Η συγκεκριμένη επιλογή έχει γίνει από ένα μεγαλύτερο σε όγκο ηχογραφημένο υλικό με βάση κριτήρια ιστορικά, ψαλτικά, λειτουργικά, ακόμη και τεχνικά (ο σχετικά καλός ήχος). Από το σύνολο των δεκαπέντε αυτών δίσκων, ο πρώτος (CD 1o) περιέχει μέλη από Ακολουθίες σε ενοριακούς ναούς (στο Σκούταρι και στο Μπεσίκτας), οι επόμενοι δέκα (CD 2ο-11ο) μέλη από Ακολουθίες αποκλειστικά στον Πατριαρχικό ναό, και οι υπόλοιποι τέσσερεις μέλη από στοχευμένες εξω-λειτουργικές ηχογραφήσεις, ένας (CD 12o) με μονωδιακά του Πρίγγου, δύο (CD 13ο-14ο) με μονωδιακά επίσης του Στανίτσα, και ένας (CD 15ο) με χορωδιακά από εκδηλώσεις σε Αίθουσες του Συνδέσμου Μουσικοφίλων Πέραν.

Στους δίσκους αυτούς, οι οποίοι καλύπτουν μιάν κατά συγκυρία κρίσιμη και μεταβατική περίοδο (τη δεκαετία 1956-1966), ψάλλουν λαμπροί και σπουδαίοι ψάλτες. Και πρώτος ο Κωνσταντίνος Πρίγγος, στα τρία τελευταία χρόνια της πρωτοψαλτείας του (1956-1959). Έπειτα, ο Θρασύβουλος Στανίτσας, στα τρία τελευταία επίσης χρόνια της λαμπαδαρίας του (1956-1959) και σ’εκείνα της πρωτοψαλτείας του (1960-1964). Κοντά σ’ αυτούς, ο Νικόλαος Δανιηλίδης, είτε ως δομέστικος του Κωνσταντίνου Πρίγγου, είτε ως Άρχων λαμπαδάριος (1961-1963), είτε ως πρωτοψαλτεύων (1959-1960, 1964-1965). Ακόμη, ο τότε διάκονος πατήρ Παναγιώτης Τσινάρας, καλύπτοντας καθήκοντα λαμπαδαρίου (1964-1966), και ο Βασίλειος Νικολαΐδης στα δύο πρώτα χρόνια της πρωτοψαλτείας του (1965-1966). Πλειάδα ολόκληρη σε συγκυριακή πράγματι συνύπαρξη και σε ειδική ιστορική στιγμή (αμέσως μετά το 1955). Ψάλτες οι οποίοι υπηρετούν όλοι πιστά τους συντεταγμένους ερμηνευτικούς κανόνες στο ύφος και στην παράδοση της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, αλλά και ταυτόχρονα όλοι με τις ιδιαίτερες, και ενδιαφέρουσες, υφολογικές τους αποχρώσεις. Ο Κωνταντίνος Πρίγγος, ηγεμονικός και εμβατηριακός, λιτός και δωρικός στη μελισματική του εκφορά, με έμφαση στον τονισμό και στη δυναμική απόδοση του μουσικού και ποιητικού κειμένου, με ουσιαστικό βάθος και πνευματικότητα. Ο Θρασύβουλος Στανίτσας, περισσότερο μελισματικός και ηδύς, αλλά εξίσου έντεχνος και ρυθμοτονικός, ένας μοναδικός στυλίστας, υψιπετής εκφραστής του σύνολου Πατριαρχικού χώρου και της ευρύτερης Κωνσταντινούπολης γενικότερα. Ο Νικόλαος Δανιηλίδης, «ελάσσων» κατά την τάξη, αλλά το ίδιο λαμπρός ερμηνευτής των πατριαρχικών μελών, ευρύσθενος και δυναμικός, πιστός στο δίδαγμα του και δασκάλου του Κωνσταντίνου Πρίγγου. Ο πατήρ Παναγιώτης Τσινάρας, ιδιαίτερα αναλυτικός και ιδιόφωνος, αρχαιοπρεπής, με πλούσιο και βαθύ αίσθημα, παραπέμποντας περισσότερο στο παλαιό ευρύτερο Κωνσταντινουπολίτικο ερμηνευτικό ιδίωμα. Ο Βασίλειος Νικολαΐδης τέλος, λιτός και δωρικός επίσης, εν μέτρω μελισμα-τικός, έγχρονος και ρυθμικός, με ήπιο και διαυγές εκκλησιαστικό ηχόχρωμα, ένας σπουδαίος πατριαρχικός ερμηνευτής ισάξιος των προηγουμένων. Ψάλτες όλοι οι οποίοι υπηρετούν και αναδεικνύουν δραστικά, ως ζωντανό στην περίπτωση άκουσμα, τη μεγάλη ψαλτική παρακαταθήκη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας (και της Κωνσταντινούπολης γενικότερα).

Πρώτη βασική διαπίστωση, από το σύνολο του υλικού, είναι ότι όλοι ψάλλουν τα ίδια κατά παράδοση, και καθιερωμένα στον Πατριαρχικό ναό, μέλη, και από συγκεκριμένα μουσικά Βιβλία. Μάλιστα, για την περίπτωση, κατά τον τρόπο και τη μελισματική εκφορά του Κωνσταντίνου Πρίγγου, όπως αυτά τα είχεν επιβάλει ήδη η εκσυγχρονιστική ιδιοφυΐα του μεγάλου αυτού πατριαρχικού μουσικού και ψάλτη. Καταρχάς, από τα Παπαδικά μέλη, τα κλασικά που ψάλλονται εδώ (κατά την «Μουσική Συλλογή» του Γεωργίου Πρωγάκη, τόμ. Α΄-Γ΄, Κων/πολη 1909/ 1910, το επισημότερο μουσικό Βιβλίο των πατριαρχικών ψαλτών, και ορισμένα κατά την «Λειτουργία» του Κωνσταντίνου Πρίγγου, τόμ. Α΄-Β΄, Αθήνα 1973-1974) είναι: το αρχαίο τετράσημοΦως ιλαρόν ήχος β΄ (το οποίο έκτοτε αντικαταστάθηκε με το νεωτερικό σύντομο), το αργό δίχορο Τη υπερμάχω ήχος πλ δ΄, η παλαιά φήμη Τον δεσπό- την και αρχιερέα ήχος βαρύς (σε πολλαπλές καταχωρήσεις), το εμβληματικό Άνωθεν οι προφήται ήχος βαρύς του Ιωάννου Κουκουζέλη (στην συντετμημένη μορφή του Κωνσταντίνου πρωτοψάλτου †1862), τα αργά Αινείτε ήχος α΄ (πολλαπλές καταχωρήσεις) και Κύριε εκέκραξα ήχος α΄ από τα αντίστοιχα αργά Πασαπνοάρια και Κεκραγάρια του Ιακώβου πρωτοψάλτου, το πυρρίχειο σχεδόν, αρχαίο Την γαρ σην μήτραν ήχος α΄ Κε της Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου (κατά την εκδοχή του Κωνσταντίνου Πρίγγου), τα δύο παλαιά μέλη της Λειτουργίας των Προηγιασμένων Νυν αι δυνάμεις ήχος πλ β΄ «ως ψάλλεται απαραλλάκτως εν τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία» (και κατά την μελισματική εκδοχή του Κωνσταντίνου Πρίγγου) και κυρίως το Γεύσασθε και ίδετε ήχος α΄ τετράφωνος Ιωάννου του Κλαδά (πολλαπλές καταχωρήσεις, επίσης κατά την εκδοχή του Κωνσταντίνου Πρίγγου), και ορισμένα άλλα. Τα Ειρμολογικά μέλη, κυρίως οι αργές ή σύντομες Καταβασίες, Χριστουγέννων, Θεοφανείων, Αναλήψεως, Πεντηκοστής, και άλλες, όσες παρατίθενται εδώ, ψάλλονται παντού στο μέλος του Πέτρου Πελοποννησίου, και κατά την μελισματική εκδοχή του Ιωάννου πρωτοψάλτου («Ειρμολόγιον των Καταβασιών», α΄ έκδ. Κων/πολη 1839, 51903), ενώ τα στιχηρά Εορτών του Ενιαυτού (Ιδιόμελα, Αίνοι, Δοξαστικά), κατά την εκδοχή του Κωνσταντίνου Πρίγγου («Μουσική Κυψέλη», α΄ έκδ. Κων/πολη 1952, γ΄ Αθήνα 1969). Απεναντίας, τα της Μ. Εβδομάδος ψάλλονται όλα κατά την μελοποιητική μορφή του Κωνσταντίνου Πρίγγου («Η Αγία καιΜεγάλη Εβδομάς», α΄ έκδ. Κων/πολη 1952, β΄Αθήνα 1969), όπως εξακολουθεί να γίνεται και μέχρι σήμερα, ειδικά το εμβληματικό Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις ήχος πλ δ΄ (αργό και σύντομο, και τα δύο σε πολλαπλές καταχωρήσεις και εκτελέσεις εδώ από Πρίγγο, Στανίτσα, Δανιηλίδη, Νικολαΐδη). Στην μελισματική εκδοχή του Κωνσταντίνου Πρίγγου ψάλλονται επίσης και τα μέλη της Μ. Τεσσαρακοστής (Δοξαστικά, Ιδιόμελα, Ειδικά σύντομα μέλη), όπως αυτά καταγράφονται (και εκτελούνται εδώ) από τον Θρασύβουλο Στανίτσα (στο «Μουσικόν Τριώδιον» του ίδιου, Αθήνα 1969). Ένας ψαλτικός Κανόνας ειδικός και απαραβίαστος, ο οποίος επιτάσσει να ψάλλονται, γενικότερα, στον Πατριαρχικό ναό μόνο κλασικές συνθέσεις πατριαρχικών πρωτοψαλτών και λαμπαδαρίων (εμπλουτισμένος σήμερα με ορισμένες αναγκαίες παρεκβάσεις). Ουσιώδες και αυτό δείγμα ότι στη λειτουργική και ψαλτική παράδοση της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας δεν πρωτεύει η επιδεικτική καινοτομία, αλλά η βιωμένη στην πράξη, από τον ιστορικό χρόνο, απόδοση και ερμηνεία, με τις εκάστοτε αναγκαίες μόνο, και κατάλληλες, «στοχαστικές προσαρμογές».

Πέρα ωστόσο από τα συγκεκριμένα και ειδικά μέλη, το πιο σημαντικό στην περίπτωση εδώ είναι ο τρόπος που ψάλλονται, το ύφος, ο ρυθμός, η εκφορά. Το ύφος καταρχάς, παντού ανεπιτήδευτο, ηδύ, βαθύτατα στοχαστικό, και ταυτόχρονα αυστηρό, στιβαρό, επίσημο. Η εκφορά εξίσου λιτή, στιβαρή, αβίαστα πεποικιλμένη, με την ανάλυση των ποιοτικών χαρακτήρων εκεί που πρέπει και όπως πρέπει, μέσα στη φυσική ροή του μέλους, χωρίς τεχνοτροπικές επιτηδεύσεις ή άλλα δεξιοτεχνικά τεχνάσματα. Πάνω απ’ όλα ο ρυθμός, στοιχείο ηγεμονικό και πρωτεύον, καθώς σ’ αυτόν υποτάσσεται η μελωδία. Ο κατάλληλος αναγκαίος χρόνος και ρυθμός σε όλα τα είδη της καθαυτό ψαλμωδίας. Ταχύς, πυκνός και καλπάζων στα σύντομα συλλαβικά, εξίσου δυναμικός, εκφραστικός, και ρέων στα αργοσύντομα, το ίδιο και στα ιδιαίτερα αργά, για τις ειδικές λειτουργικές ανάγκες, παπαδικά μέλη. Αλλά και γενικότερα. Παρά το πλήθος των ψαλτών, και των διαφορετικών σε είδος Ακολουθιών, δεσπόζει παντού μια χαρακτηριστική ταυτόσημη ομοιογένεια στον τρόπο και στο ήθος της ψαλτικής εκφοράς. Σε τόνους ήπιους και μεστούς, παράλληλα υψιπετείς και κατανυκτικούς, αναδύεται έντονα η βαθειά πνευματικότητα της λειτουργικής ατμόσφαιρας. Ψαλμωδία η οποία δεν προβάλλεται ως αυτοσκοπός (ως αυτόνομη «ψαλτική τέχνη»), αλλά λειτουργεί ως υπηρετική και διαμεσολαβητική για την ουσιαστική επιτέλεση του οικείου εκκλησιαστικού γεγονότος. Και μάλιστα παντού κατά τον χαρακτήρα και το είδος των μελών. Ένας μοναδικός εκκλησιαστικός ήχος, στον οποίο αναδύεται σταθερά οίστρος, ευφροσύνη, πανδαισία, μέθεξη. Ένας ήχος στον οποίο το ψαλτικό Εγώ υποτάσσεται αυτοπροαιρέτως, με γνώση και επίγνωση, στον τρόπο και στο ήθος της πατριαρχικής ψαλτικής εκφοράς. Χωρίς καμιάν απολύτως σχέση με την ευσεβιστική, γυμνή και άσαρκη, ψαλμωδία των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων της ίδιας εποχής, αλλά και την εν γένει τετραφωνική και δυτικότροπη των μεγάλων ναών του καθαυτό Ελλαδικού κέντρου. Η ψαλτική εκφορά της πατριαρχικής Κωνσταντινουπολίτικης παράδοσης, όπως αυτή εκφέρεται εδώ στον Πατριαρχικό ναό, στους Ενοριακούς, ακόμη και στις Αίθουσες εκδηλώσεων (με την ταυτόφωνη Χορωδιακή συνηχία της), αποτυπώνει παντού έναν κόσμο υψηλής πνευματικότητας και ειδικού, γενικότερα, εκλεπτυσμένου πολιτισμού. Ένα υψηλό ταυτόχρονα καλλιτεχνικό μήνυμα που εκπέμπτεται από μιαν εκκλησιαστική τέχνη άρρηκτα συνδεδεμένη με το ευρύτερο συλλογικό σώμα ενός ακμάζοντος (και εμπερίστατου παρόλ’ αυτά) αστικού Ελληνισμού. Είναι ακριβώς το ευρύτερο, μεγάλο δίδαγμα των συμπτωματικών αυτών ζωντανών ιστορικών ηχογραφήσεων (όπως αποτυπώνονται ενδεικτικά στην παρούσα αρχειακή Συλλογή).

Ένα άλλο ιδιαίτερα σημαντικό ακόμη στοιχείο της Πατριαρχικής ψαλμωδίας εδώ είναι ο τρόπος εκφοράς του ισοκρατήματος και η εν γένει συμμετοχή των μικρών κανοναρχών. Η συμμετοχή των παιδικών κανοναρχών, σε εποχή μεγάλης ακμής των πατριαρχικών Χορών, παρουσιάζεται το ίδιο ενεργή και δυναμική. Η φωνητική τους παρουσία κυριαρχεί παντού, καθώς κανοναρχούν, συμψάλλουν, «παίρνουν» καταλήξεις, ισοκρατούν. Η εντύπωση από την συμμετοχή αυτή παραμένει ανεξίτηλη, όπως μάλιστα οι παιδικές φωνές συμπλέκονται αριστοτεχνικά (παρά τις κάποιες φυσιολογικές αστοχίες) με εκείνες των μεγάλων πρωτοψαλτών και λαμπαδαρίων. Μια ζωντανή «ευθύς εκ νέων» (αμέσως από την παιδική ηλικία) μύηση στην ακραιφνή πατριαρχική ψαλμωδία (και μήτρα μεγάλων πατριαρχικών ψαλτών). Το δεύτερο άξιο σχολιασμού είναι ο τρόπος σήμανσης και εκφοράς του ισοκρατήματος. Όπως έχει ήδη και αλλού επισημανθεί, το ισοκράτημα αποτελεί, σημειολογικά, ένα σπουδαίο «ησυχαστικό» στοιχείο της ψαλμωδίας. Πέρα από τον καθαρά μουσικό λειτουργικό του ρόλο (την υποστήριξη του ψάλτη και της μελωδίας), συμβάλλει ταυτόχρονα, και μάλιστα αποφασιστικά, στο να τονισθεί ο πνευματικός και υπερβατικός χαρακτήρας της μουσικής αυτής, και από την άποψη αυτή πρέπει να θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός ο τρόπος σήμανσης και εκφοράς του. Πολύ περισσότερο που αποτελεί κατά παράδοση προφορικό στοιχείο της εκκλησιαστικής ψαλμωδίας. Όπως διαπιστώνεται, στα ηχογραφημένα εδώ μέλη το ισοκράτημα είναι σχεδόν παντού ισοτονικό, σταθερά στη δεσπόζουσα τονική του μέλους, με μικρές μόνο, και όπου θεωρούνται απολύτως αναγκαίες, τονικές μεταβολές. Και στην εκφορά, ηπιόφωνο (και λεπτόφωνο στην περίπτωση των παιδικών κανοναρχών), σχεδόν ανεπαίσθητο, ένας στην ουσία απαλός, συνεχόμενος φθόγγος, ο οποίος ενισχύει αποφασιστικά το κύριο εκφωνούμενο μέλος. Μάλιστα στην περίπτωση των μικρών κανοναρχών, η συνεκφώνηση μέλους και ισοκρατήματος λειτουργεί απολύτως αντιστικτικά, παράγοντας ένα εντυπωσιακό αισθητικό αποτέλεσμα (ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στην περίπτωση του πατρός Τσινάρα, CD10o, αρ. 5 και CD 11o, επίσης αρ. 5). Μοναδικό, στο σύνολό του, άκουσμα, δίδαγμα και υπόδειγμα του «ησυχαστικού» πράγματι χαρακτήρα του ισοκρατήματος. Και εδώ χωρίς καμιάν απολύτως σχέση με τα επικρατούντα στον Ελλαδικό χώρο σύγχρονα εναρμονικά, και συνεχώς εναλλασσόμενα, ισοκρατήματα και την έντονη (συχνά αντιαισθητική και λαρυγγόφωνη) εκφορά τους. Πολύτιμος οδηγός, και στην περίπτωση αυτήν, η πατριαρχική εμπειρία για το τόσο ιδιάζον προφορικό αυτό συστατικό της γνήσιας, αυθεντικής (και ιστορικής) εκφοράς των εκκλησιαστικών μελών.

Το κύριο Υλικό της Συλλογής (CD 1o-12o) προέρχεται από τα Πατριαρχικά Μουσικά Αρχεία. Πρόκειται για τυχαίες ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες πραγματοποιήθηκαν από τον τότε πατριαρχικό διάκονο, και μετέπειτα μητροπολίτη Λύστρων, Καλλίνικο Αλεξανδρίδη. Στο κύριο αυτό πατριαρχικό υλικό έχουν προστεθεί δύο ακόμη επιμέρους σχετικά Αρχεία. Το πρώτο είναι μια μοναδικής ιστορικής σημασίας καταγραφή, η οποία αναζητήθηκε (και εξασφαλίσθηκε χάρη στην αποτελεσματική συνδρομή της Κυρίας Laura Oliveti) από τα Αρχεία του Radio Vaticana, και η οποία έχει καταχωρηθεί εδώ οιονεί ως Παράρτημα (CD 11o, αρ. 8 και 9). Αφορά την τελετή στον Καθεδρικό ναό του Αγ. Ιωάννου του Λατερανού της Ρώμης (24 Ιαν. 1972) κατά την παράδοση του «Τόμου Αγάπης» από την πατριαρχική Αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον τότε μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα και με συμμετοχή του νυν Μεγάλου Πρωτοπρεσβυτέρου πατρός Γεωργίου Τσέτση, και στην οποία έψαλλε ο Άρχων πρωτοψάλτης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Θρασύβουλος Στανίτσας (απ’ όπου και δημοσιεύονται εδώ, ενδεικτικά, το Κεκραγάριο και ο Απόστολος). Το δεύτερο (CD 13o-15o) είναι στοχευμένες ηχογραφήσεις με μονωδιακές εκτελέσεις του Θρασύβουλου Στανίτσα και άλλες με χορωδιακά Εκδηλώσεων (οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί από τον Κωνσταντίνο Μήλλα και οι οποίες κατατίθενται από προσωπικό Αρχείο στην πατριαρχική εδώ Συλλογή όπου και φυσιολογικά ανήκουν). Με τις προσθήκες αυτές ενισχύεται εντελώς ιδιαίτερα ο συλλεκτικός και ιστορικός χαρακτήρας της παρούσας πατριαρχικής μουσικής έκδοσης. Ειδικά, το πρώτο τεκμήριο επειδή καταγράφει την δυναμική ιστορική παρουσία της πατριαρχικής ψαλτικής παράδοσης στην καρδιά ακριβώς του επίσημου Καθολικού κόσμου.

Η ολοκλήρωση της έκδοσης χρειάσθηκε μία πλήρη εικοσαετία (1998-2018), από την πρώτη αποστολή του αρχειακού υλικού (τμηματικά και με συμβολικό τρόπο) ως την συγκεκριμένη μορφή με την οποία παρουσιάζεται σήμερα. Η εικοσαετία αυτή καλύπτει, στο πρώτο στάδιο, την ψηφιακή μεταγραφή, την καταρχήν διαλογή από ένα μεγάλο σε όγκο και εν πολλοίς ακατάστατο υλικό, την εκλογή στη συνέχεια του αναγκαίου και κατάλληλου προς έκδοση, την χρονολογική και λοιπή εσωτερική ταξινόμηση, και τέλος την οριστική, και κατά το δυνατόν ομοιογενή, ηχητική επεξεργασία (Studio της Fabel Sound, τεχνικός Θοδωρής Χρυσανθόπουλος, ολοκλήρωση 2009). Ταυτόχρονα, την παράπλευρη, μακροχρόνια (2008-2015) δικαστική εκκαθάριση υπέρ του Πατριαρχείου και διαμάχη με ιδιώτη (Χρήστος Τσιούνης), ο οποίος, στο όνομα δήθεν δικαιωμάτων του Στανίτσα, δημοσίευσε αυθαιρέτως και κακοβούλως, και διέθετε στο εμπόριο, μεγάλο μέρος του Πατριαρχικού Μουσικού Αρχείου, και μάλιστα σε κάκιστη, αλλοιωμένη ηχητική μορφή. Στο ύστερο στάδιο (2015-2018) καλύπτει την συγγραφή των αναγκαίων ιστορικών και σχολιαστικών κειμένων, την παράλληλη φωτογραφική τεκμηρίωση, την ανιχνευτική επισήμανση των αντίστοιχων μουσικών κειμένων, και, τέλος, την καθολική τυπογραφική και αισθητική επιμέλεια του σύνολου εκδοτικού εγχειρήματος. Στο Βιβλίο εδώ ο βασικός σχολιαστικός πυρήνας των μελών πλαισιώνεται από δύο ειδικά και ουσιώδη παραπληρωματικά τμήματα. Το πρώτο, ως Εισαγωγή (και ως Μέρος Α΄), είναι ένα συνοπτικό διάγραμμα της ιστορικής διαδρομής της Εκκλησιαστικής μουσικής στον χώρο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας από την Άλωση ως τον Εικοστό αιώνα, με τον ίδιο ενδεικτικό τίτλο «Η Εκκλησιαστική Μουσική και η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία (1453-20ός αι.)». Το άλλο (πρόσθετο, ως Μέρος Δ΄) είναι η παράθεση των μουσικών Κειμένων, από τα οποία ψάλλονται κατά τεκμήριο τα ηχογραφημένα μέλη (στο συνολικό Σώμα των 15 CD). Τα σύντομα Ειρμολογικά και Στιχηραρικά μέλη, όπως και ορισμένα κλασικά Παπαδικά, ψάλλονται πάντοτε στον Πατριαρχικό ναό, κατά την τάξη, από μνήμης (όπως πρέπει να υποτεθεί ότι συμβαίνει και στα ηχογραφημένα εδώ). Ωστόσο, αν εξαιρέσει κανείς μόνο κάποια κατά παράδοση προφορικά, όλα αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα μουσικά Βιβλία, στα οποία έχει κωδικοποιηθεί, κατά καιρούς, η ενεργή πατριαρχική ψαλτική παράδοση. Έτσι, έγινε δυνατόν να επισημανθούν σχεδόν όλα, τα οποία και παρατίθενται (κατά CD) στο Δ΄ αυτό Μέρος. Και με μιάν, ταυτόχρονα, βασική διαπίστωση: ότι όλα σχεδόν εκτελούνται κατά την μελισματική ανάπτυξη του μεγάλου σύγχρονου πατριαρχικού μουσικού και ψάλτη Κωνσταντίνου Πρίγγου και ότι, επιπλέον, όλα ψάλλονται επίσης, σε κάθε περίπτωση, με μεγάλη πιστότητα προς τα αντίστοιχα έντυπα μουσικά κείμενα.

Την έκδοση ανέλαβε και πραγματοποιεί ο μη κερδοσκοπικός φορέας «Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων» (με την ενίσχυση του Υπουργείου Αιγαίου, 2007). Με την διακριτική επιλογή της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίου Κυρίου Βαρθολομαίου, και της περί Αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου, για την ανάληψη και πραγμάτωση του Έργου από τον επιμελητή της έκδοσης, και του οποίου η παντοιοτρόπως βαρύνουσα συμπαράσταση υπήρξε δαψιλέστατη. Με την ελπίδα το αποτέλεσμα να δικαιώνει σήμερα την προσδοκία και την αυτοπροαίρετη εμπιστοσύνη του. Ειδική μνεία απαιτεί και ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Γεώργιος Τσέτσης, για την όλη αγαστή και ομόψυχη εν παντί συνεργασία, και γιατί ανέλαβε, με τη βαθειά βιωμένη εμπειρία και γνώση του πατριαρχικού μουσικού περιβάλλοντος, μάλιστα της εποχής του ηχογραφημένου υλικού, να επιβεβαιώσει ως φυσικό και οικείο το ηχητικό αποτέλεσμα και όλες τις συνακόλουθες σχολιαστικές επισημάνσεις. Για να μπορεί έτσι το Έργο να δικαιώσει, τουλάχιστον επί της ουσίας, έναν ανεξάντλητο, ανυποψίαστο μόχθο.

Η μεγάλη πατριαρχική μουσική και ψαλτική παράδοση ευτύχησε να καταγραφεί, περιστασιακά και τυχαία, στη ζωντανή λειτουργική της έκφραση σε μιαν εποχή ακμής των Πατριαρχικών Χορών και του αστικού Ελληνισμού της Πόλης. Σε μιαν εποχή που οι ηχητικές καταγραφές στον χώρο της Εκκλησιαστικής μουσικής ήταν κάτι το ασυνήθιστο και εξαιρετικά σπάνιο. Η παρούσα πατριαρχική αρχειακή Συλλογή, με τους δεκαπέντε (15) ψηφιακούς δίσκους και όλα τα συνοδευτικά υποστηρικτικά κείμενα, φέρνει έντονη τη σφραγίδα της ιστορικότητας, μάλιστα καθώς εκτείνεται στη διάρκεια μιας δεκαετίας σημαντικής και κρίσιμης. Ταυτόχρονα, αποτελεί έναν ζωντανό τύπο (και μέτρο) για το τί σημαίνει στην πράξη αυθεντική εκφορά των Εκκλησιαστικών λειτουργικών μελών. Όταν την ίδια εποχή κυριαρχεί στο Ελλαδικό κέντρο η άσαρκη ψαλμωδία των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων και η δυτικότροπη ροπή του επίσημου εκκλησιαστικού σώματος. Και όταν επιπλέον σήμερα η νεο-παραδοσιακή ερμηνευτική εκδοχή προβάλλει, με αυτάρεσκη εμμονή, ως αυθεντικότητα απλά μιμητικά εξωτερικά γνωρίσματα, χωρίς να αντιλαμβάνεται καν το ουσιαστικό βάθος και τον χαρακτήρα της ιερής αυτής μουσικής. Από την άποψη αυτή, το παρόν μετά χείρας δισκογραφικό Σώμα παραμένει ένα μοναδικό Μνημείο-δείκτης για τη μουσική εκκλησιαστική Θεωρία και Πράξη στον χώρο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και Κειμήλιο, γενικότερα, της καθόλου Ορθόδοξης λατρευτικής και λειτουργικής μουσικής έκφρασης.