Μανουήλ Δούκας ο Χρυσάφης (Ακμή περ. 1440 - 1465)
Ο τελευταίος μεγάλος μουσικός του Βυζαντίου, λαμπαδάριος του "ευαγούς βασιλικού κλήρου" (Αγ. Σοφίας) και ταυτόχρονα οικείος των δύο τελευταίων Παλαιολόγων (Ιωάννη και Κωνσταντίνου). Εκτός από το Στιχηράριο και το παρεπόμενο Μαθηματάριό του, στο όνομα του Χρυσάφη φέρονται μελοποιημένα και πάμπολλα Παπαδικά μέλη: Αλληλουάρια, Ανοιξαντάρια, Oίκοι του Ακαθίστου, Κατανυκτικά νεκρώσιμα (κείμενο και μέλος συχνά του ίδιου), πολυάριθμα Θεοτοκία, Μαθήματα και Κρατήματα, ακόμη Χερουβικά, Κοινωνικά των Κυριακών, της Εβδομάδας και του Ενιαυτού, Στίχοι Καλοφωνικοί (ένας μάλιστα "ποιηθείς δι' ορισμού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου"), Τιμιωτέρες, Φήμες και Πολυχρονισμοί, και πολλά άλλα. Το έργο του στο σύνολό του, μεγάλο σε όγκο και σπουδαιότητα, κυριάρχησε σχεδόν ολοκληρωτικά ως τα μέσα του 17ου αι., ενώ πολλά από τα μέλη του παρέμειναν σε χρήση σχεδόν ως τις ημέρες μας. Στη σειρά "Σύμμεικτα" (CD 6ο) περιλαμβάνονται δύο αρχαία μέλη του. Το πρώτο είναι το καθαυτό νεκρώσιμο Θρηνώ και οδύρομαι ηχ πλ δ', με τη σταθερή, σε χειρόγραφα και έντυπα, ένδειξη "εις κοιμηθέντας". Πρόκειται για το γνωστό νεκρώσιμο Ιδιόμελο μελοποιημένο εδώ ως αργό και κατανυκτικό μάθημα της Παπαδικής. Το Μάθημα αυτό του Χρυσάφη, συχνό στη χειρόγραφη παράδοση (επώνυμο ή, συνήθως, ανώνυμο) και στη μετέπειτα έντυπη (Ταμείον Ανθολογίας, 1834, 1837, 1838, Πανδέκτη, 1850/51), ψαλλόταν "αργώς και μετά μέλους" κατά την εκφορά του νεκρού στον τελικό τόπο ταφής. Πρόκειται για λαμπρό στο είδος του μέλος, χαρακτηριστικό δείγμα, γενικότερα, της αργόρρυθμης Βυζαντινής μελοποιΐας, με τις εκτενείς αναλυτικές φράσεις, τις περιορισμένες (και κατά τις ανάγκες μόνο του κειμένου) ηχοχρωματικές μετατροπίες, χωρίς επιπλέον αντιφωνικά ή άλλα περίτεχνα μελωδικά και ρυθμικά σχήματα. Το δεύτερο O θεός ήλθοσαν έθνη ηχ πλ δ' είναι ένα ειδικό και μοναδικό στην ιστορία μέλος, το οποίο ο μεγάλος αυτός μουσικός του Βυζαντίου και οικείος των δύο τελευταίων Βυζαντινών αυτοκρατόρων έχει συνθέσει αποκλειστικά για την Άλωση (1453) της Κωνσταντινούπολης, "εις την ανάλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως", όπως σημειώνεται σε μεταγενέστερο χειρόγραφο (τέλος 18ου αι.). Πρόκειται για ένα θρηνώδες άσμα, επιτάφιο της Μεγάλης Πόλης (και της Μεγάλης Αυτοκρατορίας), και το οποίο θα πρέπει να θεωρηθεί ως η απαρχή των πολυάριθμων μετέπειτα λαϊκών θρήνων για τη χαμένη Βασιλεία (Περισσότερα για το μελος βλ. ένθετο Βιβλίο του CD και Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής, Μνημεία και Σύμμεικτα Εκκλησιαστικής Μοουσικής. Εκδοτικές Σειρές - Κείμενα και Σχολιασμοί (1999-2010), Αθήνα 2011, σ. 367-370).